αρθρα ψυχικης υγειας
Ψυχική ευεξία, σωματική υγεία
Τα οφελη τησ σωματικησ ασκησησ στη διαθεση και τη νοηση
Τα θετικά αποτελέσματα που έχει η φυσική, σωματική άσκηση στις λειτουργίες του οργανισμού μας είναι πολλές και επιβεβαιωμένες. Πάρα πολλές μελέτες, αλλά και η προσωπική εμπερεία του κάθε αθλούμενου, έχουν αποδείξει πως έστω και μία μικρής διάρκειας αερόβια άσκηση την ημέρα είναι ικανή να βελτιώσει τη σωματική μας υγεία. Ωστόσο, πέρα από το σώμα, η άθληση συνεισφέρει και στη βελτίωση των ψυχολογικών μας λειτουργιών, όπως είναι η διάθεση, η συγκέντρωση, η θέληση, η θετική εικόνα για το σώμα μας κ.ά. Παρακάτω θα δούμε περιληπτικά μερικά από αυτά.
Πέρα από τα παραπάνω ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως ούτε η αυτοπειθαρχεία, ούτε η θετική εικόνα σώματος, ούτε η υψηλή θέληση, κ.ο.κ. πρέπει να γίνουν αυτοσκοπός. Ο αθλητής, ή ο εν δυνάμει αθλητής, χρειάζεται να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που του παρέχει η άθληση για να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής του και όχι να αισθάνεται απόλυτα προσκολλημένος σε αυτά.
Τέλος, η επίδραση της σωματικής άσκησης και της άθλησης στις μικρές ηλικίες των παιδιών είναι επιβεβαιωμένη και συνήθως ευεργετική, καθώς συνεισφέρει στην ανάπτυξή τους με όλους τους παραπάνω τρόπους. Οι γονείς προτρέπονται να εντάξουν τα παιδιά στη φιλοσοφία του αθλητισμού, δίνοντας όμως ιδιαίτερη προσοχή σε σημαντικά ζητήματα όπως είναι η αυτοπεποίθηση, η συμμετοχή στην ομάδα και η διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων.
- Διάθεση: Αν έχετε ακούσει για τις ενδορφίνες θα θυμάστε πως είναι ένα είδος ορμονών οι οποίες παράγονται στον εγκέφαλό μας μετά από μία έντονη σωματική κόπωση. Οι ενδορφίνες έχουν ως σκοπό να απαλύνουν το αίσθημα του πόνου στο σώμα μας, το οποίο προέρχεται και μετά από την άθληση, και να μας δημιουργήσουν μία αίσθηση ευχαρίστησης και ανακούφισης. Συνεπώς, οι λειτουργίες του εγκεφάλου μας έχουν προβλέψει να αυξάνουν τη θετική μας διάθεση μετά από μία φυσική δραστηριότητα.
- Συγκέντρωση: Η περίπλοκη καθημερινότητα στην οποία ζούμε είναι γεμάτη ερεθίσματα, πληροφορίες, ήχους, εικόνες, υποχρεώσεις, τα οποία αποσπούν την προσοχή μας και μας δυσκολεύουν να μένουμε συγκεντρωμένοι όταν και όπου το θέλουμε. Κατά τη διάρκεια όμως της άθλησης, στρέφουμε υποχρεωτικά την προσοχή μας προς το σώμα μας και τη δραστηριότητά μας και μαθαίνουμε να εστιάζουμε στις λεπτομέρειες, όπως μικρές κινήσεις, στάση σώματος, ώστε να μην τραυματιστούμε. Όσο περισσότερο εξασκούμε τη συγκέντρωσή μας μέσω της άθλησης, τόσο ευκολότερα χειριζόμαστε την προσοχή μας στις καθημερινές ασχολίες.
- Θέληση: Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της σωματικής άσκησης είναι οι στόχοι που βάζουμε για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, μέσω των οποίων καθοδηγούμε τις κινήσεις και τη συμπεριφορά μας ώστε να τους επιτύχουμε. Από τις πιο απλές διατάσεις ή το βάδειν, μέχρι τα ομαδικά αθλήματα, ο στόχος για το αποτέλεσμα της δραστηριότητας παραμένει ενεργός στη μνήμη μας και αυξάνει τη θέλησή μας ώστε να συνεχίσουμε να αθλούμαστε μέχρι να τον επιτύχουμε. Μέσα από τη φυσική δραστηριότητα λοιπόν, «εκπαιδεύουμε» τον εαυτό μας να θέτει στόχους και να επιδιώκει το αποτέλεσμά τους.
- Θετική εικόνα για το σώμα μας: Η εικόνα του σώματος είναι ένας ψυχολογικός όρος ο οποίος αναφέρεται στην αίσθηση που έχουμε για το σώμα μας και το πόσο υγιές, όμορφο και «φυσιολογικό» είναι. Μία θετική εικόνα για το σώμα μας αυξάνει την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή μας και μας βοηθάει να αισθανόμαστε άνετα στην επαφή μας με άλλους ανθρώπους. Από την άλλη, μία αρνητική εικόνα σώματος είναι πιθανό να μειώσει την αυτοπεποίθησή μας και να μας φέρει σε αμηχανία (ίσως και αδικαιολόγητη) στις συναναστροφές μας. Επιπλέον, μία διαστρεβλωμένη εικόνα, δηλαδή η λανθασμένη αίσθηση που έχει το άτομο για το σώμα του, οδηγεί σε διαταραχές λήψης τροφής, όπως η νευρογενής ανορεξία και η νευρογενής βουλιμία. Η φυσική άσκηση βοηθάει στη διατήρηση μίας θετικής και υγιούς εικόνας σώματος στο άτομο που αθλείται.
- Αυτοπειθαρχία: Η ικανότητά μας να διατηρούμε την υπομονή και την επιμονή μας, αλλά και να διαχειριζόμαστε ή να συγκρατούμε τις αντιδράσεις μας πλαισιώνει τον ορισμό της αυτοπειθαρχίας. Η άθληση συνεισφέρει στη βελτίωση της αυτοπειθαρχίας καθώς μας διδάσκει να ελέγχουμε τα συναισθήματά μας, να τα εκφράζουμε με θετικό και υγιές τρόπο και να παραμένουμε αισιόδοξοι για την επίτευξη των στόχων μας.
- Κοινωνικοποίηση: Τα ομαδικά αθλήματα προάγουν έντονα κοινωνικές συμπεριφορές, όπως είναι η συνεργασία, η κατανόηση του άλλου, η υιοθέτηση των κανόνων, ο κοινός στόχος και η συμμετοχή στην ομάδα. Δύο από τις σημαντικότερες προεκτάσεις των κοινωνικών δεξιοτήτων που προάγει η άθληση είναι αρχικά ότι ο αθλητής καλείται να αποδεχτεί και να ακολουθήσει τους κανονισμούς τους αθλήματος, ώστε να συνεργαστεί αρμονικά με τα υπόλοιπα μέλη και ότι μέσα από αυτή τη συνεργασία νιώθει μέλος μίας ομάδας, ενσωματώνεται κοινωνικά και αποκτά το αίσθημα του «ανήκειν». Όλα τα παραπάνω έχουν πολλαπλά οφέλη για το άτομο ένα εκ των οποίων είναι η μείωση του άγχους και η αυξημένη αίσθηση της ασφάλειας.
Πέρα από τα παραπάνω ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως ούτε η αυτοπειθαρχεία, ούτε η θετική εικόνα σώματος, ούτε η υψηλή θέληση, κ.ο.κ. πρέπει να γίνουν αυτοσκοπός. Ο αθλητής, ή ο εν δυνάμει αθλητής, χρειάζεται να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που του παρέχει η άθληση για να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής του και όχι να αισθάνεται απόλυτα προσκολλημένος σε αυτά.
Τέλος, η επίδραση της σωματικής άσκησης και της άθλησης στις μικρές ηλικίες των παιδιών είναι επιβεβαιωμένη και συνήθως ευεργετική, καθώς συνεισφέρει στην ανάπτυξή τους με όλους τους παραπάνω τρόπους. Οι γονείς προτρέπονται να εντάξουν τα παιδιά στη φιλοσοφία του αθλητισμού, δίνοντας όμως ιδιαίτερη προσοχή σε σημαντικά ζητήματα όπως είναι η αυτοπεποίθηση, η συμμετοχή στην ομάδα και η διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΝΑ ΑΛΛΑΖΕΙΣ
Κάθε στιγμή που περνάει στη ζωή μας μάς διαμορφώνει, είτε το καταλαβαίνουμε, είτε όχι. Ελάχιστες μικρές τροποποιήσεις πραγματοποιούνται συνεχώς μέσα στον εγκέφαλό μας με αποτέλεσμα ποτέ να μην είμαστε οι ίδιοι που ήμασταν ένα λεπτό πριν. Η συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης μας φέρνει αντιμέτωπους με μία δύναμη: τη δύναμη της αλλαγής.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι σαν άνθρωποι χαρακτηριζόμαστε από κάποιες σταθερές· έχουμε ένα σταθερό όνομα, μία σταθερή καταγωγή, προσωπικά στοιχεία, κάποιους σταθερούς ανθρώπους στη ζωή μας, κ.ο.κ. Συμβαίνει όμως το ίδιο με την προσωπικότητά μας, με τις επιθυμίες μας, τον τρόπο με τον οποίο αντιδράμε ή παίρνουμε αποφάσεις; Τα πράγματα εδώ περιπλέκονται και δεν είναι εύκολο να δοθεί μία σαφής απάντηση, πέρα από το γεγονός ότι αυτό που ονομάζουμε «εαυτός» (ή παρακάτω, «εγώ») επηρεάζεται διαρκώς από τις εκάστοτε ατομικές, ομαδικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, ας σκεφτούμε τον εαυτό μας να στέκεται στη μέση ενός γηπέδου. Γύρω μας είναι ζωγραφισμένοι τρεις κύκλοι, ο ένας μεγαλύτερος από τον άλλον και όλοι έχουν ως κέντρο τους εμάς. Ο πρώτος και μικρότερος μίκρος, αυτός που είναι πιο κοντινός σε εμάς είναι ο ατομικός κύκλος. Εκεί μέσα περιλαμβάνονται όλα αυτά που συμβαίνουν στο σώμα μας και στο μυαλό μας, οι σκέψεις μας, τα σχέδιά μας, οι προβληματισμοί μας, η κατάσταση της υγείας μας. Ο δεύτερος κύκλος σχετίζεται με καταστάσεις που προέρχονται από τις ομάδες στις οποίες συμμετέχουμε, όπως είναι η οικογένειά μας, η εργασίας μας, οι σύλλογοι στους οποίους ανήκουμε, κ.ο.κ. Τέλος, ο τρίτος και πιο απομακρυσμένος κύκλος σχετίζεται με τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες, τα κοινωνικά ζητήματα και αυτό που ονομάζουμε «γενική κατάσταση». Πολλές φορές είναι αδύνατον να εμποδίσουμε ό,τι βρίσκεται μέσα στον κάθε κύκλο να αλλάξει και να μεταβληθεί. Οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες. Έτσι, όσο πιο κοντινός σε εμάς είναι ένας κύκλος, τόσο πιο πολύ μας επηρεάζουν οι αλλαγές που συμβαίνουν σε αυτόν.
Ο φιλόσοφος Ηράκλειτος υποστήριξε πως «τα πάντα ρει», όλα ρέουν, όλα αλλάζουν, αναφερόμενος βέβαια στο φυσικό περιβάλλον, όμως δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους.
Στη ζωή μας λοιπόν, είτε περιστασιακά, είτε σε μόνιμη βάση, συμβαίνουν διαφόρων ειδών αλλαγές με τις οποίες ερχόμαστε συχνά αντιμέτωποι. Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τις αλλαγές σε κατηγορίες όπως αυτές:
1. Αλλαγές που προκαλούμε οι ίδιοι & αλλαγές δεν προκαλούμε οι ίδιοι
2. Αλλαγές τις οποίες μπορούμε να ελέγξουμε & αλλαγές τις οποίες δεν μπορούμε να ελέγξουμε
3. Αλλαγές που μας επηρεάζουν πολύ, αλλαγές που μας επηρεάζουν εν μέρει & αλλαγές που δε μας επηρεάζουν
4. Αλλαγές που προκύπτουν ξαφνικά & αλλαγές που προκύπτουν σταδιακά
5. Αλλαγές οι οποίες είναι παροδικές & αλλαγές που είναι μόνιμες.
Η λίστα θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη, όμως λίγο-πολύ, μπορούμε κατατάξουμε οποιαδήποτε μεταβολή σε αυτές τις κατηγορίες.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως οι πιο επιθυμητές αλλαγές είναι αυτές τις οποίες προκαλούμε οι ίδιοι, μπορούμε να τις ελέγξουμε, μας επηρεάζουν εν μέρει, προκύπτουν σταδιακά και είναι παροδικές. Συμβαίνει όμως πάντα έτσι στη ζωή μας;
Πολλές φορές προκύπτουν μεταβολλές σε έναν από τους τρεις κύκλους που μας περιβάλλουν τις οποίες δεν τις θέλουμε, δεν τις προκαλούμε, αλλά μας επηρεάζουν. Τέτοιες στιγμές είναι αναγκαίο να διαχειριστούμε τις αλλαγές με ψυχραιμία και κατανόηση. Η αυθόρμητη όμως αντίδρασή μας είναι συνήθως η αντίσταση, η άρνηση και η προσπάθεια να κρατήσουμε τις συνθήκες όπως ήταν πριν την αλλαγή, περιμένοντας πως τίποτα δε θα συμβεί, αν δε το θέλουμε εμείς οι ίδιοι. Αυτό γιατί το ένστικτο της επιβίωσης μας καλεί να προσπαθήσουμε να μην αλλάξει τίποτα στη ζωή μας εάν ό,τι έχουμε μέχρι τώρα είναι σταθερό και το θεωρούμε σχετικά «ασφαλές». Ποιός θα ήθελε να ρισκάρει να αλλάξει κάτι, όταν ασθάνεται πως ό,τι έχει είναι αρκετό και είναι αυτό που θέλει; Ποιός θα ήθελε να φύγει από τη φωλιά του; Η πιο εύλογη απάντηση είναι «κανείς».
Αν σκεφτούμε όμως όλες εκείνες τις αλλαγές που συμβαίνουν καθημερινά σε ατομικό, ομαδικό και κοινωνικό επίπεδο, θα καταλάβουμε πως δεν είναι δυνατόν «εγώ» να παραμένω ίδιος και αμετάβλητος. Στο «εγώ» μπορούμε να βάλουμε τα προσωπικά μας χαρακτηριστικά, τις συμπεριφορές μας, τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε σε διάφορες καταστάσεις, τα πιστεύω μας και τις επιθυμίες μας, τα συναισθήματά μας και το πώς τα εκφράζουμε. Συνοψίζοντας αυτή την παράγραφο, δεν μπορεί παρά το «εγώ» να προσαρμόζεται στις μεταβολλές που συμβαίνουν και να είναι ευέλικτο.
Φυσικά, η κατανόηση πως τα πράγματα γύρω μας και μέσα μας αλλάζουν συνεχώς, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, δεν είναι εύκολη διαδικασία. Ωστόσο, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, αυτόματα και αυθόρμητα τείνουμε να απορρίπτουμε αυτή τη σκέψη ως ανεπιθύμητη, θεωρώντας πως είναι ασφαλές να μην αλλάζει το «εγώ» όταν όλα τα άλλα αλλάζουν και πως αν προσπαθήσουμε σκληρά οι καταστάσεις γύρω μας θα παραμείνουν ολόιδιες. Σύμφωνα με την κλινική εμπειρία και τα σχετικά επιστημονικά δεδομένα, οι πιθανότητες για το παραπάνω είναι μικρές. Από την άλλη, όταν δείχνουμε προσαρμογή και ευελιξία στις αλλαγές που συμβαίνουν στις κύκλους μας, τότε παραμένουμε υγιείς σωματικά και ψυχικά.
Χρειάζεται λοιπόν δύναμη για να αλλάξουμε και να προσαρμοστούμε στις εκάστοτε νέες συνθήκες της προσωπικής και κοινωνικής μας ζωής. Το να συνειδητοποιήσουμε πως το να αλλάζουμε το «εγώ» μας, κυρίως όταν οι καταστάσεις (μέσα μας και έξω μας), και να προσαρμοζόμαστε σε αυτές είναι μία διαδικασία που θα μας φέρει οφέλη.
Αρκεί να πάρουμε εκείνο το μικρό ρίσκο που χρειάζεται για να κάνουμε το βήμα έξω από τη φωλιά μας.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι σαν άνθρωποι χαρακτηριζόμαστε από κάποιες σταθερές· έχουμε ένα σταθερό όνομα, μία σταθερή καταγωγή, προσωπικά στοιχεία, κάποιους σταθερούς ανθρώπους στη ζωή μας, κ.ο.κ. Συμβαίνει όμως το ίδιο με την προσωπικότητά μας, με τις επιθυμίες μας, τον τρόπο με τον οποίο αντιδράμε ή παίρνουμε αποφάσεις; Τα πράγματα εδώ περιπλέκονται και δεν είναι εύκολο να δοθεί μία σαφής απάντηση, πέρα από το γεγονός ότι αυτό που ονομάζουμε «εαυτός» (ή παρακάτω, «εγώ») επηρεάζεται διαρκώς από τις εκάστοτε ατομικές, ομαδικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, ας σκεφτούμε τον εαυτό μας να στέκεται στη μέση ενός γηπέδου. Γύρω μας είναι ζωγραφισμένοι τρεις κύκλοι, ο ένας μεγαλύτερος από τον άλλον και όλοι έχουν ως κέντρο τους εμάς. Ο πρώτος και μικρότερος μίκρος, αυτός που είναι πιο κοντινός σε εμάς είναι ο ατομικός κύκλος. Εκεί μέσα περιλαμβάνονται όλα αυτά που συμβαίνουν στο σώμα μας και στο μυαλό μας, οι σκέψεις μας, τα σχέδιά μας, οι προβληματισμοί μας, η κατάσταση της υγείας μας. Ο δεύτερος κύκλος σχετίζεται με καταστάσεις που προέρχονται από τις ομάδες στις οποίες συμμετέχουμε, όπως είναι η οικογένειά μας, η εργασίας μας, οι σύλλογοι στους οποίους ανήκουμε, κ.ο.κ. Τέλος, ο τρίτος και πιο απομακρυσμένος κύκλος σχετίζεται με τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες, τα κοινωνικά ζητήματα και αυτό που ονομάζουμε «γενική κατάσταση». Πολλές φορές είναι αδύνατον να εμποδίσουμε ό,τι βρίσκεται μέσα στον κάθε κύκλο να αλλάξει και να μεταβληθεί. Οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες. Έτσι, όσο πιο κοντινός σε εμάς είναι ένας κύκλος, τόσο πιο πολύ μας επηρεάζουν οι αλλαγές που συμβαίνουν σε αυτόν.
Ο φιλόσοφος Ηράκλειτος υποστήριξε πως «τα πάντα ρει», όλα ρέουν, όλα αλλάζουν, αναφερόμενος βέβαια στο φυσικό περιβάλλον, όμως δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους.
Στη ζωή μας λοιπόν, είτε περιστασιακά, είτε σε μόνιμη βάση, συμβαίνουν διαφόρων ειδών αλλαγές με τις οποίες ερχόμαστε συχνά αντιμέτωποι. Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τις αλλαγές σε κατηγορίες όπως αυτές:
1. Αλλαγές που προκαλούμε οι ίδιοι & αλλαγές δεν προκαλούμε οι ίδιοι
2. Αλλαγές τις οποίες μπορούμε να ελέγξουμε & αλλαγές τις οποίες δεν μπορούμε να ελέγξουμε
3. Αλλαγές που μας επηρεάζουν πολύ, αλλαγές που μας επηρεάζουν εν μέρει & αλλαγές που δε μας επηρεάζουν
4. Αλλαγές που προκύπτουν ξαφνικά & αλλαγές που προκύπτουν σταδιακά
5. Αλλαγές οι οποίες είναι παροδικές & αλλαγές που είναι μόνιμες.
Η λίστα θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη, όμως λίγο-πολύ, μπορούμε κατατάξουμε οποιαδήποτε μεταβολή σε αυτές τις κατηγορίες.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως οι πιο επιθυμητές αλλαγές είναι αυτές τις οποίες προκαλούμε οι ίδιοι, μπορούμε να τις ελέγξουμε, μας επηρεάζουν εν μέρει, προκύπτουν σταδιακά και είναι παροδικές. Συμβαίνει όμως πάντα έτσι στη ζωή μας;
Πολλές φορές προκύπτουν μεταβολλές σε έναν από τους τρεις κύκλους που μας περιβάλλουν τις οποίες δεν τις θέλουμε, δεν τις προκαλούμε, αλλά μας επηρεάζουν. Τέτοιες στιγμές είναι αναγκαίο να διαχειριστούμε τις αλλαγές με ψυχραιμία και κατανόηση. Η αυθόρμητη όμως αντίδρασή μας είναι συνήθως η αντίσταση, η άρνηση και η προσπάθεια να κρατήσουμε τις συνθήκες όπως ήταν πριν την αλλαγή, περιμένοντας πως τίποτα δε θα συμβεί, αν δε το θέλουμε εμείς οι ίδιοι. Αυτό γιατί το ένστικτο της επιβίωσης μας καλεί να προσπαθήσουμε να μην αλλάξει τίποτα στη ζωή μας εάν ό,τι έχουμε μέχρι τώρα είναι σταθερό και το θεωρούμε σχετικά «ασφαλές». Ποιός θα ήθελε να ρισκάρει να αλλάξει κάτι, όταν ασθάνεται πως ό,τι έχει είναι αρκετό και είναι αυτό που θέλει; Ποιός θα ήθελε να φύγει από τη φωλιά του; Η πιο εύλογη απάντηση είναι «κανείς».
Αν σκεφτούμε όμως όλες εκείνες τις αλλαγές που συμβαίνουν καθημερινά σε ατομικό, ομαδικό και κοινωνικό επίπεδο, θα καταλάβουμε πως δεν είναι δυνατόν «εγώ» να παραμένω ίδιος και αμετάβλητος. Στο «εγώ» μπορούμε να βάλουμε τα προσωπικά μας χαρακτηριστικά, τις συμπεριφορές μας, τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε σε διάφορες καταστάσεις, τα πιστεύω μας και τις επιθυμίες μας, τα συναισθήματά μας και το πώς τα εκφράζουμε. Συνοψίζοντας αυτή την παράγραφο, δεν μπορεί παρά το «εγώ» να προσαρμόζεται στις μεταβολλές που συμβαίνουν και να είναι ευέλικτο.
Φυσικά, η κατανόηση πως τα πράγματα γύρω μας και μέσα μας αλλάζουν συνεχώς, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, δεν είναι εύκολη διαδικασία. Ωστόσο, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, αυτόματα και αυθόρμητα τείνουμε να απορρίπτουμε αυτή τη σκέψη ως ανεπιθύμητη, θεωρώντας πως είναι ασφαλές να μην αλλάζει το «εγώ» όταν όλα τα άλλα αλλάζουν και πως αν προσπαθήσουμε σκληρά οι καταστάσεις γύρω μας θα παραμείνουν ολόιδιες. Σύμφωνα με την κλινική εμπειρία και τα σχετικά επιστημονικά δεδομένα, οι πιθανότητες για το παραπάνω είναι μικρές. Από την άλλη, όταν δείχνουμε προσαρμογή και ευελιξία στις αλλαγές που συμβαίνουν στις κύκλους μας, τότε παραμένουμε υγιείς σωματικά και ψυχικά.
Χρειάζεται λοιπόν δύναμη για να αλλάξουμε και να προσαρμοστούμε στις εκάστοτε νέες συνθήκες της προσωπικής και κοινωνικής μας ζωής. Το να συνειδητοποιήσουμε πως το να αλλάζουμε το «εγώ» μας, κυρίως όταν οι καταστάσεις (μέσα μας και έξω μας), και να προσαρμοζόμαστε σε αυτές είναι μία διαδικασία που θα μας φέρει οφέλη.
Αρκεί να πάρουμε εκείνο το μικρό ρίσκο που χρειάζεται για να κάνουμε το βήμα έξω από τη φωλιά μας.
ΟΙ ΣΥΧΝΟΙ ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΙ ΕΧΟΥΝ ΣΥΧΝΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΙΤΙΕΣ
Ένα από τα πρώτα συμπτώματα του πονοκεφάλου (κεφαλαλγίας) είναι μία μεγάλη πίεση που αισθανόμαστε στη βάση του κεφαλιού μας, η οποία κάποιες φορές καταλήγει στο να μην μπορούμε να σκεφτούμε και να επικοινωνήσουμε καθαρά. Ως ένα βαθμό, ο πονοκέφαλος είναι μία φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού μας, όμως όταν ξεπεραστεί αυτός ο βαθμός, τότε αντιμετωπίζουμε μεγάλες δυσκολίες.
Τα αίτια του πονοκεφάλου μπορεί να είναι οργανικά (υψηλή πίεση, κούραση, αϋπνία, έλλειψη νερού και φαγητού, κ.ά.), αλλά τις περισσότερες φορές έχουν ψυχολογική βάση (όπως στην κεφαλαλγία τάσης). Στην περίπτωση που δε συντρέχει κάποιος οργανικός/βιολογικός λόγος, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι σκέψεις και το συναίσθημά μας επηρεάζουν και επηρεάζονται από τον πονοκέφαλο. Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τους πονοκεφάλους που έχουν ψυχολογική βάση και επιμένουν, θα είναι ωφέλιμο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την παραπάνω σχέση.
Ας φανταστούμε λοιπόν έναν κύκλο πάνω στον οποίο υπάρχουν δύο τετράγωνα. Στο ένα τετράγωνο θα βάλουμε τις διάφορες σκέψεις και τα συναισθήματα που μπορεί να συνδέονται με τον πονοκέφαλο, ενώ στο άλλο θα βάλουμε τον πονοκέφαλο και τα συμπτώματα που προκαλεί. Παρότι αυτό το φανταστικό σχήμα είναι αρκετά χονδροειδές, είναι ωστόσο αρκετό για να κατανοήσουμε ότι σπάζοντας σε κάποιο σημείο τον κύκλο, μπορούμε να παρέμβουμε και να βελτιώσουμε την κατάσταση.
Ένας τέτοιος κύκλος δημιουργείται συνήθως μέσα σε περιόδους έντονου άγχους ή στεναχώριας. Προβλήματα της καθημερινότητας, οικονομική ασφυξία, απότομη αλλαγή στην καθιερωμένη ζωή, απώλεια εργασίας και πένθος είναι κάποια από τα προβλήματα τα οποία επιδρούν στον ψυχολογικό μας κόσμο δημιουργώντας στρες, αίσθημα αδυναμίας και σκέψεις μοναξιάς ή απειλής. Έτσι, με τα υλικά του άγχους, των αρνητικών σκέψεων και της πίεσης, σχηματίζεται το πρώτο τετράγωνο, το οποίο θα οδηγήσει σύντομα στο σχηματισμό του δεύτερου τετραγώνου. Είναι γνωστό ότι ο ψυχικός μας κόσμος αλληλεπιδρά με το σώμα μας διαρκώς και με έναν περίπλοκο τρόπο, όπως γίνεται για παράδειγμα σε καταστάσεις στρες. Όταν βιώνουμε ή σκεφτόμαστε κάτι που μας αγχώνει ή μας θλίβει συνήθως έχουμε ταχυπαλμίες, ιδρώνουμε, πονάει το στομάχι μας και αισθανόμαστε πίεση στο κεφάλι. Η τελευταία αντίδραση του σώματός μας οδηγεί στην εμφάνιση πονοκεφάλων με τα γνωστά σε όλους μας συμπτώματα. Με αυτό τον τρόπο φτιάχτηκε και το δεύτερο τετράγωνο, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να ενεργοποιήσει και πάλι το πρώτο. Αυτό συμβαίνει διότι όταν υποφέρουμε από χρόνιους και έντονους πονοκεφάλους αισθανόμαστε πως δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να μας βοηθήσει, ότι ο πονοκέφαλος κυριεύει τη ζωή μας και ότι ίσως δεν έχουμε καμία δυνατότητα να του ξεφύγουμε. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί και πάλι πίσω στο τετράγωνο του πόνου.
Εμποδίζοντας και σπάζοντας αυτό τον κύκλο σε κάποιο σημείο κάνουμε ένα βήμα προς την αντιμετώπιση του πονοκεφάλου μας. Χρησιμοποιώντας τεχνικές που μας απαλλάσσουν από τα σωματικά συμπτώματα (φάρμακα, άσκηση, ξεκούραση), αλλάζοντας τον τρόπο σκέψης μας (εστιάζοντας την προσοχή μας στα πράγματα που μπορούμε να καταφέρουμε και έχουμε πετύχει έως τώρα), ή ελέγχοντας τα αρνητικά μας συναισθήματα (εμποδίζοντάς τα να μας καταβάλλουν, δίνουμε χώρο στα πράγματα που μας κάνουν χαρούμενους), θα είμαστε σε θέση να αισθανόμαστε εμείς οι κυρίαρχοι της ζωής μας και όχι ο πόνος.
Τελικά, ο πονοκέφαλος λειτουργεί σαν συναγερμός ότι κάτι θα πρέπει να αλλάξουμε στο σώμα και τη ψυχολογική μας κατάσταση. Μέχρι να αντιδράσουμε θα χτυπάει συνεχώς…
Τα αίτια του πονοκεφάλου μπορεί να είναι οργανικά (υψηλή πίεση, κούραση, αϋπνία, έλλειψη νερού και φαγητού, κ.ά.), αλλά τις περισσότερες φορές έχουν ψυχολογική βάση (όπως στην κεφαλαλγία τάσης). Στην περίπτωση που δε συντρέχει κάποιος οργανικός/βιολογικός λόγος, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι σκέψεις και το συναίσθημά μας επηρεάζουν και επηρεάζονται από τον πονοκέφαλο. Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τους πονοκεφάλους που έχουν ψυχολογική βάση και επιμένουν, θα είναι ωφέλιμο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την παραπάνω σχέση.
Ας φανταστούμε λοιπόν έναν κύκλο πάνω στον οποίο υπάρχουν δύο τετράγωνα. Στο ένα τετράγωνο θα βάλουμε τις διάφορες σκέψεις και τα συναισθήματα που μπορεί να συνδέονται με τον πονοκέφαλο, ενώ στο άλλο θα βάλουμε τον πονοκέφαλο και τα συμπτώματα που προκαλεί. Παρότι αυτό το φανταστικό σχήμα είναι αρκετά χονδροειδές, είναι ωστόσο αρκετό για να κατανοήσουμε ότι σπάζοντας σε κάποιο σημείο τον κύκλο, μπορούμε να παρέμβουμε και να βελτιώσουμε την κατάσταση.
Ένας τέτοιος κύκλος δημιουργείται συνήθως μέσα σε περιόδους έντονου άγχους ή στεναχώριας. Προβλήματα της καθημερινότητας, οικονομική ασφυξία, απότομη αλλαγή στην καθιερωμένη ζωή, απώλεια εργασίας και πένθος είναι κάποια από τα προβλήματα τα οποία επιδρούν στον ψυχολογικό μας κόσμο δημιουργώντας στρες, αίσθημα αδυναμίας και σκέψεις μοναξιάς ή απειλής. Έτσι, με τα υλικά του άγχους, των αρνητικών σκέψεων και της πίεσης, σχηματίζεται το πρώτο τετράγωνο, το οποίο θα οδηγήσει σύντομα στο σχηματισμό του δεύτερου τετραγώνου. Είναι γνωστό ότι ο ψυχικός μας κόσμος αλληλεπιδρά με το σώμα μας διαρκώς και με έναν περίπλοκο τρόπο, όπως γίνεται για παράδειγμα σε καταστάσεις στρες. Όταν βιώνουμε ή σκεφτόμαστε κάτι που μας αγχώνει ή μας θλίβει συνήθως έχουμε ταχυπαλμίες, ιδρώνουμε, πονάει το στομάχι μας και αισθανόμαστε πίεση στο κεφάλι. Η τελευταία αντίδραση του σώματός μας οδηγεί στην εμφάνιση πονοκεφάλων με τα γνωστά σε όλους μας συμπτώματα. Με αυτό τον τρόπο φτιάχτηκε και το δεύτερο τετράγωνο, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να ενεργοποιήσει και πάλι το πρώτο. Αυτό συμβαίνει διότι όταν υποφέρουμε από χρόνιους και έντονους πονοκεφάλους αισθανόμαστε πως δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να μας βοηθήσει, ότι ο πονοκέφαλος κυριεύει τη ζωή μας και ότι ίσως δεν έχουμε καμία δυνατότητα να του ξεφύγουμε. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί και πάλι πίσω στο τετράγωνο του πόνου.
Εμποδίζοντας και σπάζοντας αυτό τον κύκλο σε κάποιο σημείο κάνουμε ένα βήμα προς την αντιμετώπιση του πονοκεφάλου μας. Χρησιμοποιώντας τεχνικές που μας απαλλάσσουν από τα σωματικά συμπτώματα (φάρμακα, άσκηση, ξεκούραση), αλλάζοντας τον τρόπο σκέψης μας (εστιάζοντας την προσοχή μας στα πράγματα που μπορούμε να καταφέρουμε και έχουμε πετύχει έως τώρα), ή ελέγχοντας τα αρνητικά μας συναισθήματα (εμποδίζοντάς τα να μας καταβάλλουν, δίνουμε χώρο στα πράγματα που μας κάνουν χαρούμενους), θα είμαστε σε θέση να αισθανόμαστε εμείς οι κυρίαρχοι της ζωής μας και όχι ο πόνος.
Τελικά, ο πονοκέφαλος λειτουργεί σαν συναγερμός ότι κάτι θα πρέπει να αλλάξουμε στο σώμα και τη ψυχολογική μας κατάσταση. Μέχρι να αντιδράσουμε θα χτυπάει συνεχώς…
Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑΚΗΣ ΥΠΕΡΦΑΓΙΑΣ ΣΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
Ο όρος «επεισοδιακή υπερφαγία» αναφέρεται σε συμπεριφορές κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας φαγητού, κυρίως γλυκών και σνακ, οι οποίες είναι αυθόρμητες και το άτομο αισθάνεται αδύναμο να τις συγκρατήσει. Η επεισοδιακή υπερφαγία συνδέεται με πολλές διαταραχές της διατροφής και πρόσληψης τροφής, αλλά και με συναισθηματικές δυσκολίες, οι οποίες, ειδικά τις ημέρες των Χριστουγέννων, εκδηλώνονται σε μεγαλύτερη συχνότητα.
Το άτομο με επεισοδιακή υπερφαγία (Ε.Υ.) μπορεί να καταφύγει ξαφνικά σε κατανάλωση αρκετής τροφής, περισσότερης από αυτήν που καταναλώνει συνήθως, κάνοντας συχνά τις γνωστές ως «επιδρομές στο ψυγείο», ή αγοράζοντας έτοιμο φαγητό χαμηλής διατροφικής αξίας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η Αμερικάνικη Ψυχιατρικής Εταιρία θέτουν στα διαγνωστικά κριτήρια της Ε.Υ. τη συχνότητα (παρουσιάζεται τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα), τη διάρκεια (πάνω από 3 εβδομάδες) και τον τρόπο (ξαφνικά κι ανεξέλεγκτα). Ακόμη, η Ε.Υ., όταν αυτή παίρνει τη μορφή διαταραχής, διαχωρίζεται από την ψυχογενή ανορεξία και βουλιμία, κυρίως ως προς το γεγονός ότι το άτομο δεν προχωράει σε πράξεις «αντιρρόπησης», δηλαδή δεν επιδιώκει να βγάλει/αποβάλει τη τροφή που κατανάλωσε, όπως κάνει στην ανορεξία και τη βουλιμία.
Τα σημάδια που μπορούν να χαρακτηρίσουν μία διατροφική συνήθεια ως Ε.Υ., επιπρόσθετα με όλα τα παραπάνω, την κάνουν να ξεχωρίζει από τα απλά «τσιμπολογήματα». Στην Ε.Υ. συνήθως το άτομο λαμβάνει τροφή ακόμη κι όταν δεν πεινάει, η κατανάλωση είναι ταχεία και σε μεγάλες ποσότητες και συνεχίζεται μέχρι το άτομο να αισθανθεί πως έχει χορτάσει πλήρως (έχει «σκάσει»). Στη διάρκεια αυτών των πράξεων το άτομο χάνει τον έλεγχο, δεν αναγνωρίζει πλήρως τις συμπεριφορές του και είναι πιθανό να μη θυμάται τι ακριβώς συνέβη. Συχνά, το άτομο με Ε.Υ. αισθάνεται ντροπή και ενοχές μόλις συνειδητοποιήσει τι έπραξε κι αυτό μπορεί να το οδηγήσει στο να απομονώνεται και να τρώει μόνο του, μακριά από τη θέαση των άλλων.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό πως οι περίοδοι των γιορτών, ειδικά των Χριστουγέννων, δημιουργούν πολλούς πειρασμούς για όσους καταφεύγουν σε επεισόδια υπερφαγίας, μιας και τα τρόφιμα χαμηλής διατροφικής αξίας είναι πολλά και παντού. Ένας επιπλέον λόγος είναι ωστόσο και το αίσθημα θλίψης που καταβάλει πολλούς ανθρώπους αυτή την περίοδο.
Η Ε.Υ. έχει συνδεθεί με την ύπαρξη αρνητικών συναισθημάτων, όπως είναι η θλίψη, το άγχος, ο θυμός, η αγωνία, η απογοήτευση, κ.ά., και με τις διαταραχές διάθεσης, όπως η καταθλιπτική και η διπολική διαταραχή. Όταν ένα αρνητικό συναίσθημα ή η χαμηλή διάθεση φεύγουν από τον έλεγχο του ατόμου και αυτό αισθάνεται αδύναμο να τα διαχειριστεί, η απότομη και αυθόρμητη κατανάλωση φαγητού, ειδικά λιπαρών και γλυκών, μπορεί να λειτουργήσει ως «βάλσαμο», καταπραϋντικά και παρηγορητικά. Με τη σειρά του, αυτός ο τρόπος λήψης τροφής οδηγεί σε ενοχές και απελπισία κι αυτές πάλι σε κατανάλωση, κ.ο.κ.
Αυτός ο κύκλος δεν σπάει εύκολα εάν το άτομο δε ζητήσει την κατάλληλη ψυχολογική και διατροφολογική βοήθεια κι ενδέχεται να φέρει καταστάσεις παχυσαρκίας ή ανορεξίας. Άνθρωποι οι οποίοι είναι επιρρεπείς σε αυτό τον κύκλο κατανάλωσης ενδέχεται να εμφανίσουν και Ε.Υ., και αντίστροφα.
Οι ειδικοί της διατροφής προτείνουν την υιοθέτηση ενός μέτρου στην κατανάλωση, κι αντί της στέρησης να υπάρχει κατανάλωση όλων των τροφών, αλλά σε ισορροπία. Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας βλέπουν το ζήτημα αυτό λίγο πιο σύνθετα και στοχεύουν στο να βοηθήσουν το άτομο να σπάσει τις δυσλειτουργικές επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές του, αναγνωρίζοντας και ελέγχοντας τα συναισθήματα που υπάρχουν πίσω από αυτές.
Συνεπώς, οι γιορτές των Χριστουγέννων είναι μία περίοδος πλούσια σε γλυκά, πίτες, μεζεδάκια, σνακ, γλυκίσματα, τροφές χαμηλής διατροφικής αξίας που προκαλούν εθισμό, ενώ ταυτόχρονα για πολλούς γεννάει συναισθήματα θλίψης κι απομόνωσης. Ο συνδυασμός αυτός δημιουργεί πολλές προϋποθέσεις για την εμφάνιση ή την επανάληψη επεισοδίων υπερφαγίας.
Οι άνθρωποι που αισθάνονται πως δεν έχουν μία υγιή, τυπική σχέση με το φαγητό θα μπορούσαν να είναι υποψιασμένοι και να παρακολουθούν την κατανάλωση τροφής που κάνουν, ζητώντας βοήθεια όποτε χρειαστεί.
Το άτομο με επεισοδιακή υπερφαγία (Ε.Υ.) μπορεί να καταφύγει ξαφνικά σε κατανάλωση αρκετής τροφής, περισσότερης από αυτήν που καταναλώνει συνήθως, κάνοντας συχνά τις γνωστές ως «επιδρομές στο ψυγείο», ή αγοράζοντας έτοιμο φαγητό χαμηλής διατροφικής αξίας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η Αμερικάνικη Ψυχιατρικής Εταιρία θέτουν στα διαγνωστικά κριτήρια της Ε.Υ. τη συχνότητα (παρουσιάζεται τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα), τη διάρκεια (πάνω από 3 εβδομάδες) και τον τρόπο (ξαφνικά κι ανεξέλεγκτα). Ακόμη, η Ε.Υ., όταν αυτή παίρνει τη μορφή διαταραχής, διαχωρίζεται από την ψυχογενή ανορεξία και βουλιμία, κυρίως ως προς το γεγονός ότι το άτομο δεν προχωράει σε πράξεις «αντιρρόπησης», δηλαδή δεν επιδιώκει να βγάλει/αποβάλει τη τροφή που κατανάλωσε, όπως κάνει στην ανορεξία και τη βουλιμία.
Τα σημάδια που μπορούν να χαρακτηρίσουν μία διατροφική συνήθεια ως Ε.Υ., επιπρόσθετα με όλα τα παραπάνω, την κάνουν να ξεχωρίζει από τα απλά «τσιμπολογήματα». Στην Ε.Υ. συνήθως το άτομο λαμβάνει τροφή ακόμη κι όταν δεν πεινάει, η κατανάλωση είναι ταχεία και σε μεγάλες ποσότητες και συνεχίζεται μέχρι το άτομο να αισθανθεί πως έχει χορτάσει πλήρως (έχει «σκάσει»). Στη διάρκεια αυτών των πράξεων το άτομο χάνει τον έλεγχο, δεν αναγνωρίζει πλήρως τις συμπεριφορές του και είναι πιθανό να μη θυμάται τι ακριβώς συνέβη. Συχνά, το άτομο με Ε.Υ. αισθάνεται ντροπή και ενοχές μόλις συνειδητοποιήσει τι έπραξε κι αυτό μπορεί να το οδηγήσει στο να απομονώνεται και να τρώει μόνο του, μακριά από τη θέαση των άλλων.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό πως οι περίοδοι των γιορτών, ειδικά των Χριστουγέννων, δημιουργούν πολλούς πειρασμούς για όσους καταφεύγουν σε επεισόδια υπερφαγίας, μιας και τα τρόφιμα χαμηλής διατροφικής αξίας είναι πολλά και παντού. Ένας επιπλέον λόγος είναι ωστόσο και το αίσθημα θλίψης που καταβάλει πολλούς ανθρώπους αυτή την περίοδο.
Η Ε.Υ. έχει συνδεθεί με την ύπαρξη αρνητικών συναισθημάτων, όπως είναι η θλίψη, το άγχος, ο θυμός, η αγωνία, η απογοήτευση, κ.ά., και με τις διαταραχές διάθεσης, όπως η καταθλιπτική και η διπολική διαταραχή. Όταν ένα αρνητικό συναίσθημα ή η χαμηλή διάθεση φεύγουν από τον έλεγχο του ατόμου και αυτό αισθάνεται αδύναμο να τα διαχειριστεί, η απότομη και αυθόρμητη κατανάλωση φαγητού, ειδικά λιπαρών και γλυκών, μπορεί να λειτουργήσει ως «βάλσαμο», καταπραϋντικά και παρηγορητικά. Με τη σειρά του, αυτός ο τρόπος λήψης τροφής οδηγεί σε ενοχές και απελπισία κι αυτές πάλι σε κατανάλωση, κ.ο.κ.
Αυτός ο κύκλος δεν σπάει εύκολα εάν το άτομο δε ζητήσει την κατάλληλη ψυχολογική και διατροφολογική βοήθεια κι ενδέχεται να φέρει καταστάσεις παχυσαρκίας ή ανορεξίας. Άνθρωποι οι οποίοι είναι επιρρεπείς σε αυτό τον κύκλο κατανάλωσης ενδέχεται να εμφανίσουν και Ε.Υ., και αντίστροφα.
Οι ειδικοί της διατροφής προτείνουν την υιοθέτηση ενός μέτρου στην κατανάλωση, κι αντί της στέρησης να υπάρχει κατανάλωση όλων των τροφών, αλλά σε ισορροπία. Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας βλέπουν το ζήτημα αυτό λίγο πιο σύνθετα και στοχεύουν στο να βοηθήσουν το άτομο να σπάσει τις δυσλειτουργικές επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές του, αναγνωρίζοντας και ελέγχοντας τα συναισθήματα που υπάρχουν πίσω από αυτές.
Συνεπώς, οι γιορτές των Χριστουγέννων είναι μία περίοδος πλούσια σε γλυκά, πίτες, μεζεδάκια, σνακ, γλυκίσματα, τροφές χαμηλής διατροφικής αξίας που προκαλούν εθισμό, ενώ ταυτόχρονα για πολλούς γεννάει συναισθήματα θλίψης κι απομόνωσης. Ο συνδυασμός αυτός δημιουργεί πολλές προϋποθέσεις για την εμφάνιση ή την επανάληψη επεισοδίων υπερφαγίας.
Οι άνθρωποι που αισθάνονται πως δεν έχουν μία υγιή, τυπική σχέση με το φαγητό θα μπορούσαν να είναι υποψιασμένοι και να παρακολουθούν την κατανάλωση τροφής που κάνουν, ζητώντας βοήθεια όποτε χρειαστεί.
τα προβληματα στον υπνο επιδρουν στην ψυχολογικη μασ κατασταση
Ο ύπνος είναι μία λειτουργία ζωτικής σημασίας για το σώμα και το μυαλό μας. Αν και πολλές φορές, σε διάφορα στάδια και καταστάσεις της ζωής μας έχουμε παραλείψει να κοιμηθούμε σωστά το βράδυ, θεωρώντας πως η έλλειψη ύπνου δεν έχει καμία σημασία, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει με βάση τα επιστημονικά δεδομένα. Ένας σωστός βραδινός ύπνος μας προσφέρει πολλά οφέλη, τόσο σε σωματικό, αλλά κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο.
Αρχικά, αξίζει να ρίξουμε μία σύντομη ματιά στο τι είναι ο ύπνος και γιατί είναι χρήσιμος. Η φυσιολογική διάρκεια ενός νυχτερινού ύπνου για έναν ενήλικα είναι περίπου 8 ώρες. Σε αυτές τις 8 ώρες, το σώμα μας ξεκουράζεται καθώς ελαχιστοποιούνται οι κινήσεις που κάνουμε, συνήθως κινούμαστε, σε φυσιολογικές καταστάσεις, μόνο για να αλλάξουμε στάση. Ο ύπνος μας διέπεται από συγκεκριμένα στάδια (στάδιο 1, 2, 3, 4, και REM) σε κάθε ένα από τα οποία συμβαίνουν διαφορετικά πράγματα στο σώμα και τον εγκέφαλό μας. Μόνο στη διάρκεια του ύπνου REM βλέπουμε όνειρα, δηλαδή περίπου τέσσερεις φορές μέσα στη νύχτα. Στη διάρκεια του ύπνου REM το σώμα μας μένει ακίνητο και κινούνται μόνο τα μάτια μας, αλλά στον εγκέφαλό μας συμβαίνουν όλες αυτές οι εντυπωσιακές διαδικασίες που δημιουργούν τα όνειρα και τους εφιάλτες μας!
Ο ύπνος, και κυρίως ο ύπνος REM, βοηθάει το μυαλό μας να ανασυγκροτήσει τις πληροφορίες που αποθήκευσε μέσα στη μέρα, να διαγράψει πληροφορίες που δε του χρειάζονται, να δημιουργήσει τις αναμνήσεις μας και να επαναφέρει τη θετική μας διάθεση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όσο πιο νέος είναι ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο χρόνο ύπνου χρειάζεται για να αναπτυχθεί σωστά.
Έτσι λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι αν δεν δώσουμε την ευκαιρία στο εγκέφαλό μας να «κοιμηθεί» τότε θα αντιμετωπίσουμε διάφορα προβλήματα. Το επόμενο πρωί θα έχουμε κακή διάθεση, δυσκολίες στη μνήμη, δυσάρεστο ξύπνημα, θα νιώθουμε μπερδεμένοι, αφηρημένοι ή ευέξαπτοι. Αυτά τα προβλήματα θα γίνουν φανερά τόσο σε εμάς, όσο και στους γύρω μας. Γι’ αυτό λοιπόν, μετά από έναν κακό, ή ανύπαρκτο νυχτερινό ύπνο, πρέπει να φροντίσουμε μέσα στη μέρα να αναπληρώσουμε ό,τι χάσαμε το προηγούμενο βράδυ.
Όταν όμως μένουμε άυπνοι για πολλά συνεχόμενα βράδια, τότε εξωθούμε τον οργανισμό μας σε κατάσταση σοκ. Είναι απαραίτητο να βρεθεί ένας τρόπος να σταματήσουν οι αϋπνίες και να ξεκινήσουμε να έχουμε έναν ολοκληρωμένο ύπνο. Για να το πετύχουμε αυτό μπορούμε να αλλάξουμε τις συνήθειες του ύπνου μας, αλλάζοντας τη ρουτίνα πριν πέσουμε στο κρεβάτι και να προετοιμάσουμε καλύτερα το σώμα μας να κοιμηθεί με ασκήσεις χαλάρωσης και ηρεμίας. Αν αυτοί οι τρόποι αποτύχουν, θα πρέπει να απευθυνθούμε σε κάποιον γιατρό ή ψυχολόγο, ώστε να αναζητήσουμε μαζί την καλύτερη λύση.
Ο ύπνος είναι απαραίτητος για την ξεκούραση, τη διάθεση και τη μνήμη μας.
Ας μην τον σπαταλάμε!
Αρχικά, αξίζει να ρίξουμε μία σύντομη ματιά στο τι είναι ο ύπνος και γιατί είναι χρήσιμος. Η φυσιολογική διάρκεια ενός νυχτερινού ύπνου για έναν ενήλικα είναι περίπου 8 ώρες. Σε αυτές τις 8 ώρες, το σώμα μας ξεκουράζεται καθώς ελαχιστοποιούνται οι κινήσεις που κάνουμε, συνήθως κινούμαστε, σε φυσιολογικές καταστάσεις, μόνο για να αλλάξουμε στάση. Ο ύπνος μας διέπεται από συγκεκριμένα στάδια (στάδιο 1, 2, 3, 4, και REM) σε κάθε ένα από τα οποία συμβαίνουν διαφορετικά πράγματα στο σώμα και τον εγκέφαλό μας. Μόνο στη διάρκεια του ύπνου REM βλέπουμε όνειρα, δηλαδή περίπου τέσσερεις φορές μέσα στη νύχτα. Στη διάρκεια του ύπνου REM το σώμα μας μένει ακίνητο και κινούνται μόνο τα μάτια μας, αλλά στον εγκέφαλό μας συμβαίνουν όλες αυτές οι εντυπωσιακές διαδικασίες που δημιουργούν τα όνειρα και τους εφιάλτες μας!
Ο ύπνος, και κυρίως ο ύπνος REM, βοηθάει το μυαλό μας να ανασυγκροτήσει τις πληροφορίες που αποθήκευσε μέσα στη μέρα, να διαγράψει πληροφορίες που δε του χρειάζονται, να δημιουργήσει τις αναμνήσεις μας και να επαναφέρει τη θετική μας διάθεση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όσο πιο νέος είναι ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο χρόνο ύπνου χρειάζεται για να αναπτυχθεί σωστά.
Έτσι λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι αν δεν δώσουμε την ευκαιρία στο εγκέφαλό μας να «κοιμηθεί» τότε θα αντιμετωπίσουμε διάφορα προβλήματα. Το επόμενο πρωί θα έχουμε κακή διάθεση, δυσκολίες στη μνήμη, δυσάρεστο ξύπνημα, θα νιώθουμε μπερδεμένοι, αφηρημένοι ή ευέξαπτοι. Αυτά τα προβλήματα θα γίνουν φανερά τόσο σε εμάς, όσο και στους γύρω μας. Γι’ αυτό λοιπόν, μετά από έναν κακό, ή ανύπαρκτο νυχτερινό ύπνο, πρέπει να φροντίσουμε μέσα στη μέρα να αναπληρώσουμε ό,τι χάσαμε το προηγούμενο βράδυ.
Όταν όμως μένουμε άυπνοι για πολλά συνεχόμενα βράδια, τότε εξωθούμε τον οργανισμό μας σε κατάσταση σοκ. Είναι απαραίτητο να βρεθεί ένας τρόπος να σταματήσουν οι αϋπνίες και να ξεκινήσουμε να έχουμε έναν ολοκληρωμένο ύπνο. Για να το πετύχουμε αυτό μπορούμε να αλλάξουμε τις συνήθειες του ύπνου μας, αλλάζοντας τη ρουτίνα πριν πέσουμε στο κρεβάτι και να προετοιμάσουμε καλύτερα το σώμα μας να κοιμηθεί με ασκήσεις χαλάρωσης και ηρεμίας. Αν αυτοί οι τρόποι αποτύχουν, θα πρέπει να απευθυνθούμε σε κάποιον γιατρό ή ψυχολόγο, ώστε να αναζητήσουμε μαζί την καλύτερη λύση.
Ο ύπνος είναι απαραίτητος για την ξεκούραση, τη διάθεση και τη μνήμη μας.
Ας μην τον σπαταλάμε!
Άγχος, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού
Αυτοκτονικοτητα
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ 2019
Κάθε χρόνο, στις 10 Οκτωβρίου, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αφιερώνει τη συγκεκριμένη ημέρα στην Ψυχική Υγεία και κάνει συγκεκριμένη αναφορά σε διαφορετικά θέματα κάθε έτος. Το 2019, η Παγκόσμια Ημέρα για την Ψυχική Υγεία επιδίωξε να μας ευαισθητοποιήσει για την πρόληψη της αυτοκτονίας.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, κάθε χρόνο χάνουν τη ζωή τους περίπου 800 χιλιάδες άνθρωποι λόγω της αυτοκτονίας, και το 80% από αυτούς ήταν πολίτες χωρών με μικρό ή μεσαίο κατά κεφαλήν εισόδημα. Επιπλέον, η αυτοκτονία είναι η δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου στις ηλικίες 15 έως 29 ετών, με τα στατιστικά στοιχεία να δείχνουν πως άνθρωποι που έχουν κάνει στο παρελθόν απόπειρες που ήταν αποτυχημένες (οι άνθρωποι δεν επέτυχαν τον σκοπό της απόπειράς τους), αν δε λάβουν κατάλληλη βοήθεια, θα κάνουν κάποια στιγμή μία προσπάθεια ή απόπειρα η οποία θα πετύχει με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους.
Στη χώρα μας, με βάση τα στατιστικά δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, οι επιτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας αυξήθηκαν μέσα στα χρόνια της κρίσης και σχεδόν διπλασιάστηκαν από το 2008 έως το 2015, με τους άντρες να καταλαμβάνουν πάντοτε τα μεγαλύτερα ποσοστά. Οι οικονομικά άνεργοι (φοιτητές, συνταξιούχοι, οικιακά, άνεργοι) αποτελούν στην Ελλάδα την πιο κρίσιμη ομάδα ανθρώπων που είναι επιρρεπείς στην αυτοχειρία και ακολουθούν οι γεωργοί και οι υπάλληλοι πωλήσεων.
Παγκοσμίως, έχει συνδεθεί η αυτοχειρία με ψυχικές διαταραχές (όπως ο αλκοολισμός, η κατάθλιψη, το χρόνιο στρες) καταστάσεις που επιδεινώνονται σε περιόδους κρίσεων. Μη διαχειρίσιμα οικονομικά προβλήματα, χρόνιες ασθένειες και πόνος, απώλειες και πένθος είναι ορισμένοι από τους παράγοντες συνήθως ανησυχούν τους ειδικούς ψυχικής υγείας για το ενδεχόμενο αυτοκτονικής συμπεριφοράς στον άνθρωπο που τους βιώνει. Ακόμη, στις ομάδες υψηλού κινδύνου ανήκουν άνθρωποι που έχουν δεχτεί κακοποίηση (σωματική, ψυχική, σεξουαλική), πρόσφυγες και μετανάστες, άνθρωποι που ανήκουν στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα (Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφισεξουαλικοί, Τρανς, Κουήρ, Ιντερσεξ) λόγω των διακρίσεων και της απομόνωσης που βιώνουν.
Ο ΠΟΥ σημειώνει πως η αυτοκτονία μπορεί να προβλεφθεί, να προληφθεί και να εμποδιστεί, αρκεί να αναγνωριστούν εγκαίρως τα προειδοποιητικά σημάδια.
Κάποια από αυτά είναι:
Οι άνθρωποι με αυτοκτονική συμπεριφορά ή ενεργείς τάσεις αυτοχειρίας έχουν ανάγκη την ουσιαστική κοινωνική συμπαράσταση και την άμεση ψυχολογική υποστήριξη. Η 24ωρη γραμμή παρέμβασης για την αυτοκτονία είναι το 1018.
Κάθε χρόνο, στις 10 Οκτωβρίου, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αφιερώνει τη συγκεκριμένη ημέρα στην Ψυχική Υγεία και κάνει συγκεκριμένη αναφορά σε διαφορετικά θέματα κάθε έτος. Το 2019, η Παγκόσμια Ημέρα για την Ψυχική Υγεία επιδίωξε να μας ευαισθητοποιήσει για την πρόληψη της αυτοκτονίας.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, κάθε χρόνο χάνουν τη ζωή τους περίπου 800 χιλιάδες άνθρωποι λόγω της αυτοκτονίας, και το 80% από αυτούς ήταν πολίτες χωρών με μικρό ή μεσαίο κατά κεφαλήν εισόδημα. Επιπλέον, η αυτοκτονία είναι η δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου στις ηλικίες 15 έως 29 ετών, με τα στατιστικά στοιχεία να δείχνουν πως άνθρωποι που έχουν κάνει στο παρελθόν απόπειρες που ήταν αποτυχημένες (οι άνθρωποι δεν επέτυχαν τον σκοπό της απόπειράς τους), αν δε λάβουν κατάλληλη βοήθεια, θα κάνουν κάποια στιγμή μία προσπάθεια ή απόπειρα η οποία θα πετύχει με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους.
Στη χώρα μας, με βάση τα στατιστικά δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, οι επιτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας αυξήθηκαν μέσα στα χρόνια της κρίσης και σχεδόν διπλασιάστηκαν από το 2008 έως το 2015, με τους άντρες να καταλαμβάνουν πάντοτε τα μεγαλύτερα ποσοστά. Οι οικονομικά άνεργοι (φοιτητές, συνταξιούχοι, οικιακά, άνεργοι) αποτελούν στην Ελλάδα την πιο κρίσιμη ομάδα ανθρώπων που είναι επιρρεπείς στην αυτοχειρία και ακολουθούν οι γεωργοί και οι υπάλληλοι πωλήσεων.
Παγκοσμίως, έχει συνδεθεί η αυτοχειρία με ψυχικές διαταραχές (όπως ο αλκοολισμός, η κατάθλιψη, το χρόνιο στρες) καταστάσεις που επιδεινώνονται σε περιόδους κρίσεων. Μη διαχειρίσιμα οικονομικά προβλήματα, χρόνιες ασθένειες και πόνος, απώλειες και πένθος είναι ορισμένοι από τους παράγοντες συνήθως ανησυχούν τους ειδικούς ψυχικής υγείας για το ενδεχόμενο αυτοκτονικής συμπεριφοράς στον άνθρωπο που τους βιώνει. Ακόμη, στις ομάδες υψηλού κινδύνου ανήκουν άνθρωποι που έχουν δεχτεί κακοποίηση (σωματική, ψυχική, σεξουαλική), πρόσφυγες και μετανάστες, άνθρωποι που ανήκουν στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα (Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφισεξουαλικοί, Τρανς, Κουήρ, Ιντερσεξ) λόγω των διακρίσεων και της απομόνωσης που βιώνουν.
Ο ΠΟΥ σημειώνει πως η αυτοκτονία μπορεί να προβλεφθεί, να προληφθεί και να εμποδιστεί, αρκεί να αναγνωριστούν εγκαίρως τα προειδοποιητικά σημάδια.
Κάποια από αυτά είναι:
- Ο άνθρωπος εκφράζει την επιθυμία να κάνει κακό στον εαυτό του ή ότι θα ήθελε να ήταν νεκρός.
- Εκφράζει συναισθήματα απελπισίας, απόγνωσης και απομονώνεται.
- Αισθάνεται βάρος στους άλλους, ή ότι περιορίζεται ψυχολογικά.
- Καταναλώνει περισσότερο αλκοόλ ή ουσίες.
- Εκδηλώνει υπερένταση, εκρήξεις θυμού, έντονη ανησυχία και επιθυμία για εκδίκηση.
- Έχει αλλαγές στον ύπνο.
- Έχει έντονες και συχνές διακυμάνσεις στη διάθεση μέσα στη μέρα.
Οι άνθρωποι με αυτοκτονική συμπεριφορά ή ενεργείς τάσεις αυτοχειρίας έχουν ανάγκη την ουσιαστική κοινωνική συμπαράσταση και την άμεση ψυχολογική υποστήριξη. Η 24ωρη γραμμή παρέμβασης για την αυτοκτονία είναι το 1018.
ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΕΞΩ
Ο όρος «ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή» (ή αλλιώς ψυχιατρικά φάρμακα ή ψυχοφάρμακα) χρησιμοποιείται για εκείνα τα φάρμακα τα οποία περιέχουν χημικές ουσίες που επιδρούν στον ανθρώπινο εγκέφαλο με σκοπό την καταστολή συγκεκριμένων δυσάρεστων συμπτωμάτων. Παρακάτω θα δοθούν απαντήσεις στα πιο συχνά σχετικά ερωτήματα.
Τι είναι τα ψυχοφάρμακα και πώς λειτουργούν;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα παρουσιαστεί πολύ σύντομα ο βασικός τρόπος λειτουργίας του εγκεφάλου και των ψυχοφαρμάκων με αρίθμηση:
Τα ψυχιατρικά φάρμακα έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν στη ρύθμιση της διάθεσης και του ύπνου, μέσω των μηχανισμών που εξηγήθηκαν παραπάνω, έτσι ώστε να κατασταλούν τα σχετικά συμπτώματα του προκύπτουν μέσα από τις δυσκολίες της ζωής, τις επίμονες σκέψεις, τις συγκρούσεις στις σχέσεις, κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο απαλλάσσουν το άτομο από ορισμένες συνέπειες που του προκαλούν δυσφορία (π.χ. έλλειψη ύπνου, πολύ χαμηλή διάθεση, καταιγιστικό άγχος) δίνοντάς του την ευκαιρία να εστιάσει στην επίλυση και τη βελτίωση των δυσκολιών του.
Δε μπορεί να περιμένει κανείς ότι μόνο με τη χρήση των ψυχοφαρμάκων θα αλλάξει η στάση του ατόμου απέναντι στο βίωμα του χωρισμού, ή ότι το άτομο θα διαχειριστεί με αποτελεσματικό τρόπο μία ενδεχόμενη απόρριψη, θα προσμένει το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία και αυτοεκτίμηση, θα αποκτήσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και θα βοηθηθεί ώστε να κάνει μία καινούρια αρχή στη ζωή του.
Για όλα αυτά είναι πολύ χρήσιμη η διαδικασία της ψυχοθεραπείας και της ψυχολογικής στήριξης.
Ποιός μπορεί να συνταγογραφήσει ψυχιατρικά φάρμακα;
Οι ιατρικές ειδικότητες που είναι καθ’ ύλην αρμόδιες από το νόμο για την παροχή τέτοιας αγωγής είναι η νευρολογία και η ψυχιατρική. Συχνά, συγκεκριμένες κατηγορίες φαρμάκων όπως είναι τα ηρεμιστικά, τα υπνωτικά, τα αγχολυτικά και τα αντικαταθλιπτικά παρέχονται και από γενικούς ιατρούς ή παθολόγους, όμως είναι απαραίτητη και η παρακολούθηση του ασθενή από ειδικό ψυχικής υγείας (ψυχολόγο ή ψυχίατρο).
Πόσο καιρό θα πρέπει να τα λαμβάνει ο ασθενής;
Το χρονικό διάστημα λήψης της αγωγής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και κυρίως από το είδος της διαταραχής και την ένταση των συμπτωμάτων που προκαλούνται. Γενικά, κάποιες κατηγορίες ψυχοφαρμάκων δρουν κατευθείαν στον εγκέφαλο κι έχουν σχεδόν άμεσα αποτελέσματα κι άλλες χρειάζονται περισσότερο χρόνο, παραπάνω από ένα μήνα, για να έχουν θετική επίδραση. Όταν ένα άτομο ξεκινάει κάποια ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή είναι χρήσιμο να γνωρίζει πως δεν είναι δυνατόν να αποδεσμευτεί από αυτήν άμεσα∙ χρειάζεται χρόνος (σε κάποιες περιπτώσεις πολύς).
Πότε ο γιατρός κρίνει εάν θα χρειαστεί ο ασθενής κάποια αγωγή;
Το πότε συνταγογραφούνται τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι συνάρτηση πρώτον του ιατρικού πρωτοκόλλου που ισχύει διεθνώς για τα συγκεκριμένα συμπτώματα και δεύτερον της κρίσης του ιατρού, της εμπειρίας του, των τεχνικών και των επιλογών του. Όπως ισχύει σε όλες τις ειδικότητες υγείας, τόσο η επιστημονική κατάρτιση, όσο και οι προσωπικές αποφάσεις του ειδικού καθορίζουν το πώς αυτός θα αντιμετωπίσει τον ασθενή.
Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απαραίτητα η αγωγή;
Καταστάσεις στις οποίες συνήθως κρίνεται από τον ειδικό ως αναγκαία η λήψη αγωγής είναι είτε σε συγκεκριμένες διαταραχές όπως ψυχώσεις, ντελίριο, έντονη επιθετικότητα προς τους άλλους, αυτοκαταστροφικότητα, νοητική σύγχυση και αποδιοργάνωση κ.ά., είτε όταν ο ασθενής είναι ανήμπορος να φροντίσει και να εξυπηρετήσει τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να καταστεί επικίνδυνος για τη δική ασφάλεια. Σε αυτά τα πλαίσια μπορεί να ενταχθεί και η ακούσια νοσηλεία. Και πάλι, ανάλογα με την κρίση του, ο ειδικός μπορεί να χορηγήσει αγωγή και σε πιο ήπια συμπτώματα και πιο εύκολα αντιμετωπίσιμες δυσκολίες, με απώτερο στόχο τη ρύθμιση της ψυχικής υγείας του ασθενή.
Πότε μπορώ να μην επιλέξω τη φαρμακευτική αγωγή;
Αρχικά, όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, τα ψυχιατρικά φάρμακα δε διορθώνουν την αιτία των δυσκολιών, ούτε βοηθούν το άτομο να μάθει να αντιμετωπίζει με ένα διαφορετικό, πιο υγιή τρόπο τα προβλήματα της ζωής τους και τις συνέπειές τους (σε αυτό βοηθάει η ψυχοθεραπεία), αλλά καταστέλλουν, για όσο διάστημα λαμβάνονται, κάποια από τα συμπτώματα που προκαλούν δυσφορία. Σε καταστάσεις λοιπόν, σύμφωνα με την παραπάνω περιγραφή, στις οποίες δεν κρίνεται ως αναγκαία η λήψη της αγωγής, το άτομο έχει δικαίωμα να μη την επιλέξει, αλλά να ακολουθήσει άλλες επιστημονικές μεθόδους θεραπείας της προσωπικότητάς του, των τρόπων αντιδράσεών του, των σχέσεών του, κ.ο.κ.
Μπορεί κάποιος να εθιστεί στα ψυχοφάρμακα;
Η εξάρτηση από τη φαρμακευτική αγωγή διακρίνεται σε σωματική και ψυχική. Καθώς η σωματική εξάρτηση ελέγχεται μέσω της σταδιακής διακοπής της αγωγής με όλο και πιο χαμηλές δόσεις, η ψυχική εξάρτηση είναι η πιο συνήθης και η πιο έντονη. Σε πολλές περιπτώσεις το άτομο διαπιστώνει με ευκολία τη βελτίωση που προκάλεσαν στη ψυχική του υγεία τα φάρμακα κι έτσι αισθάνεται εν τέλει αδύναμο ή ανέτοιμο να αποδεσμευτεί από αυτά, ακόμη και μετά από πολλά χρόνια χρήσης. Στην πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων, τα άτομα συνηθίζουν να λαμβάνουν μόνο ψυχιατρική αγωγή δίχως παράλληλη ψυχολογική στήριξη.
Τα ψυχιατρικά φάρμακα και η ψυχοθεραπεία είναι το ίδιο ή αντίθετα μεταξύ τους;
Μπορεί να ειπωθεί πως τίποτε από τα δύο δεν ισχύει.
Η ψυχοθεραπεία είναι μία επιστημονική μέθοδος η οποία παρέχεται από καταρτισμένους ψυχολόγους ή και ψυχιάτρους η οποία στοχεύει στη βελτίωση της ψυχικής κατάστασης του ατόμου δίχως τη χρήση φαρμάκων. Όταν η λήψη της αγωγής κρίνεται ως αναγκαία, η ψυχοθεραπεία λειτουργεί επιπρόσθετα και πολλαπλασιάζει τα οφέλη που έχει στο άτομο η περίθαλψη που λαμβάνει. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, ενώ η ψυχοθεραπεία και η ψυχολογική παρέμβαση μπορούν να έχουν πολύ θετικά αποτελέσματα ακόμη και δίχως κάποια αγωγή, από μόνη της η λήψη ψυχοφαρμάκων (δίχως να συνοδεύεται από ψυχολογική στήριξη) σπάνια έχει τα ίδια αποτελέσματα.
Τέλος, οι πληροφορίες που μπορεί και δικαιούται να λάβει το άτομο πριν του συνταγογραφηθεί κάποια ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή είναι πολλές και σημαντικές. Προτρέπονται οι ασθενείς να ζητούν την απαραίτητη ενημέρωση από τον περιθάλποντα ιατρό τους, είτε πρόκειται γι’ αυτούς προσωπικά είτε για κάποιον συγγενή τους, αφού αναγνωρίσουν πως ούτε ο φόβος, αλλά ούτε και η περισσή ελπίδα ταιριάζουν σε αυτού του είδους τα φάρμακα.
Τι είναι τα ψυχοφάρμακα και πώς λειτουργούν;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα παρουσιαστεί πολύ σύντομα ο βασικός τρόπος λειτουργίας του εγκεφάλου και των ψυχοφαρμάκων με αρίθμηση:
- Ο εγκέφαλός μας είναι το όργανο μέσω του οποίου συμπεριφερόμαστε, συλλογιζόμαστε, αισθανόμαστε, σε όλες τις πτυχές της ζωής μας και της καθημερινότητάς μας.
- Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αποτελείται από δισεκατομμύρια νευρικά κύτταρα τα οποία ονομάζονται νευρώνες. Οι νευρώνες, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κύτταρα του σώματός μας, δεν ενώνονται αλλά δημιουργούν κενά και αποστάσεις μεταξύ τους, που ονομάζονται «συναπτικά κενά».
- Σε αυτά τα συναπτικά κενά κυκλοφορούν διαρκώς διάφορες χημικές ουσίες που ονομάζονται «νευροδιαδιβαστές» οι οποίες είναι απαραίτητες για τη σωστή και υγιή λειτουργία του εγκεφάλου. Υπάρχουν πάρα πολλά είδη νευροδιαβιβαστών τα οποία βρίσκονται σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου μας.
- Οι νευροδιαβιβαστές σχετίζονται με συγκεκριμένες συμπεριφορές μας, κινήσεις, νοητικές λειτουργίες και συναισθήματα. Για παράδειγμα, ο νευροδιαβιβαστής που ονομάζεται σεροτονίνη σχετίζεται με θετικά συναισθήματα, χαρά, ηρεμία, κ.ά., η νοραδρεναλίνη με το άγχος και την εστίαση της προσοχής μας, η ντοπαμίνη με την επαγρύπνηση και την ανταμοιβή ή τον εθισμό, κ.ο.κ.
- Για κάποιους λόγους, που δεν είναι πάντοτε εμφανείς, η δράση ενός ή περισσοτέρων νευροδιαβιβαστών μπορεί να αλλάξει, κι έτσι να εμφανιστούν δυσλειτουργίες και συμπτώματα στον ψυχισμό του ατόμου. Έτσι, οι νευροδιαδιβαστές αυτοί, που δε λειτουργούν πια όπως λειτουργούσαν, δε βοηθούν τα κύτταρα του εγκεφάλου να συνεχίσουν τη δράση τους και το σκοπό τους, δηλαδή να κρατούν τις ψυχολογικές μας διεργασίες σε ισορροπία.
- Τη στιγμή που λαμβάνονται ψυχιατρικά φάρμακα, οι χημικές ουσίες που αυτά περιέχουν παρεμβαίνουν στη δράση συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστών και προσπαθούν με αυτό τον τρόπο να επαναφέρουν την ηλεκτροχημική κατάσταση του εγκεφάλου σε μία νέα ισορροπία.
- Τα φάρμακα δεν προκαλούν αλλοιώσεις στη δομή του εγκεφάλου, παρά μόνο αλλαγές στη δράση των χημικών ουσιών που υπάρχουν ούτως ή άλλως μέσα σε αυτόν.
- Αυτές οι αλλαγές θα επιφέρουν με τη σειρά τους επόμενες αλλαγές και πιθανή μείωση των σωματικών και ψυχικών δυσάρεστων συμπτωμάτων τα οποία έχουν ήδη προκύψει από διαταραχές, προβλήματα και δυσκολίες της ζωής του ατόμου.
Τα ψυχιατρικά φάρμακα έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν στη ρύθμιση της διάθεσης και του ύπνου, μέσω των μηχανισμών που εξηγήθηκαν παραπάνω, έτσι ώστε να κατασταλούν τα σχετικά συμπτώματα του προκύπτουν μέσα από τις δυσκολίες της ζωής, τις επίμονες σκέψεις, τις συγκρούσεις στις σχέσεις, κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο απαλλάσσουν το άτομο από ορισμένες συνέπειες που του προκαλούν δυσφορία (π.χ. έλλειψη ύπνου, πολύ χαμηλή διάθεση, καταιγιστικό άγχος) δίνοντάς του την ευκαιρία να εστιάσει στην επίλυση και τη βελτίωση των δυσκολιών του.
Δε μπορεί να περιμένει κανείς ότι μόνο με τη χρήση των ψυχοφαρμάκων θα αλλάξει η στάση του ατόμου απέναντι στο βίωμα του χωρισμού, ή ότι το άτομο θα διαχειριστεί με αποτελεσματικό τρόπο μία ενδεχόμενη απόρριψη, θα προσμένει το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία και αυτοεκτίμηση, θα αποκτήσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και θα βοηθηθεί ώστε να κάνει μία καινούρια αρχή στη ζωή του.
Για όλα αυτά είναι πολύ χρήσιμη η διαδικασία της ψυχοθεραπείας και της ψυχολογικής στήριξης.
Ποιός μπορεί να συνταγογραφήσει ψυχιατρικά φάρμακα;
Οι ιατρικές ειδικότητες που είναι καθ’ ύλην αρμόδιες από το νόμο για την παροχή τέτοιας αγωγής είναι η νευρολογία και η ψυχιατρική. Συχνά, συγκεκριμένες κατηγορίες φαρμάκων όπως είναι τα ηρεμιστικά, τα υπνωτικά, τα αγχολυτικά και τα αντικαταθλιπτικά παρέχονται και από γενικούς ιατρούς ή παθολόγους, όμως είναι απαραίτητη και η παρακολούθηση του ασθενή από ειδικό ψυχικής υγείας (ψυχολόγο ή ψυχίατρο).
Πόσο καιρό θα πρέπει να τα λαμβάνει ο ασθενής;
Το χρονικό διάστημα λήψης της αγωγής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και κυρίως από το είδος της διαταραχής και την ένταση των συμπτωμάτων που προκαλούνται. Γενικά, κάποιες κατηγορίες ψυχοφαρμάκων δρουν κατευθείαν στον εγκέφαλο κι έχουν σχεδόν άμεσα αποτελέσματα κι άλλες χρειάζονται περισσότερο χρόνο, παραπάνω από ένα μήνα, για να έχουν θετική επίδραση. Όταν ένα άτομο ξεκινάει κάποια ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή είναι χρήσιμο να γνωρίζει πως δεν είναι δυνατόν να αποδεσμευτεί από αυτήν άμεσα∙ χρειάζεται χρόνος (σε κάποιες περιπτώσεις πολύς).
Πότε ο γιατρός κρίνει εάν θα χρειαστεί ο ασθενής κάποια αγωγή;
Το πότε συνταγογραφούνται τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι συνάρτηση πρώτον του ιατρικού πρωτοκόλλου που ισχύει διεθνώς για τα συγκεκριμένα συμπτώματα και δεύτερον της κρίσης του ιατρού, της εμπειρίας του, των τεχνικών και των επιλογών του. Όπως ισχύει σε όλες τις ειδικότητες υγείας, τόσο η επιστημονική κατάρτιση, όσο και οι προσωπικές αποφάσεις του ειδικού καθορίζουν το πώς αυτός θα αντιμετωπίσει τον ασθενή.
Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απαραίτητα η αγωγή;
Καταστάσεις στις οποίες συνήθως κρίνεται από τον ειδικό ως αναγκαία η λήψη αγωγής είναι είτε σε συγκεκριμένες διαταραχές όπως ψυχώσεις, ντελίριο, έντονη επιθετικότητα προς τους άλλους, αυτοκαταστροφικότητα, νοητική σύγχυση και αποδιοργάνωση κ.ά., είτε όταν ο ασθενής είναι ανήμπορος να φροντίσει και να εξυπηρετήσει τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να καταστεί επικίνδυνος για τη δική ασφάλεια. Σε αυτά τα πλαίσια μπορεί να ενταχθεί και η ακούσια νοσηλεία. Και πάλι, ανάλογα με την κρίση του, ο ειδικός μπορεί να χορηγήσει αγωγή και σε πιο ήπια συμπτώματα και πιο εύκολα αντιμετωπίσιμες δυσκολίες, με απώτερο στόχο τη ρύθμιση της ψυχικής υγείας του ασθενή.
Πότε μπορώ να μην επιλέξω τη φαρμακευτική αγωγή;
Αρχικά, όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, τα ψυχιατρικά φάρμακα δε διορθώνουν την αιτία των δυσκολιών, ούτε βοηθούν το άτομο να μάθει να αντιμετωπίζει με ένα διαφορετικό, πιο υγιή τρόπο τα προβλήματα της ζωής τους και τις συνέπειές τους (σε αυτό βοηθάει η ψυχοθεραπεία), αλλά καταστέλλουν, για όσο διάστημα λαμβάνονται, κάποια από τα συμπτώματα που προκαλούν δυσφορία. Σε καταστάσεις λοιπόν, σύμφωνα με την παραπάνω περιγραφή, στις οποίες δεν κρίνεται ως αναγκαία η λήψη της αγωγής, το άτομο έχει δικαίωμα να μη την επιλέξει, αλλά να ακολουθήσει άλλες επιστημονικές μεθόδους θεραπείας της προσωπικότητάς του, των τρόπων αντιδράσεών του, των σχέσεών του, κ.ο.κ.
Μπορεί κάποιος να εθιστεί στα ψυχοφάρμακα;
Η εξάρτηση από τη φαρμακευτική αγωγή διακρίνεται σε σωματική και ψυχική. Καθώς η σωματική εξάρτηση ελέγχεται μέσω της σταδιακής διακοπής της αγωγής με όλο και πιο χαμηλές δόσεις, η ψυχική εξάρτηση είναι η πιο συνήθης και η πιο έντονη. Σε πολλές περιπτώσεις το άτομο διαπιστώνει με ευκολία τη βελτίωση που προκάλεσαν στη ψυχική του υγεία τα φάρμακα κι έτσι αισθάνεται εν τέλει αδύναμο ή ανέτοιμο να αποδεσμευτεί από αυτά, ακόμη και μετά από πολλά χρόνια χρήσης. Στην πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων, τα άτομα συνηθίζουν να λαμβάνουν μόνο ψυχιατρική αγωγή δίχως παράλληλη ψυχολογική στήριξη.
Τα ψυχιατρικά φάρμακα και η ψυχοθεραπεία είναι το ίδιο ή αντίθετα μεταξύ τους;
Μπορεί να ειπωθεί πως τίποτε από τα δύο δεν ισχύει.
Η ψυχοθεραπεία είναι μία επιστημονική μέθοδος η οποία παρέχεται από καταρτισμένους ψυχολόγους ή και ψυχιάτρους η οποία στοχεύει στη βελτίωση της ψυχικής κατάστασης του ατόμου δίχως τη χρήση φαρμάκων. Όταν η λήψη της αγωγής κρίνεται ως αναγκαία, η ψυχοθεραπεία λειτουργεί επιπρόσθετα και πολλαπλασιάζει τα οφέλη που έχει στο άτομο η περίθαλψη που λαμβάνει. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, ενώ η ψυχοθεραπεία και η ψυχολογική παρέμβαση μπορούν να έχουν πολύ θετικά αποτελέσματα ακόμη και δίχως κάποια αγωγή, από μόνη της η λήψη ψυχοφαρμάκων (δίχως να συνοδεύεται από ψυχολογική στήριξη) σπάνια έχει τα ίδια αποτελέσματα.
Τέλος, οι πληροφορίες που μπορεί και δικαιούται να λάβει το άτομο πριν του συνταγογραφηθεί κάποια ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή είναι πολλές και σημαντικές. Προτρέπονται οι ασθενείς να ζητούν την απαραίτητη ενημέρωση από τον περιθάλποντα ιατρό τους, είτε πρόκειται γι’ αυτούς προσωπικά είτε για κάποιον συγγενή τους, αφού αναγνωρίσουν πως ούτε ο φόβος, αλλά ούτε και η περισσή ελπίδα ταιριάζουν σε αυτού του είδους τα φάρμακα.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΩΣ ΕΝΔΕΙΞΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ
Η μοναξιά αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητας πολλών ανθρώπων ανεξάρτητα από την ηλικία και το φύλο τους, το επάγγελμά τους και τη θέση τους στην κοινωνία. Είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα το οποίο προκύπτει από την αίσθηση απομόνωσης του ατόμου, ακόμη κι όταν αυτό βρίσκεται μέσα στο πλήθος.
Το συναίσθημα της μοναξιάς σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική απομάκρυνση του ατόμου, ή την αίσθηση ότι απουσιάζει μία ικανοποιητική συναισθηματική σύνδεση με άλλους, σημαντικούς γι αυτόν ανθρώπους, όπως είναι η οικογένεια, οι φίλοι, οι ερωτικές σχέσεις, οι κοινωνικές ομάδες, κ.ά. Ο άνθρωπος που αισθάνεται μοναξιά είναι δυνατό να περιτριγυρίζεται από παρέες και φίλους, να δείχνει πως έχει έντονη κοινωνική ζωή και να δραστηριοποιείται σε διάφορους τομείς, όμως στην ουσία να μην καλύπτονται οι ανάγκες του για κατανόηση και συναισθηματική αλληλεπίδραση.
Συχνά, πολλοί υποστηρίζουν πως η μοναξιά που βιώνουν είναι προσωπική τους επιλογή και πως αυτή είναι σε κάθε περίπτωση προτιμητέα από παροδικές σχέσεις που καταλήγουν σε απογοήτευση και δυσαρέσκεια. Ένας χωρισμός ή μία απώλεια, ένα τραυματικό γεγονός ή η χρόνια ψυχολογική κακοποίηση, μπορούν να οδηγήσουν το άτομο στο να επιλέξει τη μοναξιά έναντι της κοινωνικοποίησης και τις προσπάθειας να δημιουργήσουν επαφές με άλλους, ακόμη κι εάν η απομόνωση πρόκειται για μία κατάσταση που τους προκαλεί θλίψη.
Η μοναξιά έχει «εξυμνηθεί» από τη λογοτεχνία, την ποίηση και τη μουσική ως η μόνη εναλλακτική λύση στο πένθος μίας απώλειας, ή ως αντίδραση σε δυσάρεστες καταστάσεις όπως η βία, οι καυγάδες, ο εθισμός και ο εκφοβισμός. Σε συνθήκες έντονου άγχους και ανασφάλειας, λέγεται πως η μοναξιά μπορεί να λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας του ατόμου που έχει πληγωθεί.
Ακόμη, υπάρχει η διαδεδομένη πεποίθηση πως μέσα στη μοναξιά κάποιος μπορεί να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και να τον κατανοήσει ώστε να είναι σε θέση να τον βελτιώσει μελλοντικά, προσηλώνοντας την προσοχή του στις ανάγκες του κρατώτας αποστάσεις από τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί. Πράγματι, το βραχύχρονο βίωμα της μοναξιάς, που μπορεί να λειτουργήσει ως ένα συναισθηματικό αντανακλαστικό και άμυνα, ενδέχεται να έχει οφέλη για κάποιον που θα την επιλέξει, ώστε να αξιολογήσει πιο αντικειμενικά την κατάσταση της ζωής του και να λάβει χρήσιμες γι αυτόν αποφάσεις.
Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις το βίωμα της μοναξιάς φεύγει από τον συνειδητό έλεγχο του ατόμου και καταλήγει σε στάση ζωής -είτε παρουσιάζεται ως επιλογή, είτε ως μία δύσκολη κατάσταση την οποία επιθυμεί να αλλάξει- γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς του, διαμορφώνει την προσωπικότητά του και επιβαρύνει τη λειτουργικότητά του. Σε πολλές ψυχολογικές διαταραχές η μοναξιά εμφανίζεται ως ένα από τα βασικότερα συμπτώματα, αλλά μπορεί να γίνει και η ίδια αιτία για άλλες σημαντικές ψυχολογικές και σωματικές μειονεξίες.
Η κατάθλιψη έχει συσχετιστεί έντονα με το συγκεκριμένο συναίσθημα διαμορφώνοντας ένα φαύλο κύκλο όπου τα καταθλιπτικά συναισθήματα και η μοναξιά ενισχύουν διαρκώς το ένα το άλλο. Όμως η καταθλιπτική διαταραχή δεν αποτελεί τη μοναδική έκφανση της μοναξιάς. Το χρόνιο άγχος και το ιστορικό κρίσεων πανικού απομονώνουν το άτομο για λόγους ανασφάλειας και ντροπής. Επιπλέον, η ύπαρξη έντονου φόβου και φοβιών, όπως είναι η κοινωνική φοβία, η αγοραφοβία και ο φόβος απόρριψης διαμορφώνουν τις κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί το δυσάρεστο συναίσθημα της μοναξιάς.
Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε αυτό το συναίσθημα με την κορυφή ενός παγόβουνο κάτω από την οποία υπάρχει μία μεγάλη επιφάνεια από προσωπικές δυσκολίες που μένουν αθέατες από ένα «γυμνό μάτι». Ένα ψυχικό τραύμα, μία κακοποιητική σχέση, ο εκφοβισμός σε σχολικά, επαγγελματικά και οικογενειακά πλαίσια, μία έντονη απώλεια και το συνεπακόλουθο πένθος, η υπερκόπωση και η έλλειψη ισορροπιών σχηματίζουν σταδιακά ένα περίπλοκο υπόστρωμα από σκέψεις και συναισθήματα για το πόσο μόνος μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος.
Ακόμη, σύνθετες ψυχολογικές καταστάσεις και ψυχιατρκές διαταραχές, όπως είναι οι διαταραχές προσωπικότητας, οι ψυχωτικές διαταραχές, ο εθισμός, και νευροψυχολογικά σύνδρομα (άνοια, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, νευροαναπτυξιακά σύνδρομα, κ.ά.) είναι ορισμένες από τις συνήθεις συνθήκες όπου η μοναξιά δεν παίρνει τη μορφή επιλογής, αλλά ενός συμπτώματος το οποίο χρήζει αντιμετώπισης.
Όποια κι εάν είναι τα πλαίσια μέσα στα οποία κάνει την εμφάνισή του το παραπάνω αίσθημα, στην ουσία υποδηλώνεται η έντονη δυσκολία του ανθρώπου αυτού να ενταχθεί σε κοινωνικά πλαίσια, να δημιουργήσει ικανοποιητικές συναισθηματικές σχέσεις, να επικοινωνήσει με λειτουργικό και δημιουργικό τροπο και να ικανοποιήσει το «αίσθημα του ανήκειν». Τέτοιου είδους δυσκολίες ενδέχεται να διαμορφώνονται ήδη από τη νεαρή, την παιδική, ακόμη και τη βρεφική ηλικία του ανθρώπου (μέσω του μη ασφαλούς δεσμού μητέρας-παιδιού) και να λάβουν διάφορες μορφές στα ηλικιακά στάδια που διανύει.
Αυτό που δεν μπορεί να διακρίνει ένα άτομο που έχει εγκλωβιστεί σε συτή την αίσθηση είναι πως η μοναξιά δεν αποτελεί τη σωστότερη επιλογή που μπορεί να κάνει για να επιλύσει τις δυσκολίες του και πως η κατάσταση που διαμορφώνεται κάνει το «παγόβουνο» όλο και πιο αιχμηρό.
Το συναίσθημα της μοναξιάς σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική απομάκρυνση του ατόμου, ή την αίσθηση ότι απουσιάζει μία ικανοποιητική συναισθηματική σύνδεση με άλλους, σημαντικούς γι αυτόν ανθρώπους, όπως είναι η οικογένεια, οι φίλοι, οι ερωτικές σχέσεις, οι κοινωνικές ομάδες, κ.ά. Ο άνθρωπος που αισθάνεται μοναξιά είναι δυνατό να περιτριγυρίζεται από παρέες και φίλους, να δείχνει πως έχει έντονη κοινωνική ζωή και να δραστηριοποιείται σε διάφορους τομείς, όμως στην ουσία να μην καλύπτονται οι ανάγκες του για κατανόηση και συναισθηματική αλληλεπίδραση.
Συχνά, πολλοί υποστηρίζουν πως η μοναξιά που βιώνουν είναι προσωπική τους επιλογή και πως αυτή είναι σε κάθε περίπτωση προτιμητέα από παροδικές σχέσεις που καταλήγουν σε απογοήτευση και δυσαρέσκεια. Ένας χωρισμός ή μία απώλεια, ένα τραυματικό γεγονός ή η χρόνια ψυχολογική κακοποίηση, μπορούν να οδηγήσουν το άτομο στο να επιλέξει τη μοναξιά έναντι της κοινωνικοποίησης και τις προσπάθειας να δημιουργήσουν επαφές με άλλους, ακόμη κι εάν η απομόνωση πρόκειται για μία κατάσταση που τους προκαλεί θλίψη.
Η μοναξιά έχει «εξυμνηθεί» από τη λογοτεχνία, την ποίηση και τη μουσική ως η μόνη εναλλακτική λύση στο πένθος μίας απώλειας, ή ως αντίδραση σε δυσάρεστες καταστάσεις όπως η βία, οι καυγάδες, ο εθισμός και ο εκφοβισμός. Σε συνθήκες έντονου άγχους και ανασφάλειας, λέγεται πως η μοναξιά μπορεί να λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας του ατόμου που έχει πληγωθεί.
Ακόμη, υπάρχει η διαδεδομένη πεποίθηση πως μέσα στη μοναξιά κάποιος μπορεί να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και να τον κατανοήσει ώστε να είναι σε θέση να τον βελτιώσει μελλοντικά, προσηλώνοντας την προσοχή του στις ανάγκες του κρατώτας αποστάσεις από τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί. Πράγματι, το βραχύχρονο βίωμα της μοναξιάς, που μπορεί να λειτουργήσει ως ένα συναισθηματικό αντανακλαστικό και άμυνα, ενδέχεται να έχει οφέλη για κάποιον που θα την επιλέξει, ώστε να αξιολογήσει πιο αντικειμενικά την κατάσταση της ζωής του και να λάβει χρήσιμες γι αυτόν αποφάσεις.
Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις το βίωμα της μοναξιάς φεύγει από τον συνειδητό έλεγχο του ατόμου και καταλήγει σε στάση ζωής -είτε παρουσιάζεται ως επιλογή, είτε ως μία δύσκολη κατάσταση την οποία επιθυμεί να αλλάξει- γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς του, διαμορφώνει την προσωπικότητά του και επιβαρύνει τη λειτουργικότητά του. Σε πολλές ψυχολογικές διαταραχές η μοναξιά εμφανίζεται ως ένα από τα βασικότερα συμπτώματα, αλλά μπορεί να γίνει και η ίδια αιτία για άλλες σημαντικές ψυχολογικές και σωματικές μειονεξίες.
Η κατάθλιψη έχει συσχετιστεί έντονα με το συγκεκριμένο συναίσθημα διαμορφώνοντας ένα φαύλο κύκλο όπου τα καταθλιπτικά συναισθήματα και η μοναξιά ενισχύουν διαρκώς το ένα το άλλο. Όμως η καταθλιπτική διαταραχή δεν αποτελεί τη μοναδική έκφανση της μοναξιάς. Το χρόνιο άγχος και το ιστορικό κρίσεων πανικού απομονώνουν το άτομο για λόγους ανασφάλειας και ντροπής. Επιπλέον, η ύπαρξη έντονου φόβου και φοβιών, όπως είναι η κοινωνική φοβία, η αγοραφοβία και ο φόβος απόρριψης διαμορφώνουν τις κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί το δυσάρεστο συναίσθημα της μοναξιάς.
Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε αυτό το συναίσθημα με την κορυφή ενός παγόβουνο κάτω από την οποία υπάρχει μία μεγάλη επιφάνεια από προσωπικές δυσκολίες που μένουν αθέατες από ένα «γυμνό μάτι». Ένα ψυχικό τραύμα, μία κακοποιητική σχέση, ο εκφοβισμός σε σχολικά, επαγγελματικά και οικογενειακά πλαίσια, μία έντονη απώλεια και το συνεπακόλουθο πένθος, η υπερκόπωση και η έλλειψη ισορροπιών σχηματίζουν σταδιακά ένα περίπλοκο υπόστρωμα από σκέψεις και συναισθήματα για το πόσο μόνος μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος.
Ακόμη, σύνθετες ψυχολογικές καταστάσεις και ψυχιατρκές διαταραχές, όπως είναι οι διαταραχές προσωπικότητας, οι ψυχωτικές διαταραχές, ο εθισμός, και νευροψυχολογικά σύνδρομα (άνοια, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, νευροαναπτυξιακά σύνδρομα, κ.ά.) είναι ορισμένες από τις συνήθεις συνθήκες όπου η μοναξιά δεν παίρνει τη μορφή επιλογής, αλλά ενός συμπτώματος το οποίο χρήζει αντιμετώπισης.
Όποια κι εάν είναι τα πλαίσια μέσα στα οποία κάνει την εμφάνισή του το παραπάνω αίσθημα, στην ουσία υποδηλώνεται η έντονη δυσκολία του ανθρώπου αυτού να ενταχθεί σε κοινωνικά πλαίσια, να δημιουργήσει ικανοποιητικές συναισθηματικές σχέσεις, να επικοινωνήσει με λειτουργικό και δημιουργικό τροπο και να ικανοποιήσει το «αίσθημα του ανήκειν». Τέτοιου είδους δυσκολίες ενδέχεται να διαμορφώνονται ήδη από τη νεαρή, την παιδική, ακόμη και τη βρεφική ηλικία του ανθρώπου (μέσω του μη ασφαλούς δεσμού μητέρας-παιδιού) και να λάβουν διάφορες μορφές στα ηλικιακά στάδια που διανύει.
Αυτό που δεν μπορεί να διακρίνει ένα άτομο που έχει εγκλωβιστεί σε συτή την αίσθηση είναι πως η μοναξιά δεν αποτελεί τη σωστότερη επιλογή που μπορεί να κάνει για να επιλύσει τις δυσκολίες του και πως η κατάσταση που διαμορφώνεται κάνει το «παγόβουνο» όλο και πιο αιχμηρό.
ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΑ ΖΕΙΣ ΜΕ ΕΝΑ ΣΥΝΕΧΕΣ ΑΓΧΟΣ
Το άγχος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας και εμφανίζεται σε πολλές πτυχές της καθημερινότητάς μας. Δεν μπορούμε να απαλλαγούμε τελείως από αυτό, καθώς κάποιες φορές μας είναι χρήσιμο ώστε να παραμείνουμε ενεργοί και κινητοποιημένοι, για να φέρουμε τα αποτελέσματα που επιθυμούμε. Υπάρχουν όμως και καταστάσεις, όπως η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή, στις οποίες το άτομο ζει κάτω από μία μόνιμη ανησυχία, υπερδιέγερση και διαρκή ένταση.
Οι άνθρωποι που υποφέρουν από αυτή τη διαταραχή (περίπου το 5% του πληθυσμού) εκφράζουν ανησυχία και στεναχώρια για διάφορα ζητήματα, όπως είναι η δουλειά τους, η οικογένειά τους, η υγείας τους, το μέλλον τους, ακόμη κι εάν δεν υπάρχει πραγματικός λόγος ανησυχίας. Οι φόβοι και οι φοβίες που προκύπτουν από τη διαταραχή συχνά γενικεύονται και επηρεάζουν την κρίση του ατόμου, τις σχέσεις του και τη λειτουργικότητά του, ενώ ενδέχεται να εμφανιστούν και καταθλιπτικά συμπτώματα ή άλλες διαταραχές συναισθήματος.
Η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή δεν προκύπτει συνήθως ως αντίδραση σε κάποιο αγχογόνο γεγονός, αλλά είναι μία πάγια κατάσταση η οποία μπορεί να έχει την έναρξή της στην εφηβεία, και να συνεχίζεται για πολλά χρόνια και στην ενήλικη ζωή. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες διαταραχές άγχους, η διάρκειά της είναι μεγάλη και δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό το πότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά.
Όπως κάθε μορφή άγχους, έτσι κι αυτή εμφανίζεται και στο σώμα μας. Αρχικά, είναι δυνατόν να επηρεάσει τον ύπνο και την όρεξη του ατόμου με αποτέλεσμα να μη ξεκουράζεται και να μη τρέφεται σωστά, κάτι που δημιουργεί αισθήματα σωματικής και νοητικής κόπωσης. Επιπλέον, συνήθη συμπτώματα είναι διαταραχές στο γαστρεντερικό σύστημα, ταχυκαρδίες και αρρυθμίες της καρδιάς, δύσπνοια και το αίσθημα πνιγμού, επιπλοκές στο ουροποιητικό σύστημα και δερματικά εξανθήματα. Αρκετά συχνά, τα παραπάνω συνοδεύονται από κεφαλαλγίες και αίσθημα ζάλης που κάνουν την καθημερινότητα δύσκολη.
Φράσεις που χρησιμοποιούν συχνά οι άνθρωποι για να περιγράψουν αυτό που βιώνουν είναι: «Το μυαλό μου δουλεύει συνεχώς», «Είμαι συνέχεια σε μία ένταση», «Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ με τίποτα», «Δεν ηρεμώ ποτέ», «Μακάρι να μπορούσα να σταματήσω το μυαλό μου από το να σκέφτεται», «Έχω μία ανησυχία και δε ξέρω γιατί», «Έχω φτάσει σε σημείο να φοβάμαι τα πάντα».
Οι μεγάλοι «εχθροί» είναι τις περισσότερες φορές ο χρόνος και οι απαιτήσεις των υποχρεώσεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η αντίληψη ότι η μέρα έχει μόνο 24 ώρες μέσα στις οποίες πρέπει να χωρέσουν τα πάντα είναι κάτι που ανησυχεί ιδιαιτέρως τα άτομα που υποφέρουν από αυτή τη διαταραχή, κάτι που επιβαρύνεται από την αίσθηση της ευθύνης ότι πρέπει να τα καταφέρουν για να μην απογοητεύσουν τον εαυτό τους και τους άλλους.
Βαθύτερη ανάγκη του ατόμου με το παραπάνω μοτίβο σκέψεων και συμπεριφορών είναι η ανάγκη του να έχει όλες τις παραμέτρους της ζωής του υπό τον έλεγχό του, να τις προβλέπει και να αισθάνεται πως μπορεί να τις καθορίσει. Όσο μεγαλώνει η αντίληψη πως αυτό δεν είναι εφικτό, τόσο διογκώνεται το άγχος του και οι επιπτώσεις του.
Τα άτομα που χαρακτηρίζονται από τα παραπάνω τείνουν να θεωρούν την κατάσταση αυτή παγιωμένη και τρόπο ζωής τους και αναζητούν βοήθεια μόνο όταν συνειδητοποιούν το πόσο εύκολα τους καθηλώνει και τι τους στερεί από την καθημερινότητα.
Ζούμε σε έναν περίπλοκο κόσμο, με πολλές υποχρεώσεις, εντάσεις, ανάγκες και εκκρεμή ζητήματα που βομβαρδίζουν το μυαλό μας και στενεύουν τα περιθώρια να σκεφτόμαστε και να βιώνουμε τα συναισθήματά μας με υγιή και λειτουργικό τρόπο. Το πρώτο όμως βήμα και το πιο σημαντικό για να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση είναι να την ανακαλύψουμε και να τη συνειδητοποιήσουμε. Έπειτα με αποφασιστικότητα να αναλάβουμε την επίλυσή της.
Οι άνθρωποι που υποφέρουν από αυτή τη διαταραχή (περίπου το 5% του πληθυσμού) εκφράζουν ανησυχία και στεναχώρια για διάφορα ζητήματα, όπως είναι η δουλειά τους, η οικογένειά τους, η υγείας τους, το μέλλον τους, ακόμη κι εάν δεν υπάρχει πραγματικός λόγος ανησυχίας. Οι φόβοι και οι φοβίες που προκύπτουν από τη διαταραχή συχνά γενικεύονται και επηρεάζουν την κρίση του ατόμου, τις σχέσεις του και τη λειτουργικότητά του, ενώ ενδέχεται να εμφανιστούν και καταθλιπτικά συμπτώματα ή άλλες διαταραχές συναισθήματος.
Η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή δεν προκύπτει συνήθως ως αντίδραση σε κάποιο αγχογόνο γεγονός, αλλά είναι μία πάγια κατάσταση η οποία μπορεί να έχει την έναρξή της στην εφηβεία, και να συνεχίζεται για πολλά χρόνια και στην ενήλικη ζωή. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες διαταραχές άγχους, η διάρκειά της είναι μεγάλη και δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό το πότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά.
Όπως κάθε μορφή άγχους, έτσι κι αυτή εμφανίζεται και στο σώμα μας. Αρχικά, είναι δυνατόν να επηρεάσει τον ύπνο και την όρεξη του ατόμου με αποτέλεσμα να μη ξεκουράζεται και να μη τρέφεται σωστά, κάτι που δημιουργεί αισθήματα σωματικής και νοητικής κόπωσης. Επιπλέον, συνήθη συμπτώματα είναι διαταραχές στο γαστρεντερικό σύστημα, ταχυκαρδίες και αρρυθμίες της καρδιάς, δύσπνοια και το αίσθημα πνιγμού, επιπλοκές στο ουροποιητικό σύστημα και δερματικά εξανθήματα. Αρκετά συχνά, τα παραπάνω συνοδεύονται από κεφαλαλγίες και αίσθημα ζάλης που κάνουν την καθημερινότητα δύσκολη.
Φράσεις που χρησιμοποιούν συχνά οι άνθρωποι για να περιγράψουν αυτό που βιώνουν είναι: «Το μυαλό μου δουλεύει συνεχώς», «Είμαι συνέχεια σε μία ένταση», «Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ με τίποτα», «Δεν ηρεμώ ποτέ», «Μακάρι να μπορούσα να σταματήσω το μυαλό μου από το να σκέφτεται», «Έχω μία ανησυχία και δε ξέρω γιατί», «Έχω φτάσει σε σημείο να φοβάμαι τα πάντα».
Οι μεγάλοι «εχθροί» είναι τις περισσότερες φορές ο χρόνος και οι απαιτήσεις των υποχρεώσεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η αντίληψη ότι η μέρα έχει μόνο 24 ώρες μέσα στις οποίες πρέπει να χωρέσουν τα πάντα είναι κάτι που ανησυχεί ιδιαιτέρως τα άτομα που υποφέρουν από αυτή τη διαταραχή, κάτι που επιβαρύνεται από την αίσθηση της ευθύνης ότι πρέπει να τα καταφέρουν για να μην απογοητεύσουν τον εαυτό τους και τους άλλους.
Βαθύτερη ανάγκη του ατόμου με το παραπάνω μοτίβο σκέψεων και συμπεριφορών είναι η ανάγκη του να έχει όλες τις παραμέτρους της ζωής του υπό τον έλεγχό του, να τις προβλέπει και να αισθάνεται πως μπορεί να τις καθορίσει. Όσο μεγαλώνει η αντίληψη πως αυτό δεν είναι εφικτό, τόσο διογκώνεται το άγχος του και οι επιπτώσεις του.
Τα άτομα που χαρακτηρίζονται από τα παραπάνω τείνουν να θεωρούν την κατάσταση αυτή παγιωμένη και τρόπο ζωής τους και αναζητούν βοήθεια μόνο όταν συνειδητοποιούν το πόσο εύκολα τους καθηλώνει και τι τους στερεί από την καθημερινότητα.
Ζούμε σε έναν περίπλοκο κόσμο, με πολλές υποχρεώσεις, εντάσεις, ανάγκες και εκκρεμή ζητήματα που βομβαρδίζουν το μυαλό μας και στενεύουν τα περιθώρια να σκεφτόμαστε και να βιώνουμε τα συναισθήματά μας με υγιή και λειτουργικό τρόπο. Το πρώτο όμως βήμα και το πιο σημαντικό για να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση είναι να την ανακαλύψουμε και να τη συνειδητοποιήσουμε. Έπειτα με αποφασιστικότητα να αναλάβουμε την επίλυσή της.
πωσ βιωνουμε το πενθοσ και την απωλεια
Συχνά ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία ξαφνική και απροσδόκητη απώλεια ή με τον αποχωρισμό ενός ανθρώπου, ο οποίος ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Αρνητικά συναισθήματα και δυσφορία κατακλύζουν το μυαλό και το σώμα μας με το άκουσμα της θλιβερής είδησης. Οι πιο στενοί συγγενείς και οι φίλοι είναι αυτοί που επηρεάζονται και «τραυματίζονται» περισσότερο, καθώς αντιμετωπίζουν κατά μέτωπο τις επιπτώσεις της απώλειας.
Αυτοί που μένουν πίσω, πέρα από το μεγάλο συναισθηματικό φόρτο βρίσκονται στη δύσκολη θέση να διαχειριστούν άβολες και περίπλοκες καταστάσεις οι οποίες τείνουν να επιδεινώνουν την ήδη επιβαρυμένη κατάστασή τους.
Η θλίψη και το πένθος είναι συχνά επακόλουθα της συνειδητοποίησης μίας απώλειας (π.χ. ένας θάνατος, ένας δύσκολος χωρισμός, μία ραγδαία επιδείνωση της υγείας) και ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας τα βιώνει είναι προσωπικός και σχετίζεται με την προσωπικότητά του, τις εμπειρίες του, αλλά και την ανθεκτικότητά του απέναντι στα αρνητικά συναισθήματα. Για το λόγο αυτό, κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει την ελευθερία να θρηνήσει με τον τρόπο που τον εκφράζει, με την ένταση και τη διάρκεια που έχει ανάγκη αυτός.
Το βίωμα μίας απώλειας από τη ζωή πυροδοτεί σε όλους αναπόφευκτα σκέψεις που σχετίζονται με το νόημα της ζωής και εγείρει διαχρονικές και αιώνιες ερωτήσεις που αφορούν στη φύση του θανάτου, στις πεποιθήσεις για τη ζωή μετά το θάνατο, στις αξίες και τις αρχές της ζωής, στην ποιότητα των σχέσεων και των συνθηκών διαβίωσης. Και πάλι, οι ερωτήσεις που θα κυριεύσουν στο μυαλό του κάθε ανθρώπου, όπως και οι απαντήσεις που θα δώσει ο ίδιος, ή θα πάρει, είναι ένα προσωπικό ζήτημα. Συχνά, μία τραυματική απώλεια μας οδηγεί στο να αναθεωρήσουμε τις πεποιθήσεις μας γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξή μας.
Οι αλλαγές που δημιουργούνται στη ζωή του ανθρώπου που πενθεί μπορεί να είναι ραγδαίες και σε πολλά επίπεδα. Με το δεδομένο ότι η καθημερινότητά του θα αλλάξει, θα μπει σταδιακά σε ένα ματαβατικό στάδιο όπου θα προσαρμόζεται στη σκέψη ότι η απώλεια είναι πραγματική και ότι θα είναι αναγκαίο για τον ίδιο να ζήσει με αυτήν. Ωστόσο, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι πάντοτε έτοιμοι και ικανοί να μπουν σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, πόσω μάλλον να βγουν από αυτό με επιτυχία.
Για πολλούς μελετητές του πένθους, αυτή η μεταβατική περίοδος αποτελείται από στάδια, τα λεγόμενα «πέντε στάδια του πένθους», τα οποία ξεκινούν από την άρνηση του γεγονότος, τη μη αποδοχή δηλαδή της πραγματικότητας και το μούδιασμα μπροστά στο άκουσμα της είδησης και καταλήγουν στην αποδοχή των νέων συνθηκών και την προσπάθεια να συνεχιστεί η ζωή ώστε να επανέλει ο άνθρωπος στην προηγούμενη ποιότητα ζωής του.
Μία υγιής διαδικασία του πένθους περνάει από όλα τα στάδια και μέσα σε ένα χρονικό διάστημα έχει ολοκληρωθεί. Το πένθος είναι συχνά απαραίτητο καθώς μας επιτρέπει να θρηνήσουμε, να ξεσπάσουμε, να σκεφτούμε και εν τέλει να ανακουφιστούμε από το τραυματικό γεγονός της απώλειας. Όταν δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να θρηνήσει, ίσως για να φανούμε δυνατοί ή για να υποστηρίξουμε άλλους, δεν αφήνουμε να αρνητικά συναισθήματα να ξεσπάσουν κι έτσι συσσωρεύονται με τον καιρό δημιουργώντας απρόβλεπτες αντιδράσεις.
Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις όπου το πένθος και η συναισθηματική διαχείριση της απώλειας φεύγει από το υγιές όριο και ο άνθρωπος που θρηνεί καταφεύγει σε συμπεριφορές καταστροφικές για τον ίδιο ή για τους άλλους (π.χ. αυτοτραυματισμοί, άρνηση τροφής, έντονη παραίτηση από τη ζωή και τις ασχολίες του). Σε αυτές τις στιγμές, τα ακραία δυσάρεστα συναισθήματα κατακλύζουν και αποδιοργανώνουν τον άνθρωπο, εισβάλλουν στην καθημερινότητά του και ενδέχεται να προκαλέσουν επιπτώσεις και στην εργασία ή τις κοινωνικές συναναστροφές του.
Σε τέτοιες καταστάσεις, το οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο του ανθρώπου που πενθεί έχει έναν καθοριστικό ρόλο υποστήριξης, ενδυνάμωσης και προστασίας σε όλη τη διάρκεια της διαχείρισης του πένθους. Αλλά ο ρόλος του γίνεται πιο σημαντικός όταν έχει ολοκληρωθεί το πένθος και ο άνθρωπος έχει πια συνειδητοποιήσει και αποδεκτεί την απώλεια, όπου αναζητάει μία νέα ισορροπία και ένα καινούριο νόημα ζωής. Τότε θα εστιάζει στους ανθρώπους που στέκονται δίπλα του και θα ξαναδημιουργήσει σχέσεις μαζί τους.
Πολλές φορές δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν ζητάμε από τον άνθρωπο να σταματήσει να στεναχωριέται ή να θρηνεί, καθώς αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να το κάνει. Ωφελεί περισσότερο να τον βοηθήσουμε να θρηνήσει με υγιή τρόπο, να προσέξουμε ώστε να παραμείνει ασφαλής και να μην παραμελήσει τον εαυτό του και επιπλέον να στρέφουμε κάθε φορά την προσοχή του προς αυτά που τον ανακουφίζουν, όπως θετικές αναμνήσεις, ελπίδες για το μέλλον, πεποιθήσεις για τη ζωή.
Το πένθος το οποίο πυροδοτείται από μία απώλεια μας φέρνει αντιμέτωπους με αιώνια, πανανθρώπινα ερωτήματα για την ύπαρξή μας. Οι άνθρωποι που έχουν βρει τις απαντήσεις που τους ικανοποιούν είναι λιγότερο ευάλωτοι και περισσότερο ανθεκτικοί απένταντι στα τραυματικά συναισθήματα που προκαλούνται. Με αυτή την έννοια το πένθος είναι μία ανθρώπινη ανάγκη η οποία μας φέρνει αντιμέτωπους με την προσωπική μας στάση απέναντι στη ζωή και το θάνατο.
Αυτοί που μένουν πίσω, πέρα από το μεγάλο συναισθηματικό φόρτο βρίσκονται στη δύσκολη θέση να διαχειριστούν άβολες και περίπλοκες καταστάσεις οι οποίες τείνουν να επιδεινώνουν την ήδη επιβαρυμένη κατάστασή τους.
Η θλίψη και το πένθος είναι συχνά επακόλουθα της συνειδητοποίησης μίας απώλειας (π.χ. ένας θάνατος, ένας δύσκολος χωρισμός, μία ραγδαία επιδείνωση της υγείας) και ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας τα βιώνει είναι προσωπικός και σχετίζεται με την προσωπικότητά του, τις εμπειρίες του, αλλά και την ανθεκτικότητά του απέναντι στα αρνητικά συναισθήματα. Για το λόγο αυτό, κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει την ελευθερία να θρηνήσει με τον τρόπο που τον εκφράζει, με την ένταση και τη διάρκεια που έχει ανάγκη αυτός.
Το βίωμα μίας απώλειας από τη ζωή πυροδοτεί σε όλους αναπόφευκτα σκέψεις που σχετίζονται με το νόημα της ζωής και εγείρει διαχρονικές και αιώνιες ερωτήσεις που αφορούν στη φύση του θανάτου, στις πεποιθήσεις για τη ζωή μετά το θάνατο, στις αξίες και τις αρχές της ζωής, στην ποιότητα των σχέσεων και των συνθηκών διαβίωσης. Και πάλι, οι ερωτήσεις που θα κυριεύσουν στο μυαλό του κάθε ανθρώπου, όπως και οι απαντήσεις που θα δώσει ο ίδιος, ή θα πάρει, είναι ένα προσωπικό ζήτημα. Συχνά, μία τραυματική απώλεια μας οδηγεί στο να αναθεωρήσουμε τις πεποιθήσεις μας γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξή μας.
Οι αλλαγές που δημιουργούνται στη ζωή του ανθρώπου που πενθεί μπορεί να είναι ραγδαίες και σε πολλά επίπεδα. Με το δεδομένο ότι η καθημερινότητά του θα αλλάξει, θα μπει σταδιακά σε ένα ματαβατικό στάδιο όπου θα προσαρμόζεται στη σκέψη ότι η απώλεια είναι πραγματική και ότι θα είναι αναγκαίο για τον ίδιο να ζήσει με αυτήν. Ωστόσο, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι πάντοτε έτοιμοι και ικανοί να μπουν σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, πόσω μάλλον να βγουν από αυτό με επιτυχία.
Για πολλούς μελετητές του πένθους, αυτή η μεταβατική περίοδος αποτελείται από στάδια, τα λεγόμενα «πέντε στάδια του πένθους», τα οποία ξεκινούν από την άρνηση του γεγονότος, τη μη αποδοχή δηλαδή της πραγματικότητας και το μούδιασμα μπροστά στο άκουσμα της είδησης και καταλήγουν στην αποδοχή των νέων συνθηκών και την προσπάθεια να συνεχιστεί η ζωή ώστε να επανέλει ο άνθρωπος στην προηγούμενη ποιότητα ζωής του.
Μία υγιής διαδικασία του πένθους περνάει από όλα τα στάδια και μέσα σε ένα χρονικό διάστημα έχει ολοκληρωθεί. Το πένθος είναι συχνά απαραίτητο καθώς μας επιτρέπει να θρηνήσουμε, να ξεσπάσουμε, να σκεφτούμε και εν τέλει να ανακουφιστούμε από το τραυματικό γεγονός της απώλειας. Όταν δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να θρηνήσει, ίσως για να φανούμε δυνατοί ή για να υποστηρίξουμε άλλους, δεν αφήνουμε να αρνητικά συναισθήματα να ξεσπάσουν κι έτσι συσσωρεύονται με τον καιρό δημιουργώντας απρόβλεπτες αντιδράσεις.
Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις όπου το πένθος και η συναισθηματική διαχείριση της απώλειας φεύγει από το υγιές όριο και ο άνθρωπος που θρηνεί καταφεύγει σε συμπεριφορές καταστροφικές για τον ίδιο ή για τους άλλους (π.χ. αυτοτραυματισμοί, άρνηση τροφής, έντονη παραίτηση από τη ζωή και τις ασχολίες του). Σε αυτές τις στιγμές, τα ακραία δυσάρεστα συναισθήματα κατακλύζουν και αποδιοργανώνουν τον άνθρωπο, εισβάλλουν στην καθημερινότητά του και ενδέχεται να προκαλέσουν επιπτώσεις και στην εργασία ή τις κοινωνικές συναναστροφές του.
Σε τέτοιες καταστάσεις, το οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο του ανθρώπου που πενθεί έχει έναν καθοριστικό ρόλο υποστήριξης, ενδυνάμωσης και προστασίας σε όλη τη διάρκεια της διαχείρισης του πένθους. Αλλά ο ρόλος του γίνεται πιο σημαντικός όταν έχει ολοκληρωθεί το πένθος και ο άνθρωπος έχει πια συνειδητοποιήσει και αποδεκτεί την απώλεια, όπου αναζητάει μία νέα ισορροπία και ένα καινούριο νόημα ζωής. Τότε θα εστιάζει στους ανθρώπους που στέκονται δίπλα του και θα ξαναδημιουργήσει σχέσεις μαζί τους.
Πολλές φορές δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν ζητάμε από τον άνθρωπο να σταματήσει να στεναχωριέται ή να θρηνεί, καθώς αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να το κάνει. Ωφελεί περισσότερο να τον βοηθήσουμε να θρηνήσει με υγιή τρόπο, να προσέξουμε ώστε να παραμείνει ασφαλής και να μην παραμελήσει τον εαυτό του και επιπλέον να στρέφουμε κάθε φορά την προσοχή του προς αυτά που τον ανακουφίζουν, όπως θετικές αναμνήσεις, ελπίδες για το μέλλον, πεποιθήσεις για τη ζωή.
Το πένθος το οποίο πυροδοτείται από μία απώλεια μας φέρνει αντιμέτωπους με αιώνια, πανανθρώπινα ερωτήματα για την ύπαρξή μας. Οι άνθρωποι που έχουν βρει τις απαντήσεις που τους ικανοποιούν είναι λιγότερο ευάλωτοι και περισσότερο ανθεκτικοί απένταντι στα τραυματικά συναισθήματα που προκαλούνται. Με αυτή την έννοια το πένθος είναι μία ανθρώπινη ανάγκη η οποία μας φέρνει αντιμέτωπους με την προσωπική μας στάση απέναντι στη ζωή και το θάνατο.
Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΖΕΙ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ
Πολλοί άνθρωποι που υποφέρουν από κατάθλιψη βιώνουν την κατάστασή τους σα να έχουν ένα μόνιμο, ενοχλητικό «συγκάτοικο» που επηρεάζει τη ζωή τους μέσα στο «σπίτι». Η «συγκατοίκηση» γίνεται συχνά αφόρητη για το άτομο το οποίο κάνει συνεχώς υποχωρήσεις με αποτέλεσμα να ενδυναμώνει όλο και περισσότερο η κυριαρχία της κατάθλιψης. Κάποιος θα μπορούσε να παρουσιάσει τη διαμονή του μέσα σε ένα τέτοιο «σπίτι» ως εξής:
Η κατάθλιψη ζει στο διπλανό δωμάτιο.
Ακούω συχνά τα βαριά μελαγχολικά της βήματα να σέρνονται πέρα δώθε. Έχουν ένα χαρακτηριστικό ήχο που όταν τον ακούω καταλαβαίνω ότι Αυτή (η κατάθλιψη) ξύπνησε και έχει διάθεση για παιχνίδια. Συχνά παραμένει στο δωμάτιό της και με ενοχλεί μόνο με τις φωνές και τις κραυγές της. Άλλες φορές κάνει κάτι πιο τρομακτικό. Αγγίζει με τα παγωμένα της χέρια το κλειδί της πόρτα της και με βασανιστικά αργό ρυθμό την ξεκλειδώνει για να βγει έξω. Κάνει τα πάντα για να συνειδητοποιήσω την παρουσία της. Κάνει τα πάντα για να της λέω πάλι και πάλι πως δεν την αντέχω άλλο. Όμως αυτή είναι και πάλι εκεί. Στο διπλανό δωμάτιο.
Δεν της αρέσει ο ήλιος, ούτε η μέρα, ξυπνάει όταν νυχτώνει, κοιμάται όταν ξημερώνει. Τραβάει τις μαύρες κουρτίνες στο σπίτι για να μη μπαίνει φως και έτσι μένω κι εγώ στο σκοτάδι. Έμαθα να ζω στα σκοτεινά. Μαθαίνω πως ο κόσμος είναι σκοτεινός, μαύρος, όπως φαίνεται μέσα από τις βαριές της κουρτίνες.
Στο σπίτι Αυτή δεν ασχολείται με τίποτα. Μόνο μαζί μου. Όταν έχει όρεξη πέφτει στο πάτωμα, γαντζώνεται από τα πόδια μου και σταματάει το περπάτημά μου. Κουράζομαι πολύ όταν το κάνει αυτό και το μόνο που θέλω εκείνη την ώρα είναι να καθίσω στην καρέκλα και να μη σηκωθώ μέχρι να φύγει και να επιστρέψει στο δωμάτιό της. Άλλες φορές, κάθεται απλά απέναντί μου και με κοιτάζει στα μάτια προσπαθώντας να διαβάσει τις σκέψεις μου. Έχει λόγο για ό,τι σκέφτομαι και πάντα μου λέει ότι κάνω λάθος.
Κάποιες μέρες είναι πολύ θυμωμένη. Μένει κλεισμένη στο δωμάτιό της, δε σηκώνεται από το κρεβάτι της και μου φωνάζει μέσα από τον τοίχο που μας χωρίζει. Άλλωτε μου θυμίζει τα λάθη και τις απογοητεύσεις για τη ζωή μου, άλλωτε μου λέει πως θα είναι καλύτερα το μέλλον να μην έρθει ποτέ και άλλες φορές με απειλές μου θυμίζει πως θα κάθεται για πάντα μαζί μου, σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους, για να είναι η μόνη μου παρέα, να μη με αφήσει να βγω, να μη με αφήσει να κάνω τίποτ’ άλλο στη ζωή.
Όταν φοβάται, είμαι το μόνο της στήριγμα. Τρέχει για να με βρει όπου κι αν βρίσκομαι, απλώνει τα χέρια και τα πόδια της και αγκαλιάζει το πρόσωπο και το λαιμό μου. Με σφίγγει δυνατά μέχρι να μη μπορώ να μιλήσω, να της ζητήσω λίγο αέρα, λίγο χώρο και να την καθησυχάσω. Της αρέσει τότε να μου ψιθυρίζει πως ο κόσμος την τρομάζει και πως αισθάνεται ευάλωτη οπουδήποτε μέσα στο σπίτι. Την τρομάζουν τα μαχαιροπίρουνα, η σκόνη στα μπιμπελό, οι διαφημίσεις στην τηλεόραση και οι συγγενείς μου που με επισκέπτονται σπάνια. Όταν αρχίζει να κλαίει, τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα. Ασταμάτητα.
Ο μόνος τρόπος να απαλαγώ από Αυτήν είναι να τη διώξω από το σπίτι. Το έχω προσπαθήσει δύο φορές στο παρελθόν, όμως επέστρεψε γιατί δεν είχε κάπου αλλού να μείνει. Την λυπήθηκα. Της άνοιξα και μπήκε. Τώρα ζει στο διπλανό δωμάτιο.
Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί μία αλληγορία και έχει σκοπό να παρουσιάσει σύντομα και με συμβολικό τρόπο το πως είναι να ζει ένας άνθρωπος με κατάθλιψη.
Η κατάθλιψη ζει στο διπλανό δωμάτιο.
Ακούω συχνά τα βαριά μελαγχολικά της βήματα να σέρνονται πέρα δώθε. Έχουν ένα χαρακτηριστικό ήχο που όταν τον ακούω καταλαβαίνω ότι Αυτή (η κατάθλιψη) ξύπνησε και έχει διάθεση για παιχνίδια. Συχνά παραμένει στο δωμάτιό της και με ενοχλεί μόνο με τις φωνές και τις κραυγές της. Άλλες φορές κάνει κάτι πιο τρομακτικό. Αγγίζει με τα παγωμένα της χέρια το κλειδί της πόρτα της και με βασανιστικά αργό ρυθμό την ξεκλειδώνει για να βγει έξω. Κάνει τα πάντα για να συνειδητοποιήσω την παρουσία της. Κάνει τα πάντα για να της λέω πάλι και πάλι πως δεν την αντέχω άλλο. Όμως αυτή είναι και πάλι εκεί. Στο διπλανό δωμάτιο.
Δεν της αρέσει ο ήλιος, ούτε η μέρα, ξυπνάει όταν νυχτώνει, κοιμάται όταν ξημερώνει. Τραβάει τις μαύρες κουρτίνες στο σπίτι για να μη μπαίνει φως και έτσι μένω κι εγώ στο σκοτάδι. Έμαθα να ζω στα σκοτεινά. Μαθαίνω πως ο κόσμος είναι σκοτεινός, μαύρος, όπως φαίνεται μέσα από τις βαριές της κουρτίνες.
Στο σπίτι Αυτή δεν ασχολείται με τίποτα. Μόνο μαζί μου. Όταν έχει όρεξη πέφτει στο πάτωμα, γαντζώνεται από τα πόδια μου και σταματάει το περπάτημά μου. Κουράζομαι πολύ όταν το κάνει αυτό και το μόνο που θέλω εκείνη την ώρα είναι να καθίσω στην καρέκλα και να μη σηκωθώ μέχρι να φύγει και να επιστρέψει στο δωμάτιό της. Άλλες φορές, κάθεται απλά απέναντί μου και με κοιτάζει στα μάτια προσπαθώντας να διαβάσει τις σκέψεις μου. Έχει λόγο για ό,τι σκέφτομαι και πάντα μου λέει ότι κάνω λάθος.
Κάποιες μέρες είναι πολύ θυμωμένη. Μένει κλεισμένη στο δωμάτιό της, δε σηκώνεται από το κρεβάτι της και μου φωνάζει μέσα από τον τοίχο που μας χωρίζει. Άλλωτε μου θυμίζει τα λάθη και τις απογοητεύσεις για τη ζωή μου, άλλωτε μου λέει πως θα είναι καλύτερα το μέλλον να μην έρθει ποτέ και άλλες φορές με απειλές μου θυμίζει πως θα κάθεται για πάντα μαζί μου, σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους, για να είναι η μόνη μου παρέα, να μη με αφήσει να βγω, να μη με αφήσει να κάνω τίποτ’ άλλο στη ζωή.
Όταν φοβάται, είμαι το μόνο της στήριγμα. Τρέχει για να με βρει όπου κι αν βρίσκομαι, απλώνει τα χέρια και τα πόδια της και αγκαλιάζει το πρόσωπο και το λαιμό μου. Με σφίγγει δυνατά μέχρι να μη μπορώ να μιλήσω, να της ζητήσω λίγο αέρα, λίγο χώρο και να την καθησυχάσω. Της αρέσει τότε να μου ψιθυρίζει πως ο κόσμος την τρομάζει και πως αισθάνεται ευάλωτη οπουδήποτε μέσα στο σπίτι. Την τρομάζουν τα μαχαιροπίρουνα, η σκόνη στα μπιμπελό, οι διαφημίσεις στην τηλεόραση και οι συγγενείς μου που με επισκέπτονται σπάνια. Όταν αρχίζει να κλαίει, τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα. Ασταμάτητα.
Ο μόνος τρόπος να απαλαγώ από Αυτήν είναι να τη διώξω από το σπίτι. Το έχω προσπαθήσει δύο φορές στο παρελθόν, όμως επέστρεψε γιατί δεν είχε κάπου αλλού να μείνει. Την λυπήθηκα. Της άνοιξα και μπήκε. Τώρα ζει στο διπλανό δωμάτιο.
Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί μία αλληγορία και έχει σκοπό να παρουσιάσει σύντομα και με συμβολικό τρόπο το πως είναι να ζει ένας άνθρωπος με κατάθλιψη.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ
Η κατάθλιψη είναι μια ψυχολογική διαταραχή η οποία διακρίνεται από παρατεταμένη θλίψη, μειωμένη όρεξη για ζωή, χαμηλή αυτοεκτίμηση και συχνά συμπτώματα στον ύπνο, την όρεξη για φαγητό και την ερωτική επιθυμία. Η κατάθλιψη τείνει να γίνει η τρίτη πιο συχνή νόσος παγκοσμίως επηρεάζοντας πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Πολλές φορές, υπάρχει παρερμηνεία ως προς το τι είναι κατάθλιψη και τι όχι. Σύμφωνα με τους διεθνείς οργανισμούς υγείας, ένα άτομο μπορεί να διαγνωσθεί με κατάθλιψη (Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή κατά DSM5) όταν υπάρχουν συγκεκριμένα συμπτώματα τα οποία έχουν διάρκεια άνω των δύο εβδομάδων και η έντασή τους είναι τέτοια η οποία επηρεάζει την καθημερινότητα και τη λειτουργικότητα του ατόμου σε προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο. Ωστόσο, συχνά στο λόγο μας μπερδεύουμε την κατάθλιψη με τη θλίψη, η οποία διακρίνεται από πιο ήπια συμπτώματα και η διάρκειά της είναι πιο σύντομη.
Σύμφωνα με διεθνή στατιστικά, οι γυναίκες μέσης ηλικίας είναι ο πιο συχνός πληθυσμός που εμφανίζει κατάθλιψη. Αυτό φυσικά δεν αποκλείει άλλες ομάδες ανθρώπων να εμφανίσουν αυτή τη διαταραχή. Ανάλογα όμως με την ηλικία, το φύλο και το πολιτιστικό / οικονομικό υπόβαθρο του ατόμου, η διαταραχή εμφανίζει διαφορετικό είδος συμπτωμάτων.
Παραδείγματος χάρη, μια γυναίκα μέσης ηλικίας με καταθλιπτική διαταραχή, τις περισσότερες φορές βιώνει αισθήματα αμφισβήτησης, νιώθει παραμελημένη από το στενό της περιβάλλον, πιεσμένη γιατί δεν μπορεί να εκφράσει ό,τι σκέφτεται και την απασχολεί. Αποφεύγει τις κοινωνικές συνευρέσεις, δε βρίσκει ευχαρίστηση από το σύντροφο της, αισθάνεται ότι συμπεριφέρεται συχνά μηχανικά και ξεσπάει σε κλάματα.
Η συχνότερη ηλικία για τους άντρες που βιώνουν κατάθλιψη είναι η νεαρή ηλικία, περίπου πριν τα 40. Σε αυτό το στάδιο της ζωής ο άντρας έρχεται συχνά αντιμέτωπος με τις κοινωνικές συμβάσεις και τις απαιτήσεις που έχει από τον εαυτό του και έτσι συγκρίνει το ιδανικό με την τρέχουσα (δυσάρεστη) κατάστασή του. Λόγω των παραπάνω συμβάσεων, ένας άντρας θα φανερώσει πολύ πιο δύσκολα τα καταθλιπτικά συμπτώματα, από ό,τι μία γυναίκα και θα εκδηλώσει διαφορετικού είδους δυσκολίες.
Η αυτοεκτίμηση πλήττεται εξίσου και στα δύο φύλα. Συχνά οι γυναίκες σκέφτονται πως είτε παραμελούν τις ανάγκες τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες άλλων, είτε πως τους αξίζει να τιμωρηθούν για κάποιο λόγο αγνοώντας τις επιθυμίες τους. Από την άλλη, οι άντρες συνδέουν τη χαμηλή αυτοεκτίμηση με τη μη εκπλήρωση των ρόλων και των στόχων τους, είτε είναι προσωπικοί, είτε θετοί. Αισθάνονται συχνά πως έχουν αποτύχει ως γιοί, σύζυγοι, πατέρες, επαγγελματίες, κ.ο.κ. και βάζουν τον εαυτό τους σε μια συνεχή αμφιβολία.
Πολύ πιο σπάνια, αλλά εξίσου μεγάλης βαρύτητας, είναι η κατάθλιψη της παιδικής ηλικίας. Δε θα πρέπει να συγχέεται αυτή η διαταραχή με τα χαμηλά κίνητρα, το μειωμένο ενδιαφέρον και την εσωστρέφεια που εκδηλώνουν πολλές φορές τα παιδιά. Η παιδική κατάθλιψη διακρίνεται από μια παρατεταμένη περίοδο θλίψης η οποία οδηγεί το παιδί στην κοινωνική απομόνωση, στο να μην κάνει παρέες και να χάνει φίλους, στην έλλειψη ενδιαφέροντος για παιχνίδι, σε μαθησιακές δυσκολίες και άλλες καταστάσεις που επηρεάζουν εν γένει την μετέπειτα ανάπτυξη του παιδιού. Η αίσθηση ενός διαρκούς φόβου για έναν επικείμενο κίνδυνο είναι εμφανής σε αυτά τα παιδιά τα οποία χαρακτηρίζονται από τους μη γνωστές ως «κλειστά, χαμηλών τόνων, μαζεμένα» παιδιά.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η κατάθλιψη δεν υπάρχει εν κενώ. Διάφορες συνθήκες στο κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον μπορούν να πυροδοτήσουν την έναρξη και τη συντήρηση της διαταραχής, όπως είναι το πένθος, ένας χωρισμός ή απώλεια, η ανεργία και κοινωνικές αντιξοότητες, η συναισθματική και σωματική κακοποίηση, η αποτυχία ή ο φόβος για αυτήν, κ.ά. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, η κατάθλιψη μπορεί να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα ενός εγκεφαλικού επεισοδίου, μίας άνοιας, και άλλων βιολογικών και νευρολογικών διαταραχών.
Η αντιμετώπιση της κατάθλιψης δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Ανάλογα με την ηλικία, τη συχνότητα και την ένταση των συμπτωμάτων προτείνεται ενός συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής, και μη φαρμακευτικής παρέμβασης, όπως είναι η ψυχοθεραπεία. Σε κάποιες περιπτώσεις, η λήψη φαρμάκων είναι αναπόφευκτη, ειδικά όταν επηρεάζεται ο ύπνος του ατόμου, η όρεξή του για φαγητό και ο ασθενής παραμελεί τον εαυτό του. Ωστόσο, πάντα προτείνεται η παράλληλη ενασχόληση του ατόμου με τη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση προκειμένου να αλλάξει ο μη υγιής τροπος σκέψης και τα αρνητικά συναισθήματα που οδηγούν ή τροφοδοτούν τη διαταραχή.
Είναι σύνηθες φαινόμενο τα ατομα που υποφέρουν από κατάθλιψη να αδυνατούν να αναζητήσουν την κατάλληλη βοήθεια καθώς αισθάνονται αβοήθητοι και χωρίς διέξοδο από την κατάστασή τους. Το οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να παίξει σημαντικό ρολο σε αυτές τις περιπτώσεις και να παρακινήσει το άτομο καθοδηγώντας το προς τις εναλλακτικές που το ίδιο αδυνατεί να δει. Συμπτώματα λοιπόν όπως αργές κινήσεις, θλιμμένο πρόσωπο, αλλαγή στο ενδιαφέρον για δραστηριότητες, συχνή δυσαρέσκεια, προβλήματα στην προσοχή και τη μνήμη, παραμέληση ή αυτοτραυματισμοί είναι καλό να «θορυβήσουν» τους συγγενείς ώστε να μην αγνοηθεί η κατάσταση.
Ο κόσμος ενός ατόμου με κατάθλιψη είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν των υπολοίπων. Οι καταστάσεις ερμηνεύονται μέσα από ένα πρίσμα απαισιοδοξίας και διαρκούς άγχους το οποίο οδηγεί το άτομο στο να παίρνει λανθασμένες αποφασίσεις και να αδυνατεί να επιλύσει προβλήματα που προκύπτουν.
Αναμφίβολα, οι εκάστοτε κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ενδέχεται να επιβαρύνουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης ατόμων που έχουν ήδη διαγνωσθεί ή οδηγούν συχνά στην εμφανισή τους σε αλλά άτομα. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η αντιμετώπισή τους κρίνεται αναγκαία για τη σωματική και ψυχική υγεία του ανθρώπου που υποφέρει.
Πολλές φορές, υπάρχει παρερμηνεία ως προς το τι είναι κατάθλιψη και τι όχι. Σύμφωνα με τους διεθνείς οργανισμούς υγείας, ένα άτομο μπορεί να διαγνωσθεί με κατάθλιψη (Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή κατά DSM5) όταν υπάρχουν συγκεκριμένα συμπτώματα τα οποία έχουν διάρκεια άνω των δύο εβδομάδων και η έντασή τους είναι τέτοια η οποία επηρεάζει την καθημερινότητα και τη λειτουργικότητα του ατόμου σε προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο. Ωστόσο, συχνά στο λόγο μας μπερδεύουμε την κατάθλιψη με τη θλίψη, η οποία διακρίνεται από πιο ήπια συμπτώματα και η διάρκειά της είναι πιο σύντομη.
Σύμφωνα με διεθνή στατιστικά, οι γυναίκες μέσης ηλικίας είναι ο πιο συχνός πληθυσμός που εμφανίζει κατάθλιψη. Αυτό φυσικά δεν αποκλείει άλλες ομάδες ανθρώπων να εμφανίσουν αυτή τη διαταραχή. Ανάλογα όμως με την ηλικία, το φύλο και το πολιτιστικό / οικονομικό υπόβαθρο του ατόμου, η διαταραχή εμφανίζει διαφορετικό είδος συμπτωμάτων.
Παραδείγματος χάρη, μια γυναίκα μέσης ηλικίας με καταθλιπτική διαταραχή, τις περισσότερες φορές βιώνει αισθήματα αμφισβήτησης, νιώθει παραμελημένη από το στενό της περιβάλλον, πιεσμένη γιατί δεν μπορεί να εκφράσει ό,τι σκέφτεται και την απασχολεί. Αποφεύγει τις κοινωνικές συνευρέσεις, δε βρίσκει ευχαρίστηση από το σύντροφο της, αισθάνεται ότι συμπεριφέρεται συχνά μηχανικά και ξεσπάει σε κλάματα.
Η συχνότερη ηλικία για τους άντρες που βιώνουν κατάθλιψη είναι η νεαρή ηλικία, περίπου πριν τα 40. Σε αυτό το στάδιο της ζωής ο άντρας έρχεται συχνά αντιμέτωπος με τις κοινωνικές συμβάσεις και τις απαιτήσεις που έχει από τον εαυτό του και έτσι συγκρίνει το ιδανικό με την τρέχουσα (δυσάρεστη) κατάστασή του. Λόγω των παραπάνω συμβάσεων, ένας άντρας θα φανερώσει πολύ πιο δύσκολα τα καταθλιπτικά συμπτώματα, από ό,τι μία γυναίκα και θα εκδηλώσει διαφορετικού είδους δυσκολίες.
Η αυτοεκτίμηση πλήττεται εξίσου και στα δύο φύλα. Συχνά οι γυναίκες σκέφτονται πως είτε παραμελούν τις ανάγκες τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες άλλων, είτε πως τους αξίζει να τιμωρηθούν για κάποιο λόγο αγνοώντας τις επιθυμίες τους. Από την άλλη, οι άντρες συνδέουν τη χαμηλή αυτοεκτίμηση με τη μη εκπλήρωση των ρόλων και των στόχων τους, είτε είναι προσωπικοί, είτε θετοί. Αισθάνονται συχνά πως έχουν αποτύχει ως γιοί, σύζυγοι, πατέρες, επαγγελματίες, κ.ο.κ. και βάζουν τον εαυτό τους σε μια συνεχή αμφιβολία.
Πολύ πιο σπάνια, αλλά εξίσου μεγάλης βαρύτητας, είναι η κατάθλιψη της παιδικής ηλικίας. Δε θα πρέπει να συγχέεται αυτή η διαταραχή με τα χαμηλά κίνητρα, το μειωμένο ενδιαφέρον και την εσωστρέφεια που εκδηλώνουν πολλές φορές τα παιδιά. Η παιδική κατάθλιψη διακρίνεται από μια παρατεταμένη περίοδο θλίψης η οποία οδηγεί το παιδί στην κοινωνική απομόνωση, στο να μην κάνει παρέες και να χάνει φίλους, στην έλλειψη ενδιαφέροντος για παιχνίδι, σε μαθησιακές δυσκολίες και άλλες καταστάσεις που επηρεάζουν εν γένει την μετέπειτα ανάπτυξη του παιδιού. Η αίσθηση ενός διαρκούς φόβου για έναν επικείμενο κίνδυνο είναι εμφανής σε αυτά τα παιδιά τα οποία χαρακτηρίζονται από τους μη γνωστές ως «κλειστά, χαμηλών τόνων, μαζεμένα» παιδιά.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η κατάθλιψη δεν υπάρχει εν κενώ. Διάφορες συνθήκες στο κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον μπορούν να πυροδοτήσουν την έναρξη και τη συντήρηση της διαταραχής, όπως είναι το πένθος, ένας χωρισμός ή απώλεια, η ανεργία και κοινωνικές αντιξοότητες, η συναισθματική και σωματική κακοποίηση, η αποτυχία ή ο φόβος για αυτήν, κ.ά. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, η κατάθλιψη μπορεί να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα ενός εγκεφαλικού επεισοδίου, μίας άνοιας, και άλλων βιολογικών και νευρολογικών διαταραχών.
Η αντιμετώπιση της κατάθλιψης δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Ανάλογα με την ηλικία, τη συχνότητα και την ένταση των συμπτωμάτων προτείνεται ενός συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής, και μη φαρμακευτικής παρέμβασης, όπως είναι η ψυχοθεραπεία. Σε κάποιες περιπτώσεις, η λήψη φαρμάκων είναι αναπόφευκτη, ειδικά όταν επηρεάζεται ο ύπνος του ατόμου, η όρεξή του για φαγητό και ο ασθενής παραμελεί τον εαυτό του. Ωστόσο, πάντα προτείνεται η παράλληλη ενασχόληση του ατόμου με τη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση προκειμένου να αλλάξει ο μη υγιής τροπος σκέψης και τα αρνητικά συναισθήματα που οδηγούν ή τροφοδοτούν τη διαταραχή.
Είναι σύνηθες φαινόμενο τα ατομα που υποφέρουν από κατάθλιψη να αδυνατούν να αναζητήσουν την κατάλληλη βοήθεια καθώς αισθάνονται αβοήθητοι και χωρίς διέξοδο από την κατάστασή τους. Το οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να παίξει σημαντικό ρολο σε αυτές τις περιπτώσεις και να παρακινήσει το άτομο καθοδηγώντας το προς τις εναλλακτικές που το ίδιο αδυνατεί να δει. Συμπτώματα λοιπόν όπως αργές κινήσεις, θλιμμένο πρόσωπο, αλλαγή στο ενδιαφέρον για δραστηριότητες, συχνή δυσαρέσκεια, προβλήματα στην προσοχή και τη μνήμη, παραμέληση ή αυτοτραυματισμοί είναι καλό να «θορυβήσουν» τους συγγενείς ώστε να μην αγνοηθεί η κατάσταση.
Ο κόσμος ενός ατόμου με κατάθλιψη είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν των υπολοίπων. Οι καταστάσεις ερμηνεύονται μέσα από ένα πρίσμα απαισιοδοξίας και διαρκούς άγχους το οποίο οδηγεί το άτομο στο να παίρνει λανθασμένες αποφασίσεις και να αδυνατεί να επιλύσει προβλήματα που προκύπτουν.
Αναμφίβολα, οι εκάστοτε κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ενδέχεται να επιβαρύνουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης ατόμων που έχουν ήδη διαγνωσθεί ή οδηγούν συχνά στην εμφανισή τους σε αλλά άτομα. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η αντιμετώπισή τους κρίνεται αναγκαία για τη σωματική και ψυχική υγεία του ανθρώπου που υποφέρει.
ΚΑΤΙ ΜΕ ΠΙΑΝΕΙ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
Η «μελαγχολία των Χριστουγέννων» φαίνεται να είναι ένα πραγματικό και συχνό φαινόμενο. Για κάποιους ανθρώπους, όσα περισσότερα λαμπάκια φωτίζουν στους δρόμους και όσα περισσότερα χαμόγελα προβάλλονται σε διαφημίσεις, τόσο πιο έντονο γίνεται το συναίσθημα της θλίψης και του άγχους στις γιορτές.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι γιορτές των Χριστουγέννων έχουν εμπορευματοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, δίνοντας βαρύτητα στο να δημιουργήσουν την ανάγκη στους καταναλωτές να είναι ευτυχισμένοι, να χαμογελούν, να βρίσκονται πάντα με παρέα ή με ανθρώπους που τους αγαπούν και να ανταλλάζουν δώρα. Πιθανόν, μία τέτοια περιγραφή των Χριστουγέννων να μη ταιριάζει με το πραγματικό νόημά τους. Δεν είναι όμως πάντα εύκολο να εστιάσουμε στην ουσία και όχι στην εικόνα.
Μία σημαντική πλευρά της «μελαγχολίας των Χριστουγέννων» είναι η μοναξιά. Καθώς στις εορταστικές διαφημίσεις προβάλλονται εικόνες συντροφικότητας, ερωτευμένων ζευγαριών, ειρηνικών οικογενειακών καταστάσεων, χαρούμενων φίλων, στην πραγματική ζωή πολλών ανθρώπων τέτοιες καταστάσεις φαντάζουν ξένες, ή ακόμη και επιθυμητές. Το αίσθημα της μοναξιάς έρχεται αντιμέτωπο με την κοινωνική ζωή που «επιβάλλεται» να έχουμε στα γιορτές για να είμαστε ευτυχισμένοι. Πολύ συχνά αυτή η σύγκρουση είναι μετωπιαία και από αυτήν προκύπτουν αρνητικά συναισθήματα τα οποία γιγαντώνουν τη μοναξιά. Ακόμη κι αν η μοναξιά ήταν κάτι που μας χαρακτήριζε όλο το χρόνο, στο διάστημα των γιορτών βγαίνει έντονα στην επιφάνεια και μας ταλαιπωρεί.
Μία άλλη παράμετρος είναι η οικονομία και οι αγορές. Είναι δεδομένο πως τόσο η γενική, όσο και η ατομική οικονομία τα τελευταία χρόνια έχει επιδεινωθεί· η κρίση επηρεάσει τη ζωή πολλών νοικοκυριών. Ωστόσο, έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε τις γιορτές των Χριστουγέννων ως μία περίοδο ανταλλαγής δώρων, υλικής προσφοράς προς τους αγαπημένους μας ανθρώπους, χρωματιστών περιτυλιγμάτων, φιόγκων, επίσκεψης σε καταστήματα… Είναι όμορφο να προσφέρεις σε αυτούς που αγαπάς και σε αγαπούν· για αρκετούς ανθρώπους όμως αυτό είναι αδύνατο. Καθώς για πολλούς δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα αγοράς δώρων, παρόλο που μπορεί να υπάρχει μεγάλη θέληση, ο φόβος και η αγωνία ότι θα απογοητεύσουν τους ανθρώπους τους τούς οδηγεί στη θλίψη και τη μελαγχολία.
Στα Χριστούγεννα όλα είναι έντονα, και ίσως κάποιες φορές σε μεγάλο βαθμό. Τα πολύχρωμα φώτα, οι περίπλοκες διακοσμήσεις, οι ρυθμοί των τραγουδιών, τα εορταστικά μοτίβα διαμορφώνουν μία συναισθηματική κατάσταση στην οποία πολλοί άνθρωποι, και κυρίως τα παιδιά, ανταποκρίνονται με μεγάλη ευχαρίστηση και χαμόγελα! Το Χριστουγεννιάτικο περιβάλλον έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να μας ξυπνάει συναισθήματα ευφορίας, αγάπης και θαλπωρής. Από την άλλη, ένα τόσο περίτεχνο και «λαμπερό» περιβάλλον μπορεί να μας προκαλέσει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που σκόπευε να έχει. Άτομα επιρρεπή στο άγχος και την κατάθλιψη δε βλέπουν πάντα θετικά τις «ορδές» των φώτων των Χριστουγέννων.
Η αλλαγή του χρόνου, ως ένα μεταβατικό στάδιο, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τη ζωή μας. Έχουμε συνηθίσει τις τελευταίες μέρες του χρόνου να πραγματοποιούμε την ανασκόπηση της χρονιάς, να αξιολογούμε τι έχουμε πετύχει και τι όχι από τους στόχους μας, τι αλλάξαμε και τι κρατήσαμε στη ζωή μας, πόσο ευτυχισμένοι και επιτυχημένοι αισθανθήκαμε. Ακόμη, νιώθουμε ότι οφείλουμε στον εαυτό μας, στις πρώτες μέρες της καινούριας χρονιάς, να βάλουμε καινούριους στόχους, να πετύχουμε ό,τι δεν καταφέραμε πριν, να είμαστε πιο ευτυχισμένοι και επιτυχημένοι από ό,τι ήμασταν μέχρι τώρα. Συμβαίνει όμως συχνά, είτε να θέτουμε μη ρεαλιστικούς στόχους, είτε να αντιμετωπίζουμε αντικειμενικές δυσκολίες (π.χ. ανεργία, μείωση μισθών), είτε να αφήνουμε το χρόνο να περνάει αναξιοποίητος. Έτσι, μπορεί να καταλήξουμε σε έναν αρνητικό απολογισμό της χρονιάς , εν μέσω Χριστουγέννων, που δε θα μας γεμίσει με την αισιοδοξία που περιμέναμε.
Οι ειδικοί σημειώνουν πως την περίοδο των Χριστουγεννιάτικων εορτών αυξάνονται τα περιστατικά κρίσης άγχους και κατάθλιψης τα τελευταία χρόνια. Φαίνεται πως η μελαγχολία είναι μία σημαντική, αλλά συχνά αθέατη πλευρά των γιορτών η οποία μπορεί να κυμαίνεται από μία μικρή νοσταλγία, έως περιπτώσεις σοβαρής αυτοαμφισβήτησης και αυτοτιμωρίας.
Ακόμη και αν το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων έχει σκεπαστεί από τις εικόνες με τις χρυσές γιρλάντες και τα πλούσια τραπέζια, έχουμε πάντα το περιθώριο να τραβήξουμε το «σεντόνι».
Δύο ζεστά λόγια και μία δυνατή αγκαλιά θα ήταν ίσως ένα πολύ καλύτερο δώρο για κάποιους που «κάτι τους πιάνει τις γιορτές»…
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι γιορτές των Χριστουγέννων έχουν εμπορευματοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, δίνοντας βαρύτητα στο να δημιουργήσουν την ανάγκη στους καταναλωτές να είναι ευτυχισμένοι, να χαμογελούν, να βρίσκονται πάντα με παρέα ή με ανθρώπους που τους αγαπούν και να ανταλλάζουν δώρα. Πιθανόν, μία τέτοια περιγραφή των Χριστουγέννων να μη ταιριάζει με το πραγματικό νόημά τους. Δεν είναι όμως πάντα εύκολο να εστιάσουμε στην ουσία και όχι στην εικόνα.
Μία σημαντική πλευρά της «μελαγχολίας των Χριστουγέννων» είναι η μοναξιά. Καθώς στις εορταστικές διαφημίσεις προβάλλονται εικόνες συντροφικότητας, ερωτευμένων ζευγαριών, ειρηνικών οικογενειακών καταστάσεων, χαρούμενων φίλων, στην πραγματική ζωή πολλών ανθρώπων τέτοιες καταστάσεις φαντάζουν ξένες, ή ακόμη και επιθυμητές. Το αίσθημα της μοναξιάς έρχεται αντιμέτωπο με την κοινωνική ζωή που «επιβάλλεται» να έχουμε στα γιορτές για να είμαστε ευτυχισμένοι. Πολύ συχνά αυτή η σύγκρουση είναι μετωπιαία και από αυτήν προκύπτουν αρνητικά συναισθήματα τα οποία γιγαντώνουν τη μοναξιά. Ακόμη κι αν η μοναξιά ήταν κάτι που μας χαρακτήριζε όλο το χρόνο, στο διάστημα των γιορτών βγαίνει έντονα στην επιφάνεια και μας ταλαιπωρεί.
Μία άλλη παράμετρος είναι η οικονομία και οι αγορές. Είναι δεδομένο πως τόσο η γενική, όσο και η ατομική οικονομία τα τελευταία χρόνια έχει επιδεινωθεί· η κρίση επηρεάσει τη ζωή πολλών νοικοκυριών. Ωστόσο, έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε τις γιορτές των Χριστουγέννων ως μία περίοδο ανταλλαγής δώρων, υλικής προσφοράς προς τους αγαπημένους μας ανθρώπους, χρωματιστών περιτυλιγμάτων, φιόγκων, επίσκεψης σε καταστήματα… Είναι όμορφο να προσφέρεις σε αυτούς που αγαπάς και σε αγαπούν· για αρκετούς ανθρώπους όμως αυτό είναι αδύνατο. Καθώς για πολλούς δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα αγοράς δώρων, παρόλο που μπορεί να υπάρχει μεγάλη θέληση, ο φόβος και η αγωνία ότι θα απογοητεύσουν τους ανθρώπους τους τούς οδηγεί στη θλίψη και τη μελαγχολία.
Στα Χριστούγεννα όλα είναι έντονα, και ίσως κάποιες φορές σε μεγάλο βαθμό. Τα πολύχρωμα φώτα, οι περίπλοκες διακοσμήσεις, οι ρυθμοί των τραγουδιών, τα εορταστικά μοτίβα διαμορφώνουν μία συναισθηματική κατάσταση στην οποία πολλοί άνθρωποι, και κυρίως τα παιδιά, ανταποκρίνονται με μεγάλη ευχαρίστηση και χαμόγελα! Το Χριστουγεννιάτικο περιβάλλον έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να μας ξυπνάει συναισθήματα ευφορίας, αγάπης και θαλπωρής. Από την άλλη, ένα τόσο περίτεχνο και «λαμπερό» περιβάλλον μπορεί να μας προκαλέσει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που σκόπευε να έχει. Άτομα επιρρεπή στο άγχος και την κατάθλιψη δε βλέπουν πάντα θετικά τις «ορδές» των φώτων των Χριστουγέννων.
Η αλλαγή του χρόνου, ως ένα μεταβατικό στάδιο, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τη ζωή μας. Έχουμε συνηθίσει τις τελευταίες μέρες του χρόνου να πραγματοποιούμε την ανασκόπηση της χρονιάς, να αξιολογούμε τι έχουμε πετύχει και τι όχι από τους στόχους μας, τι αλλάξαμε και τι κρατήσαμε στη ζωή μας, πόσο ευτυχισμένοι και επιτυχημένοι αισθανθήκαμε. Ακόμη, νιώθουμε ότι οφείλουμε στον εαυτό μας, στις πρώτες μέρες της καινούριας χρονιάς, να βάλουμε καινούριους στόχους, να πετύχουμε ό,τι δεν καταφέραμε πριν, να είμαστε πιο ευτυχισμένοι και επιτυχημένοι από ό,τι ήμασταν μέχρι τώρα. Συμβαίνει όμως συχνά, είτε να θέτουμε μη ρεαλιστικούς στόχους, είτε να αντιμετωπίζουμε αντικειμενικές δυσκολίες (π.χ. ανεργία, μείωση μισθών), είτε να αφήνουμε το χρόνο να περνάει αναξιοποίητος. Έτσι, μπορεί να καταλήξουμε σε έναν αρνητικό απολογισμό της χρονιάς , εν μέσω Χριστουγέννων, που δε θα μας γεμίσει με την αισιοδοξία που περιμέναμε.
Οι ειδικοί σημειώνουν πως την περίοδο των Χριστουγεννιάτικων εορτών αυξάνονται τα περιστατικά κρίσης άγχους και κατάθλιψης τα τελευταία χρόνια. Φαίνεται πως η μελαγχολία είναι μία σημαντική, αλλά συχνά αθέατη πλευρά των γιορτών η οποία μπορεί να κυμαίνεται από μία μικρή νοσταλγία, έως περιπτώσεις σοβαρής αυτοαμφισβήτησης και αυτοτιμωρίας.
Ακόμη και αν το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων έχει σκεπαστεί από τις εικόνες με τις χρυσές γιρλάντες και τα πλούσια τραπέζια, έχουμε πάντα το περιθώριο να τραβήξουμε το «σεντόνι».
Δύο ζεστά λόγια και μία δυνατή αγκαλιά θα ήταν ίσως ένα πολύ καλύτερο δώρο για κάποιους που «κάτι τους πιάνει τις γιορτές»…
ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
Αν έχετε ακουστά την καμπύλη του άγχους, τότε θα γνωρίζετε πως πρέπει να αποφεύγετε το πολύ άγχος! Μισή κουταλιά της σούπας αρκεί!
Αυτό που φαίνεται παράλογο στην παραπάνω πρόταση δεν είναι μόνο το ότι το άγχος μετριέται σε κουταλιές, αλλά και το ότι κάποιος μπορεί να ελέγξει το άγχος που βιώνει. Απορρίπτουμε την πρώτη φράση και κρατάμε τη δεύτερη ως αληθή για να προσπαθήσουμε να την αποδείξουμε.
Το στρες είναι μία φυσιολογική αντίδραση κάθε ζωντανού οργανισμού, η οποία εκδηλώνεται όταν ο οργανισμός αυτός χάνει την ομοιόστασή του, την ισορροπία του δηλαδή στις ζωτικές του λειτουργίες. Με την εκδήλωση του στρες, το σώμα μας ετοιμάζεται για να προσπαθήσει να επαναφέρει την χαμένη ισορροπία η οποία προκλήθηκε από κάποια απειλή. Αυτή η απειλή μπορεί να είναι μία κατάσταση του περιβάλλοντος, μία συμπεριφορά ενός άλλου ατόμου, ή πολύ συχνά μία απλή σκέψη και προσδοκία. Κάποιος για παράδειγμα μπορεί να παρατηρήσει στον εαυτό του πως μόλις κάνει μία συγκεκριμένη σκέψη, τότε τα χέρια του αρχίζουν και τρέμουν, ιδρώνει, οι παλμοί του ανεβαίνουν και τα πόδια του αρχίζουν και μουδιάζουν. Για όλα αυτά τα συμπτώματα είναι υπεύθυνες συγκεκριμένες ορμόνες.
Καθώς το στρες «χαρίστηκε» από τη φύση στους οργανισμούς, ως ένα όπλο επιβίωσης, υπάρχουν καθορισμένοι μηχανισμοί μέσα στο σώμα κάθε οργανισμού που πυροδοτούν το στρες. Απλοποιημένα, οι δρόμοι του στρες είναι οι παρακάτω:
Όλα ξεκινούν από τον εγκέφαλο, το όργανο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε, σκεφτόμαστε, συμπεριφερόμαστε. Όταν τα κέντρα του εγκεφάλου που αφορούν σε πληροφορίες που παίρνουμε μέσα από τις αισθήσεις μας ή αυτά τα κέντρα που αφορούν στη λογική σκέψη ενεργοποιηθούν από μία απειλή, τότε στέλνεται σήμα σε ένα άλλο κέντρο στα βάθη του εγκεφάλου μας, που ονομάζεται αμυγδαλή. Η αμυγδαλή τότε για να πολεμήσει την απειλή ενεργοποιεί τα «όπλα» της, εκκρίνει δηλαδή μία ορμόνη η οποία ονομάζεται CRH. Αυτή με τη σειρά της μεταφέρεται σε ένα άλλο κέντρο που ονομάζεται εγκεφαλικό στέλεχος. Η ορμόνη CRH οποία έχει παραχθεί, όπως είπαμε, από την αμυγδαλή, ως αντίδραση σε κάποια (πραγματική ή φανταστική) απειλή ταξιδεύει μέσω του νωτιαίου μυελού, και ενεργοποιεί το συμπαθητικό νευρικό σύστημα.
Παράλληλα, άλλες ορμόνες, τα γλυκοκορτικοειδή, επηρεάζουν τη λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων και προετοιμάζουν το σώμα μας να αντιδράσει στην απειλή:
ή να το βάλει στα πόδια, ή καθίσει και να παλέψει.
Σε συνθήκες στρες, όταν ενεργοποιείται το συμπαθητικό νευρικό σύστημα αυξάνονται οι παλμοί της καρδιάς μας, η αναπνοή μας γίνεται πιο κοφτή και το στομάχι μας σφίγγεται.
Όταν σταματήσει να υφίσταται η απειλή, σταματούν και οι μηχανισμοί ενεργοποίησης του άγχους, και έτσι χάρη σε άλλους μηχανισμούς του σώματός μας που μπορούν να καταστείλουν το στρες, ηρεμούμε.
Σε περίπτωση όμως που αυτοί οι μηχανισμοί ηρεμίας σταματήσουν να λειτουργούν σωστά για κάποιον λόγο, τότε το άτομο βρίσκεται σε μία διαρκή κατάσταση «επερχόμενης απειλής». Θα ονομάσουμε αυτή την κατάσταση «άγχος». Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, μία απειλή είτε είναι υπαρκτή, είτε όχι , είναι ικανή να προκαλέσει στρες και όταν το στρες γενικευτεί και μετατραπεί σε χρόνιο άγχος, τότε το άτομο μπορεί να οδηγηθεί σε καταστάσεις απελπισίας και κατάθλιψης, ή ακόμη και να παρουσιάσει προβλήματα με τη μνήμη του. Επιπλέον, πολλές μελέτες έχουν δείξει τη σύνδεση το άγχους με την υγεία του ατόμου. Οι ορμόνες του άγχους μπορούν να πλήξουν το ανοσοποιητικό σύστημα, και πιο συγκεκριμένα τα λευκά αιμοσφαίρια, οδηγώντας το άτομο πιο εύκολα σε ασθένειες, ή ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως κνησμοί, κοκκινίλες στο δέρμα, έλκη στομάχου, κ.ά. Όταν για τέτοιου είδους συμπτώματα δεν υπάρχει επαρκής ιατρική αιτιολογία, τότε συχνά αποδίδουμε τις αιτίες σε ψυχολογικούς παράγοντες, όπως το άγχος.
Όλη η παραπάνω περιγραφή έχει σα στόχο να γίνει κατανοητό πως το στρες και το άγχος δεν είναι μονοδιάστατες καταστάσεις. Το άγχος είναι χρήσιμο για να μας κινητοποιήσει ώστε να αντιδράσουμε σε μια απειλή που αντιμετωπίζουμε. Μια τέτοια απειλή μπορεί είναι ένα διαγώνισμα, μία επαγγελματική συνέντευξη, ένας θόρυβος σε έναν απόμερο δρόμο, μία ανάμνηση μιας βίαιης πράξης, η πληρωμή λογαριασμών, ένα απότομο φρενάρισμα, κ.ά.
Από την άλλη, όσο χρήσιμο μπορεί να είναι το στρες, τόσο καταστρεπτικό μπορεί να αποβεί. Ο όρος «μαθημένη απελπισία» υποδηλώνει μία κατάσταση η οποία δημιουργείται μετά από συνεχόμενες ματαιώσεις. Όταν ένα άτομο, για παράδειγμα, για να καταπολεμήσει την αγωνία του να βρει μία δουλειά, και δεν βρίσκει ικανοποιητική λύση μετά από πολλές προσπάθειες, αρχίζει να σκέφτεται πως τα πάντα είναι μάταια και καμία επιπλέον προσπάθεια δεν θα ωφελήσει. Έτσι, ενώ το άγχος παραμένει, το άτομο καταλήγει σε αδράνεια.
Μισή κουταλιά της σούπας άγχος, λοιπόν, αρκεί ώστε να έρθει ο οργανισμός μας σε μία τέτοια σωματική και νοητική κατάσταση και να ανταποκριθεί σωστά σε «απειλητικές» καταστάσεις. Το παραπάνω άγχος ενδεχομένως θα μας οδηγήσει σε ψυχολογική παράλυση.
Ωστόσο, η ικανότητα του να ρυθμίζουμε το άγχος μας δεν είναι απολύτως συνειδητή, ούτε υπάρχει κάποια βαλβίδα μέσω της οποίας μπορούμε να ελέγχουμε εάν και πότε θα παραχθούν οι ορμόνες του στρες. Είναι όμως σημαντικό να γνωρίζει κανείς σε ποιό επίπεδο του άγχους λειτουργεί αποτελεσματικά και σε περίπτωση που ξεπεραστεί αυτό το επίπεδο, να έχει βρει τρόπους για να αποκτήσει και πάλι την ισορροπία του. Συχνά, τέτοιοι τρόποι είναι η χρήση φαρμακευτικής αγωγής ή η ψυχοθεραπεία. Ακόμη, οι τεχνικές χαλάρωσης και συγκέντρωσης βοηθούν εξίσου σημαντικά στη προσπάθεια ρύθμισης του άγχους.
Μία απειλή, όσο φανταστική κι αν είναι, όταν βρίσκεται στο μυαλό μας γίνεται πραγματική. Μπροστά σε μία πραγματική απειλή, η φύση μας έδωσε μόνο δύο επιλογές: ή θα τρέξουμε να σωθούμε, ή θα μείνουμε να πολεμήσουμε.
Η ανθρώπινη δημιουργικότητα όμως είναι ικανή για πολλά παραπάνω!
Αυτό που φαίνεται παράλογο στην παραπάνω πρόταση δεν είναι μόνο το ότι το άγχος μετριέται σε κουταλιές, αλλά και το ότι κάποιος μπορεί να ελέγξει το άγχος που βιώνει. Απορρίπτουμε την πρώτη φράση και κρατάμε τη δεύτερη ως αληθή για να προσπαθήσουμε να την αποδείξουμε.
Το στρες είναι μία φυσιολογική αντίδραση κάθε ζωντανού οργανισμού, η οποία εκδηλώνεται όταν ο οργανισμός αυτός χάνει την ομοιόστασή του, την ισορροπία του δηλαδή στις ζωτικές του λειτουργίες. Με την εκδήλωση του στρες, το σώμα μας ετοιμάζεται για να προσπαθήσει να επαναφέρει την χαμένη ισορροπία η οποία προκλήθηκε από κάποια απειλή. Αυτή η απειλή μπορεί να είναι μία κατάσταση του περιβάλλοντος, μία συμπεριφορά ενός άλλου ατόμου, ή πολύ συχνά μία απλή σκέψη και προσδοκία. Κάποιος για παράδειγμα μπορεί να παρατηρήσει στον εαυτό του πως μόλις κάνει μία συγκεκριμένη σκέψη, τότε τα χέρια του αρχίζουν και τρέμουν, ιδρώνει, οι παλμοί του ανεβαίνουν και τα πόδια του αρχίζουν και μουδιάζουν. Για όλα αυτά τα συμπτώματα είναι υπεύθυνες συγκεκριμένες ορμόνες.
Καθώς το στρες «χαρίστηκε» από τη φύση στους οργανισμούς, ως ένα όπλο επιβίωσης, υπάρχουν καθορισμένοι μηχανισμοί μέσα στο σώμα κάθε οργανισμού που πυροδοτούν το στρες. Απλοποιημένα, οι δρόμοι του στρες είναι οι παρακάτω:
Όλα ξεκινούν από τον εγκέφαλο, το όργανο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε, σκεφτόμαστε, συμπεριφερόμαστε. Όταν τα κέντρα του εγκεφάλου που αφορούν σε πληροφορίες που παίρνουμε μέσα από τις αισθήσεις μας ή αυτά τα κέντρα που αφορούν στη λογική σκέψη ενεργοποιηθούν από μία απειλή, τότε στέλνεται σήμα σε ένα άλλο κέντρο στα βάθη του εγκεφάλου μας, που ονομάζεται αμυγδαλή. Η αμυγδαλή τότε για να πολεμήσει την απειλή ενεργοποιεί τα «όπλα» της, εκκρίνει δηλαδή μία ορμόνη η οποία ονομάζεται CRH. Αυτή με τη σειρά της μεταφέρεται σε ένα άλλο κέντρο που ονομάζεται εγκεφαλικό στέλεχος. Η ορμόνη CRH οποία έχει παραχθεί, όπως είπαμε, από την αμυγδαλή, ως αντίδραση σε κάποια (πραγματική ή φανταστική) απειλή ταξιδεύει μέσω του νωτιαίου μυελού, και ενεργοποιεί το συμπαθητικό νευρικό σύστημα.
Παράλληλα, άλλες ορμόνες, τα γλυκοκορτικοειδή, επηρεάζουν τη λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων και προετοιμάζουν το σώμα μας να αντιδράσει στην απειλή:
ή να το βάλει στα πόδια, ή καθίσει και να παλέψει.
Σε συνθήκες στρες, όταν ενεργοποιείται το συμπαθητικό νευρικό σύστημα αυξάνονται οι παλμοί της καρδιάς μας, η αναπνοή μας γίνεται πιο κοφτή και το στομάχι μας σφίγγεται.
Όταν σταματήσει να υφίσταται η απειλή, σταματούν και οι μηχανισμοί ενεργοποίησης του άγχους, και έτσι χάρη σε άλλους μηχανισμούς του σώματός μας που μπορούν να καταστείλουν το στρες, ηρεμούμε.
Σε περίπτωση όμως που αυτοί οι μηχανισμοί ηρεμίας σταματήσουν να λειτουργούν σωστά για κάποιον λόγο, τότε το άτομο βρίσκεται σε μία διαρκή κατάσταση «επερχόμενης απειλής». Θα ονομάσουμε αυτή την κατάσταση «άγχος». Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, μία απειλή είτε είναι υπαρκτή, είτε όχι , είναι ικανή να προκαλέσει στρες και όταν το στρες γενικευτεί και μετατραπεί σε χρόνιο άγχος, τότε το άτομο μπορεί να οδηγηθεί σε καταστάσεις απελπισίας και κατάθλιψης, ή ακόμη και να παρουσιάσει προβλήματα με τη μνήμη του. Επιπλέον, πολλές μελέτες έχουν δείξει τη σύνδεση το άγχους με την υγεία του ατόμου. Οι ορμόνες του άγχους μπορούν να πλήξουν το ανοσοποιητικό σύστημα, και πιο συγκεκριμένα τα λευκά αιμοσφαίρια, οδηγώντας το άτομο πιο εύκολα σε ασθένειες, ή ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως κνησμοί, κοκκινίλες στο δέρμα, έλκη στομάχου, κ.ά. Όταν για τέτοιου είδους συμπτώματα δεν υπάρχει επαρκής ιατρική αιτιολογία, τότε συχνά αποδίδουμε τις αιτίες σε ψυχολογικούς παράγοντες, όπως το άγχος.
Όλη η παραπάνω περιγραφή έχει σα στόχο να γίνει κατανοητό πως το στρες και το άγχος δεν είναι μονοδιάστατες καταστάσεις. Το άγχος είναι χρήσιμο για να μας κινητοποιήσει ώστε να αντιδράσουμε σε μια απειλή που αντιμετωπίζουμε. Μια τέτοια απειλή μπορεί είναι ένα διαγώνισμα, μία επαγγελματική συνέντευξη, ένας θόρυβος σε έναν απόμερο δρόμο, μία ανάμνηση μιας βίαιης πράξης, η πληρωμή λογαριασμών, ένα απότομο φρενάρισμα, κ.ά.
Από την άλλη, όσο χρήσιμο μπορεί να είναι το στρες, τόσο καταστρεπτικό μπορεί να αποβεί. Ο όρος «μαθημένη απελπισία» υποδηλώνει μία κατάσταση η οποία δημιουργείται μετά από συνεχόμενες ματαιώσεις. Όταν ένα άτομο, για παράδειγμα, για να καταπολεμήσει την αγωνία του να βρει μία δουλειά, και δεν βρίσκει ικανοποιητική λύση μετά από πολλές προσπάθειες, αρχίζει να σκέφτεται πως τα πάντα είναι μάταια και καμία επιπλέον προσπάθεια δεν θα ωφελήσει. Έτσι, ενώ το άγχος παραμένει, το άτομο καταλήγει σε αδράνεια.
Μισή κουταλιά της σούπας άγχος, λοιπόν, αρκεί ώστε να έρθει ο οργανισμός μας σε μία τέτοια σωματική και νοητική κατάσταση και να ανταποκριθεί σωστά σε «απειλητικές» καταστάσεις. Το παραπάνω άγχος ενδεχομένως θα μας οδηγήσει σε ψυχολογική παράλυση.
Ωστόσο, η ικανότητα του να ρυθμίζουμε το άγχος μας δεν είναι απολύτως συνειδητή, ούτε υπάρχει κάποια βαλβίδα μέσω της οποίας μπορούμε να ελέγχουμε εάν και πότε θα παραχθούν οι ορμόνες του στρες. Είναι όμως σημαντικό να γνωρίζει κανείς σε ποιό επίπεδο του άγχους λειτουργεί αποτελεσματικά και σε περίπτωση που ξεπεραστεί αυτό το επίπεδο, να έχει βρει τρόπους για να αποκτήσει και πάλι την ισορροπία του. Συχνά, τέτοιοι τρόποι είναι η χρήση φαρμακευτικής αγωγής ή η ψυχοθεραπεία. Ακόμη, οι τεχνικές χαλάρωσης και συγκέντρωσης βοηθούν εξίσου σημαντικά στη προσπάθεια ρύθμισης του άγχους.
Μία απειλή, όσο φανταστική κι αν είναι, όταν βρίσκεται στο μυαλό μας γίνεται πραγματική. Μπροστά σε μία πραγματική απειλή, η φύση μας έδωσε μόνο δύο επιλογές: ή θα τρέξουμε να σωθούμε, ή θα μείνουμε να πολεμήσουμε.
Η ανθρώπινη δημιουργικότητα όμως είναι ικανή για πολλά παραπάνω!
Οικογένεια και σχέσεις
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΩΣ ΔΕΣΜΟΣ ΚΙ ΩΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ
Η οικογένεια είναι μία από τις παραδοσιακές αρχές και αξίες που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία και η οποία έχει δεχτεί μεταβολές στο πέρασμα των χρόνων, ανάλογα με τις εκάστοτε οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και άλλες συνθήκες. Σήμερα η ελληνική οικογένεια δεν έχει συχνά ούτε τη δομή, ούτε τη δυναμική που είχε πιθανόν 50 χρόνια πριν και οι μορφές που μπορεί να φέρει πλέον είναι πολλές, καθώς κυμαίνονται από τη «μονογονεϊκή», μέχρι την «εκτεταμένη» οικογένεια.
Μπορούμε να δούμε την οικογένεια ως ένα «σύστημα», ως σύνολο δηλαδή κάποιων ατόμων τα οποία αναπτύσσουν μεταξύ τους σχέσεις οι οποίες μπορεί να είναι σταθερές ή να αλλάζουν συνεχώς. Καθώς η ελληνική οικογένεια διατηρεί, ή προσπαθεί να διατηρήσει, ακόμη και σήμερα ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των μελών της, τα άτομα που απαρτίζουν μία οικογένεια είναι τις περισσότερες φορές σε άμεση συναισθηματική και λειτουργική εξάρτηση από άλλα άτομα της οικογένειας. Το γεγονός αυτό δεν είναι ούτε θετικό, ούτε αρνητικό, αλλά κρίνεται κάθε φορά από το εάν αυτή η εκάστοτε εξάρτηση είναι χρήσιμη και υγιής για τη ψυχική ευημερία των μελών της οικογένειας.
Οικονομική εξάρτηση
Από τη μία, οι οικογενειακοί δεσμοί στη σύγχρονη οικογένεια φαίνεται να λειτουργούν ως ένας σημαντικός πυλώνας οικονομικής, πρακτικής και συναισθηματικής στήριξης μέσα στην περιρρέουσα σημερινή ατμόσφαιρα. Πολλοί ενήλικες διαμένουν ακόμη και μέχρι τη μέση ηλικία τους (40-50 χρόνων) με τους γονείς τους οι οποίοι τους στηρίζουν ή τους συντηρούν οικονομικά. Τέτοιες καταστάσεις είναι από τη μία απαραίτητες για την επιβίωση των μελών, δημιουργούν όμως έντονες σχέσεις εξάρτησης καθώς το πιο «αδύναμο» μέλος (αυτό που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες) οφείλει με κάποιον τρόπο να είναι «υπόλογο» στο πιο «ισχυρό» (με οικονομικούς όρους).
Αυτό μπορεί να οδηγήσει το «αδύναμο μέλος» σε περιορισμό στη λήψη των αποφάσεών του κάτι που έχει συχνά ως αποτέλεσμα μία «καθυστερημένη ενηλικίωση», όπου το «αδύναμο» μέλος παραμένει ένας άνθρωπος με δυσκολία να λάβει ακέραιες αποφάσεις για τον εαυτό του. Παραμένει ένα παιδί, με περιορισμένες ευθύνες για τη ζωή του, που είναι διαρκώς υπό τη σκέπη των άλλων.
Υπερπροστασία
Ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο της ελληνικής οικογένειας είναι η υπερπροστασία και η τάση κυρίως των γονέων να παρέχουν συνεχή και συχνά υπέρμετρη φροντίδα στα παιδιά τους. Πρόκειται για την ανάγκη των γονέων να είναι συνεχώς παρόντες, φυσικά ή ψυχολογικά, ώστε να εξασφαλίσουν πως τίποτα κακό δε θα συμβεί στα παιδιά τους σε έναν δυνητικά επικίνδυνο κόσμο. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελεί την αυτονόητη δουλειά κάθε γονέα, να φροντίζει δηλαδή το παιδί του, να του παρέχει αγάπη και ασφάλεια, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Η υπερπροστασία ενέχει την έννοια της υπερβολής. Υπερβολικά συναισθήματα (ακόμη κι αν είναι γνήσια), υπερβολικές αντιδράσεις, υπερβολική ανησυχία, υπερβολική παρουσία. Σταδιακά, τέτοιες συμπεριφορές μπορούν να καταστήσουν τα παιδιά αδύναμα να πιστέψουν στις δικές τους δυνάμεις και να διακρίνονται από χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση.
Σε πολλές περιπτώσεις, όσο τα παιδιά είναι ακόμη ανήλικα, η οικογένεια δεν είναι σε θέση να διακρίνει αυτή την υπερβολική προστασία που έχει την ικανότητα να στιγματίσει την ενήλικη ζωή του παιδιού. Πολλές φορές, χρειάζονται χρόνια για να αντικρίσει κάποιος μία τέτοια κατάσταση και να αντιληφθεί το πόσο έχει επηρεάσει την εμπιστοσύνη που δείχνει προς τον εαυτό του.
Μοτίβα συμπεριφοράς
Τα συναισθήματα που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια είναι ικανά να επηρεάσουν τη ψυχολογική ωρίμανση των όλων μελών ανεξάρτητα από την ηλικία τους και να διαμορφώσουν τους τρόπους με τους οποίους τα μέλη αναπτύσσουν τις σχέσεις τους έξω από την οικογένεια. Τα μοτίβα συμπεριφοράς είναι συγκεκριμένες, επαναλαμβανόμενες αντιδράσεις που συνήθως προέρχονται από τη μεριά των γονέων και υιοθετούνται από τη μεριά των παιδιών.
Ένα παράδειγμα τέτοιων μοτίβων είναι η διαχείριση μίας αποτυχίας. Ένας γονέας που συνηθίζει να αντιδράει με ψυχραιμία και αισιοδοξία μπροστά σε μία δική του αποτυχία θα δείξει έναν θετικό τρόπο αντίδρασης στο παιδί, τον οποίο και πιθανόν να υιοθετήσει. Εάν από την άλλη, τη διαχειριστεί με άγχος και απογοήτευση θα οδηγήσει άθελά του το παιδί σε ένα παρόμοιο μοτίβο αντίδρασης για τις δικές του σχολικές, αθλητικές, σχεσιακές αποτυχίες.
Πολλές φορές υιοθετούμε μοτίβα συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων δίχως να έχουμε επίγνωση ότι το κάνουμε, καθώς η μίμηση είναι συνήθως μία άδηλη αντίδραση (δηλαδή δεν έχουμε επίγνωση αυτής). Επειδή δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε το πόσο εύκολα τροποποιούμε τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις συμπεριφορές μας με γνώμονα τους άλλους, είναι πιθανό να παρασυρθούμε και να υιοθετήσουμε μη υγιείς, μη λειτουργικές αντιδράσεις που έχουν άλλοι, θεωρώντας πως αυτές αποτελούν και το σωστό. Επαναλαμβάνουμε έτσι μη χρήσιμα μοτίβα συμπεριφοράς που έχουμε υιοθετήσει ακόμη κι από την οικογένειά μας.
Οι διαφορετικοί ρόλοι
Οι πιο συχνοί ρόλοι μέσα σε μία στενή οικογένεια είναι η μητέρα, ο πατέρας και τα παιδιά και ο κάθε ένας ρόλος είναι συνδεδεμένος με κάποιες συμπεριφορές, δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ο παραδοσιακός ρόλος της μητέρας την καλεί να είναι νοικοκυρά, να φροντίζει για την υγεία και την περιποίηση όλων και να παρέχει συνεχή φροντίδα. Ο παραδοσιακός ρόλος του πατέρα συνδέεται με την υποστήριξη και την προστασία της οικογένειας, την οικονομική και λειτουργική της επιβίωση, την τήριση της τάξης. Τέλος, τα παιδιά έχουν δικαίωμα να είναι χαρούμενα και δραστήρια, και την υποχρέωση να είναι υπάκουα τηρώντας όλα τα καθήκοντά τους.
Υπάρχουν φορές όπου οι παραπάνω παραδοσιακοί ρόλοι δε λειτουργούν ή δεν υπάρχει η δυνατότητα να λειτουργήσουν, καθώς διάφοροι κοινωνικοί, οικονομικοί, ψυχολογικοί παράγοντες δημιουργούν εμπόδια. Όταν η οικογένεια είναι ευέλικτη και δείχνει κατανόηση μεταξύ των μελών, τότε το γεγονός ότι οι παραδοσιακοί ρόλοι δεν εκφράζονται πλήρως μπορεί να μην είναι μεγάλο πρόβλημα. Όμως μία οικογένεια η οποία δεν είναι πρόθυμη να αλλάξει ή να δείξει κατανόηση σε όλα τα μέλη της, μπορεί να χάσει την ισορροπία της όταν δεν εκφράζονται πλήρως οι παραδοσιακοί ρόλοι και κατ’ επέκταση να γεννηθούν συγκρούσεις και προβλήματα στη ψυχική υγεία των μελών.
Από την άλλη, τα μέλη της στενής οικογένειας έχουν και ρόλους έξω από αυτήν. Για παράδειγμα, ο πατέρας είναι και επαγγελματίας, φίλος, γιος, αδελφός, πολίτης· αντίστοιχα και η μητέρα. Οι ρόλοι που φέρει το άτομο έξω από τη στενή οικογένεια είναι πιθανό να μην εναρμονίζονται με τους παραδοσιακούς ρόλους κι έτσι για παράδειγμα ένας άντρας να δυσκολεύεται να είναι ταυτόχρονα και φίλος και πατέρας, γεγονός που τον φέρνει αντιμέτωπο με τις ανάγκες του ως ένα πλήρες άτομο.
Σχέσεις που γίνονται επιβλαβείς
Όταν οι δυναμικές που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια φεύγουν από το όριο των υγιών σχέσεων, εμφανίζονται συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται ως «κακοποιητικές». Μία κακοποιητική συμπεριφορά δεν είναι μόνο η άσκηση σωματικής βίας, αλλά οποιαδήποτε πράξη που μπορεί να βλάψει τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τη σωματική ακεραιότητα του άλλου.
Η συναισθηματική παραμέληση είναι ένα συχνό φαινόμενο που ασκείται συνήθως όταν ο γονέας αγνοεί συστηματικά τις πραγματικές ανάγκες του παιδιού και υποβαθμίζει τα συναισθήματά του, οδηγώντας το παιδί σε πολλαπλές ψυχολογικές δυσκολίες. Παρόμοιες καταστάσεις μπορούν να αναπτυχθούν και μεταξύ των συζύγων, οπότε ξεσπούν διλήμματα για το ποιά αντίδραση θα ήταν καλύτερη για τη σωτηρία των μελών της οικογένειας: ένας χωρισμός ή παραμονή στις συνθήκες κακοποίησης;
Κλείνοντας, καθώς οι ανθρώπινες κοινωνίες γίνονται όλο και πιο απαιτητικές, παρασύροντας μαζί τους και την ευημερία της οικογένειας, η παρακάτω φράση της συγγραφέως Joyce Meyer μπορεί να μας θυμίσει κάτι που ίσως ξεχνάμε ότι είναι αυτονόητο. «Πιστεύω πως το καλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις στην οικογένειά σου και στον κόσμο είναι ένας υγιής εσύ!»
Μπορούμε να δούμε την οικογένεια ως ένα «σύστημα», ως σύνολο δηλαδή κάποιων ατόμων τα οποία αναπτύσσουν μεταξύ τους σχέσεις οι οποίες μπορεί να είναι σταθερές ή να αλλάζουν συνεχώς. Καθώς η ελληνική οικογένεια διατηρεί, ή προσπαθεί να διατηρήσει, ακόμη και σήμερα ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των μελών της, τα άτομα που απαρτίζουν μία οικογένεια είναι τις περισσότερες φορές σε άμεση συναισθηματική και λειτουργική εξάρτηση από άλλα άτομα της οικογένειας. Το γεγονός αυτό δεν είναι ούτε θετικό, ούτε αρνητικό, αλλά κρίνεται κάθε φορά από το εάν αυτή η εκάστοτε εξάρτηση είναι χρήσιμη και υγιής για τη ψυχική ευημερία των μελών της οικογένειας.
Οικονομική εξάρτηση
Από τη μία, οι οικογενειακοί δεσμοί στη σύγχρονη οικογένεια φαίνεται να λειτουργούν ως ένας σημαντικός πυλώνας οικονομικής, πρακτικής και συναισθηματικής στήριξης μέσα στην περιρρέουσα σημερινή ατμόσφαιρα. Πολλοί ενήλικες διαμένουν ακόμη και μέχρι τη μέση ηλικία τους (40-50 χρόνων) με τους γονείς τους οι οποίοι τους στηρίζουν ή τους συντηρούν οικονομικά. Τέτοιες καταστάσεις είναι από τη μία απαραίτητες για την επιβίωση των μελών, δημιουργούν όμως έντονες σχέσεις εξάρτησης καθώς το πιο «αδύναμο» μέλος (αυτό που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες) οφείλει με κάποιον τρόπο να είναι «υπόλογο» στο πιο «ισχυρό» (με οικονομικούς όρους).
Αυτό μπορεί να οδηγήσει το «αδύναμο μέλος» σε περιορισμό στη λήψη των αποφάσεών του κάτι που έχει συχνά ως αποτέλεσμα μία «καθυστερημένη ενηλικίωση», όπου το «αδύναμο» μέλος παραμένει ένας άνθρωπος με δυσκολία να λάβει ακέραιες αποφάσεις για τον εαυτό του. Παραμένει ένα παιδί, με περιορισμένες ευθύνες για τη ζωή του, που είναι διαρκώς υπό τη σκέπη των άλλων.
Υπερπροστασία
Ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο της ελληνικής οικογένειας είναι η υπερπροστασία και η τάση κυρίως των γονέων να παρέχουν συνεχή και συχνά υπέρμετρη φροντίδα στα παιδιά τους. Πρόκειται για την ανάγκη των γονέων να είναι συνεχώς παρόντες, φυσικά ή ψυχολογικά, ώστε να εξασφαλίσουν πως τίποτα κακό δε θα συμβεί στα παιδιά τους σε έναν δυνητικά επικίνδυνο κόσμο. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελεί την αυτονόητη δουλειά κάθε γονέα, να φροντίζει δηλαδή το παιδί του, να του παρέχει αγάπη και ασφάλεια, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Η υπερπροστασία ενέχει την έννοια της υπερβολής. Υπερβολικά συναισθήματα (ακόμη κι αν είναι γνήσια), υπερβολικές αντιδράσεις, υπερβολική ανησυχία, υπερβολική παρουσία. Σταδιακά, τέτοιες συμπεριφορές μπορούν να καταστήσουν τα παιδιά αδύναμα να πιστέψουν στις δικές τους δυνάμεις και να διακρίνονται από χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση.
Σε πολλές περιπτώσεις, όσο τα παιδιά είναι ακόμη ανήλικα, η οικογένεια δεν είναι σε θέση να διακρίνει αυτή την υπερβολική προστασία που έχει την ικανότητα να στιγματίσει την ενήλικη ζωή του παιδιού. Πολλές φορές, χρειάζονται χρόνια για να αντικρίσει κάποιος μία τέτοια κατάσταση και να αντιληφθεί το πόσο έχει επηρεάσει την εμπιστοσύνη που δείχνει προς τον εαυτό του.
Μοτίβα συμπεριφοράς
Τα συναισθήματα που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια είναι ικανά να επηρεάσουν τη ψυχολογική ωρίμανση των όλων μελών ανεξάρτητα από την ηλικία τους και να διαμορφώσουν τους τρόπους με τους οποίους τα μέλη αναπτύσσουν τις σχέσεις τους έξω από την οικογένεια. Τα μοτίβα συμπεριφοράς είναι συγκεκριμένες, επαναλαμβανόμενες αντιδράσεις που συνήθως προέρχονται από τη μεριά των γονέων και υιοθετούνται από τη μεριά των παιδιών.
Ένα παράδειγμα τέτοιων μοτίβων είναι η διαχείριση μίας αποτυχίας. Ένας γονέας που συνηθίζει να αντιδράει με ψυχραιμία και αισιοδοξία μπροστά σε μία δική του αποτυχία θα δείξει έναν θετικό τρόπο αντίδρασης στο παιδί, τον οποίο και πιθανόν να υιοθετήσει. Εάν από την άλλη, τη διαχειριστεί με άγχος και απογοήτευση θα οδηγήσει άθελά του το παιδί σε ένα παρόμοιο μοτίβο αντίδρασης για τις δικές του σχολικές, αθλητικές, σχεσιακές αποτυχίες.
Πολλές φορές υιοθετούμε μοτίβα συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων δίχως να έχουμε επίγνωση ότι το κάνουμε, καθώς η μίμηση είναι συνήθως μία άδηλη αντίδραση (δηλαδή δεν έχουμε επίγνωση αυτής). Επειδή δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε το πόσο εύκολα τροποποιούμε τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις συμπεριφορές μας με γνώμονα τους άλλους, είναι πιθανό να παρασυρθούμε και να υιοθετήσουμε μη υγιείς, μη λειτουργικές αντιδράσεις που έχουν άλλοι, θεωρώντας πως αυτές αποτελούν και το σωστό. Επαναλαμβάνουμε έτσι μη χρήσιμα μοτίβα συμπεριφοράς που έχουμε υιοθετήσει ακόμη κι από την οικογένειά μας.
Οι διαφορετικοί ρόλοι
Οι πιο συχνοί ρόλοι μέσα σε μία στενή οικογένεια είναι η μητέρα, ο πατέρας και τα παιδιά και ο κάθε ένας ρόλος είναι συνδεδεμένος με κάποιες συμπεριφορές, δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ο παραδοσιακός ρόλος της μητέρας την καλεί να είναι νοικοκυρά, να φροντίζει για την υγεία και την περιποίηση όλων και να παρέχει συνεχή φροντίδα. Ο παραδοσιακός ρόλος του πατέρα συνδέεται με την υποστήριξη και την προστασία της οικογένειας, την οικονομική και λειτουργική της επιβίωση, την τήριση της τάξης. Τέλος, τα παιδιά έχουν δικαίωμα να είναι χαρούμενα και δραστήρια, και την υποχρέωση να είναι υπάκουα τηρώντας όλα τα καθήκοντά τους.
Υπάρχουν φορές όπου οι παραπάνω παραδοσιακοί ρόλοι δε λειτουργούν ή δεν υπάρχει η δυνατότητα να λειτουργήσουν, καθώς διάφοροι κοινωνικοί, οικονομικοί, ψυχολογικοί παράγοντες δημιουργούν εμπόδια. Όταν η οικογένεια είναι ευέλικτη και δείχνει κατανόηση μεταξύ των μελών, τότε το γεγονός ότι οι παραδοσιακοί ρόλοι δεν εκφράζονται πλήρως μπορεί να μην είναι μεγάλο πρόβλημα. Όμως μία οικογένεια η οποία δεν είναι πρόθυμη να αλλάξει ή να δείξει κατανόηση σε όλα τα μέλη της, μπορεί να χάσει την ισορροπία της όταν δεν εκφράζονται πλήρως οι παραδοσιακοί ρόλοι και κατ’ επέκταση να γεννηθούν συγκρούσεις και προβλήματα στη ψυχική υγεία των μελών.
Από την άλλη, τα μέλη της στενής οικογένειας έχουν και ρόλους έξω από αυτήν. Για παράδειγμα, ο πατέρας είναι και επαγγελματίας, φίλος, γιος, αδελφός, πολίτης· αντίστοιχα και η μητέρα. Οι ρόλοι που φέρει το άτομο έξω από τη στενή οικογένεια είναι πιθανό να μην εναρμονίζονται με τους παραδοσιακούς ρόλους κι έτσι για παράδειγμα ένας άντρας να δυσκολεύεται να είναι ταυτόχρονα και φίλος και πατέρας, γεγονός που τον φέρνει αντιμέτωπο με τις ανάγκες του ως ένα πλήρες άτομο.
Σχέσεις που γίνονται επιβλαβείς
Όταν οι δυναμικές που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια φεύγουν από το όριο των υγιών σχέσεων, εμφανίζονται συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται ως «κακοποιητικές». Μία κακοποιητική συμπεριφορά δεν είναι μόνο η άσκηση σωματικής βίας, αλλά οποιαδήποτε πράξη που μπορεί να βλάψει τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τη σωματική ακεραιότητα του άλλου.
Η συναισθηματική παραμέληση είναι ένα συχνό φαινόμενο που ασκείται συνήθως όταν ο γονέας αγνοεί συστηματικά τις πραγματικές ανάγκες του παιδιού και υποβαθμίζει τα συναισθήματά του, οδηγώντας το παιδί σε πολλαπλές ψυχολογικές δυσκολίες. Παρόμοιες καταστάσεις μπορούν να αναπτυχθούν και μεταξύ των συζύγων, οπότε ξεσπούν διλήμματα για το ποιά αντίδραση θα ήταν καλύτερη για τη σωτηρία των μελών της οικογένειας: ένας χωρισμός ή παραμονή στις συνθήκες κακοποίησης;
Κλείνοντας, καθώς οι ανθρώπινες κοινωνίες γίνονται όλο και πιο απαιτητικές, παρασύροντας μαζί τους και την ευημερία της οικογένειας, η παρακάτω φράση της συγγραφέως Joyce Meyer μπορεί να μας θυμίσει κάτι που ίσως ξεχνάμε ότι είναι αυτονόητο. «Πιστεύω πως το καλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις στην οικογένειά σου και στον κόσμο είναι ένας υγιής εσύ!»
Τρίτη Ηλικία και άνοια
21 σεπτεμβριου: παγκοσμια ημερα αφιερωμενη στη νοσο alzheimer
Η ημέρα της 21ης Σεπτεμβρίου είναι παγκοσμίως αφιερωμένη στη Νόσο Αλτσχάιμερ (Alzheimer) ώστε να ευαισθητοποιήσει και να ενημερώσει τους πολίτες για τη Νόσο η οποία τις τελευταίες δεκαετίες πλήττει όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού.
Η Νόσος Αλτσχάιμερ ανήκει στην ευρεία κατηγορία των (νευρογνωστικών διαταραχών) ανοιών, γεγονός που υποδηλώνει πως δεν είναι η μοναδική μορφή άνοιας (υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές άνοιας- η Νόσος Αλτσχάιμερ είναι μία από αυτές), αλλά είναι η πιο συχνή. Ο ακριβής αριθμός των ασθενών στη χώρα μας είναι δύσκολο να εντοπιστεί καθώς συχνά, από τη μία η Νόσος υποδιαγιγνώσκεται και δεν ανιχνεύεται ορθώς, κι από την άλλη, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ασθενών δεν έχει πρόσβαση σε κατάλληλες δομές και υπηρεσίες υγείας ώστε να λάβει την κατάλληλη μέριμνα και θεραπεία.
Στατιστικά, οι ρυθμοί εμφάνισης της Νόσου στην Ελλάδα είναι αντιστρόφως ανάλογοι της αύξησης του γενικού πληθυσμού. Καθώς είναι γνωστό πως η χώρα χαρακτηρίζεται από υπογεννητικότητα, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής των ηλικιωμένων ατόμων, όλο και μεγαλύτερο τμήμα του ηλικιωμένου Ελληνικού πληθυσμού που επισκέπτεται δομές υγείας τα τελευταία χρόνια λαμβάνει τη διάγνωση της Νόσου. Ο λόγος γι’ αυτή την αύξηση είναι κυρίως οι καλύτερες και πιο αποτελεσματικές παροχές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας οι οποίες, τουλάχιστον σε σύγκριση με κάποιες δεκαετίες πριν, έχουν τη δυνατότητα να παρατείνουν τη ζωή όλων μας.
Ακόμη, η συχνότητα εμφάνισης της Νόσου είναι μεγαλύτερη στο γυναικείο φύλο καθώς ο βιολογικός προγραμματισμός της γυναίκας την οδηγεί να ζει συνήθως περισσότερα χρόνια από τον άνδρα. Έτσι λοιπόν, καθώς οι γυναίκες είναι μακροβιότερες νοσούν συχνότερα και πιο μακροχρόνια από τους άντρες.
Η ηλικία εμφάνισης των πρώτων πιο σοβαρών ενδείξεων εμφάνισης της Νόσου είναι από 60-65 ετών, μολονότι είναι πιθανόν να εντοπιστούν κάποιες ενδείξεις και πριν από την ηλικία των 60. Συνοπτικά, τα πρώτα σημάδια που μπορούν να προειδοποιήσουν έναν ασθενή ή τους συγγενείς/φροντιστές του για το ενδεχόμενο μίας «αρχόμενης» άνοιας είναι: Απώλεια μνήμης και δυσκολία νέας μάθησης, προβλήματα στη γλώσσα και την έκφραση, δυσκολίες προσανατολισμού στο χώρο και το χρόνο, αλλαγές στην κρίση και την επίλυση προβλημάτων, λανθασμένη αντίληψη του χώρου και των εικόνων, αλλαγές στη διάθεση και την καθημερινή λειτουργικότητα, απόσυρση από τις κοινωνικές ασχολίες και παρέες.
Καθώς η Νόσος Αλτσχάιμερ είναι μία διαταραχή για την οποία δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα κάποια κατάλληλη θεραπεία ίασης, τα πιο σημαντικά ζητήματα γύρω από αυτήν είναι η πρόληψη και η κατάλληλη εκπαίδευση και ενημέρωση των φροντιστών. Σημαντικές μελέτες στο χώρο της διατροφής και της άθλησης έχουν δείξει προς η ισορροπημένη μεσογειακή διατροφή, η σωματική υγεία, ο υγιεινός τρόπος ζωής αλλά και η διαρκής νοητική ενασχόληση (διάβασμα, επίλυση γρίφων, συζητήσεις) δε θα εμποδίσουν μεν τη Νόσο να αναπτυχθεί (εάν υπάρχει τέτοια προδιάθεση), αλλά είναι πιθανό να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ώστε να εμφανιστεί πιο ομαλά και να μην προκαλέσει πολύ έντονα συμπτώματα.
Για τους λόγους αυτούς, ο Παγκόσμιος Οργανισμός για τη Νόσο Αλτσχάιμερ δίνει πλέον μεγάλη βαρύτητα στην έγκαιρη διάγνωση των πρώτων συμπτωμάτων ώστε να λάβουν οι ασθενείς και οι φροντιστές τους την κατάλληλη δυνατή βοήθεια όσο πιο σύντομα γίνεται. Σε κάθε ευκαιρία αξίζει να θυμίσουμε στους ανθρώπους που φροντίζουν ασθενείς με άνοια να μην παραλείπουν και την προσωπική τους φροντίδα, ανάπαυλα και ξεκούραση, καθώς ακόμη κι αυτό μπορεί να είναι μέρος της σωστής φροντίδας προς τους αγαπημένους τους ανθρώπους.
Τέλος, καθώς οι έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο αναφορικά με τη Νόσο εξελίσσονται, η όλο και μεγαλύτερη κατανόηση και γνώση βοηθούν την επιστημονική κοινότητα να είναι πιο αποτελεσματική και χρήσιμη τόσο για τον ίδιο τον ασθενή, όσο και για το περιβάλλον του. Ένα από τα σημαντικότερα διδάγματα που μπορούμε να λάβουμε μέσα από αυτό είναι πως οι ασθενείς, όσο κι αν ξεχνάνε, όσο κι αν αμελούν, θυμώνουν ή πεισμώνουν, δεν παύουν να αγαπούν. Δεν παύουν να νιώθουν το χαμόγελο και τη στοργή που παίρνουν από τους ανθρώπους που μένουν δίπλα τους στα δύσκολα.
Η Νόσος Αλτσχάιμερ ανήκει στην ευρεία κατηγορία των (νευρογνωστικών διαταραχών) ανοιών, γεγονός που υποδηλώνει πως δεν είναι η μοναδική μορφή άνοιας (υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές άνοιας- η Νόσος Αλτσχάιμερ είναι μία από αυτές), αλλά είναι η πιο συχνή. Ο ακριβής αριθμός των ασθενών στη χώρα μας είναι δύσκολο να εντοπιστεί καθώς συχνά, από τη μία η Νόσος υποδιαγιγνώσκεται και δεν ανιχνεύεται ορθώς, κι από την άλλη, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ασθενών δεν έχει πρόσβαση σε κατάλληλες δομές και υπηρεσίες υγείας ώστε να λάβει την κατάλληλη μέριμνα και θεραπεία.
Στατιστικά, οι ρυθμοί εμφάνισης της Νόσου στην Ελλάδα είναι αντιστρόφως ανάλογοι της αύξησης του γενικού πληθυσμού. Καθώς είναι γνωστό πως η χώρα χαρακτηρίζεται από υπογεννητικότητα, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής των ηλικιωμένων ατόμων, όλο και μεγαλύτερο τμήμα του ηλικιωμένου Ελληνικού πληθυσμού που επισκέπτεται δομές υγείας τα τελευταία χρόνια λαμβάνει τη διάγνωση της Νόσου. Ο λόγος γι’ αυτή την αύξηση είναι κυρίως οι καλύτερες και πιο αποτελεσματικές παροχές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας οι οποίες, τουλάχιστον σε σύγκριση με κάποιες δεκαετίες πριν, έχουν τη δυνατότητα να παρατείνουν τη ζωή όλων μας.
Ακόμη, η συχνότητα εμφάνισης της Νόσου είναι μεγαλύτερη στο γυναικείο φύλο καθώς ο βιολογικός προγραμματισμός της γυναίκας την οδηγεί να ζει συνήθως περισσότερα χρόνια από τον άνδρα. Έτσι λοιπόν, καθώς οι γυναίκες είναι μακροβιότερες νοσούν συχνότερα και πιο μακροχρόνια από τους άντρες.
Η ηλικία εμφάνισης των πρώτων πιο σοβαρών ενδείξεων εμφάνισης της Νόσου είναι από 60-65 ετών, μολονότι είναι πιθανόν να εντοπιστούν κάποιες ενδείξεις και πριν από την ηλικία των 60. Συνοπτικά, τα πρώτα σημάδια που μπορούν να προειδοποιήσουν έναν ασθενή ή τους συγγενείς/φροντιστές του για το ενδεχόμενο μίας «αρχόμενης» άνοιας είναι: Απώλεια μνήμης και δυσκολία νέας μάθησης, προβλήματα στη γλώσσα και την έκφραση, δυσκολίες προσανατολισμού στο χώρο και το χρόνο, αλλαγές στην κρίση και την επίλυση προβλημάτων, λανθασμένη αντίληψη του χώρου και των εικόνων, αλλαγές στη διάθεση και την καθημερινή λειτουργικότητα, απόσυρση από τις κοινωνικές ασχολίες και παρέες.
Καθώς η Νόσος Αλτσχάιμερ είναι μία διαταραχή για την οποία δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα κάποια κατάλληλη θεραπεία ίασης, τα πιο σημαντικά ζητήματα γύρω από αυτήν είναι η πρόληψη και η κατάλληλη εκπαίδευση και ενημέρωση των φροντιστών. Σημαντικές μελέτες στο χώρο της διατροφής και της άθλησης έχουν δείξει προς η ισορροπημένη μεσογειακή διατροφή, η σωματική υγεία, ο υγιεινός τρόπος ζωής αλλά και η διαρκής νοητική ενασχόληση (διάβασμα, επίλυση γρίφων, συζητήσεις) δε θα εμποδίσουν μεν τη Νόσο να αναπτυχθεί (εάν υπάρχει τέτοια προδιάθεση), αλλά είναι πιθανό να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ώστε να εμφανιστεί πιο ομαλά και να μην προκαλέσει πολύ έντονα συμπτώματα.
Για τους λόγους αυτούς, ο Παγκόσμιος Οργανισμός για τη Νόσο Αλτσχάιμερ δίνει πλέον μεγάλη βαρύτητα στην έγκαιρη διάγνωση των πρώτων συμπτωμάτων ώστε να λάβουν οι ασθενείς και οι φροντιστές τους την κατάλληλη δυνατή βοήθεια όσο πιο σύντομα γίνεται. Σε κάθε ευκαιρία αξίζει να θυμίσουμε στους ανθρώπους που φροντίζουν ασθενείς με άνοια να μην παραλείπουν και την προσωπική τους φροντίδα, ανάπαυλα και ξεκούραση, καθώς ακόμη κι αυτό μπορεί να είναι μέρος της σωστής φροντίδας προς τους αγαπημένους τους ανθρώπους.
Τέλος, καθώς οι έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο αναφορικά με τη Νόσο εξελίσσονται, η όλο και μεγαλύτερη κατανόηση και γνώση βοηθούν την επιστημονική κοινότητα να είναι πιο αποτελεσματική και χρήσιμη τόσο για τον ίδιο τον ασθενή, όσο και για το περιβάλλον του. Ένα από τα σημαντικότερα διδάγματα που μπορούμε να λάβουμε μέσα από αυτό είναι πως οι ασθενείς, όσο κι αν ξεχνάνε, όσο κι αν αμελούν, θυμώνουν ή πεισμώνουν, δεν παύουν να αγαπούν. Δεν παύουν να νιώθουν το χαμόγελο και τη στοργή που παίρνουν από τους ανθρώπους που μένουν δίπλα τους στα δύσκολα.
ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΣΘΕΝΗ ΜΕ ΑΝΟΙΑ
Όποιος συναναστρέφεται ή φέρει υπό τη μέριμνά του τη φροντίδα ηλικιωμένων ατόμων με άνοια έχει βιώσει ή έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με σημαντικές αλλαγές στην προσωπικότητα του ασθενούς, πολλές φορές σε τέτοιο βαθμό που μοιάζει ο αγαπημένος του άνθρωπος να είναι πλέον ένα άλλο άτομο. Η πραγματικότητα είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόταν, αισθανόταν και συμπεριφερόταν ο ασθενής πριν την έναρξη της νόσου, «μεταλλάσσεται» σε κάτι άλλο, ερήμην του ίδιου του ατόμου.
Η άνοια είναι μία «ομπρέλα» διαταραχών οι οποίες πλήττουν τον εγκέφαλο με αποτέλεσμα να δημιουργούν διάφορα ελλείμματα σε διαφορετικά εγκεφαλικά κέντρα που ελέγχουν τη σκέψη, τη συμπεριφορά, τα συναισθήματα και την προσωπικότητα. Καθώς η βάση για όλες μας τις ενέργειες, τις αποφάσεις και τις αντιδράσεις μας είναι ο εγκέφαλος, μία βλάβη σε αυτόν θα επιφέρει και μία ανατρέψιμη ή συχνά ανεπανόρθωτη αλλαγή την οποία δε μπορούμε να ελέγξουμε ή να την εμποδίσουμε να συμβεί. Έτσι η άνοια, ανάλογα με το είδος της και τα κέντρα του εγκεφάλου που επηρεάζει, διαμορφώνει σταδιακά μία διαφορετική προσωπικότητα στον ασθενή η οποία πολλές φορές ξαφνιάζει και θυμώνει τους φροντιστές του.
Παρόλο που δεν είναι εφικτό να σκιαγραφίσουμε με ακρίβεια τις αλλαγές που θα προκύψουν στην προσωπικότητα του ασθενή, καθώς αυτές είναι πάντα σε συνάρτηση με την προσωπικότητά του πριν την εμφάνιση της νόσου, το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, το είδος της άνοιας, την έκταση και τη χρονιότητα της βλάβης στον εγκέφαλο και άλλων παραγόντων, είναι σκόπιμο να αναφερθούν ορισμένα σημεία τα οποία αξίζει να τραβήξουν την προσοχή μας.
Ένα σύνηθες και αρχικό σύμπτωμα είναι ότι εντείνονται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που έχει ήδη ο ασθενής. Για παράδειγμα, μετά την έναρξη της νόσο είναι πιθανόν το άτομο να γίνει ακόμη πιο οξύθυμο, νευρικό, αγχωμένο ή «ξεροκέφαλο» από ό,τι ήταν πιο πριν. Από την άλλη, μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο συγκαταβατικό, φιλικό, πειθήνιο και χαλαρό συγκριτικά με το πως ήταν πριν την άνοια. Τέτοιες αλλαγές δε ξαφνιάζουν συνήθως τους φροντιστές και τους συγγενείς των ασθενών, όμως τους δημιουργούν απορίες και ανησυχίες.
Στον αντίποδα, δεν είναι σπάνιες οι φορές που μετά την έναρξη της άνοιας βγαίνει στην επιφάνεια ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά που δεν είχε μέχρι πρότινος το άτομο. Ένας ανοϊκός ασθενής μπορεί ξαφνικά να γίνει αγενής, δύστροπος στην επικοινωνία, πεισματάρης και ισχυρογνώμων, να παραποιεί λεγόμενα ή συμβάντα και να μην κρατάει τα προσχήματα, ενώ ενδέχεται να μην ήταν τίποτε από όλα αυτά μέχρι να νοσήσει. Επιπλέον, ένας δραστήριος άνθρωπος, γεμάτος ενέργεια και αποφασιστικότητα είναι πιθανό να καταλήξει σε αδράνεια, να δυσκολεύεται να έχει δική του ξεκάθαρη γνώμη και να εξαρτάται άμεσα από τους άλλους.
Η απάθεια, δηλαδή η ξαφνική απουσία πρωτοβουλιών και η απομάκρυνση του ατόμου από τα ενδιαφέροντά του, μπορεί πολλές φορές να λειτουργήσει ως προειδοποίηση για μεγαλύτερες αλλαγές που έπονται εξαιτίας της άνοιας. Συνεπώς, παρατηρώντας τον ηλικιωμένο άνθρωπό μας να χάνει την όρεξή του να ασχοληθεί με πράγματα που μέχρι πρόσφατα τον ευχαριστούσαν, θα χρειαστεί να καταφύγουμε στις απαραίτητες ενέργειες για τη διερεύνηση και τη διαχείριση μίας πιθανής άνοιας.
Τέλος, η κατάθλιψη και το άγχος είναι συχνά αποτελέσματα των προβλημάτων που έχουν ήδη ξεκινήσει εξ αιτίας της νόσου. Ο ασθενής, όσο είναι ενήμερος και σε θέση να αντιληφθεί ότι η ζωή του αλλάζει σε βαθμό που δε μπορεί ο ίδιος πλέον να ρυθμίσει, καταλήγει σε θλίψη και κοινωνική απομόνωση, κάτι που αποδεδειγμένα επιδεινώνει τα υπόλοιπα γνωστικά και συμπεριφορικά συμπτώματα (προβλήματα στη μνήμη, στην επικοινωνία, στον ύπνο, στη λειτουργικότητα, κ.ά.). Έτσι καταδεικνύεται ο πολύ σημαντικός ρόλος του οικογενειακού περιβάλλοντος ήδη από τα πρώτα στάδια της άνοιας, ώστε να ληφθούν οι πιο χρήσιμες αποφάσεις για τον ασθενή.
Ο ανοϊκός ασθενής αλλάζει, εμφανίζει καινούρια, ασταθή προσωπικότητα, αντιλαμβάνεται τον κόσμο διαφορετικά από ό,τι πριν και αντιδράει με τρόπους που δεν τον αντιπροσώπευαν. Είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό πως η καινούρια κατάσταση προκύπτει δίχως να το επιδιώκει ή να το επιθυμεί ο ίδιος. Συμβαίνει λόγω της άνοιας. Γι’ αυτό δε θα πρέπει να πάψουμε να τον αγαπάμε και να τον φροντίζουμε, ακόμη κι αν άθελά του μας θυμώνει.
Η άνοια είναι μία «ομπρέλα» διαταραχών οι οποίες πλήττουν τον εγκέφαλο με αποτέλεσμα να δημιουργούν διάφορα ελλείμματα σε διαφορετικά εγκεφαλικά κέντρα που ελέγχουν τη σκέψη, τη συμπεριφορά, τα συναισθήματα και την προσωπικότητα. Καθώς η βάση για όλες μας τις ενέργειες, τις αποφάσεις και τις αντιδράσεις μας είναι ο εγκέφαλος, μία βλάβη σε αυτόν θα επιφέρει και μία ανατρέψιμη ή συχνά ανεπανόρθωτη αλλαγή την οποία δε μπορούμε να ελέγξουμε ή να την εμποδίσουμε να συμβεί. Έτσι η άνοια, ανάλογα με το είδος της και τα κέντρα του εγκεφάλου που επηρεάζει, διαμορφώνει σταδιακά μία διαφορετική προσωπικότητα στον ασθενή η οποία πολλές φορές ξαφνιάζει και θυμώνει τους φροντιστές του.
Παρόλο που δεν είναι εφικτό να σκιαγραφίσουμε με ακρίβεια τις αλλαγές που θα προκύψουν στην προσωπικότητα του ασθενή, καθώς αυτές είναι πάντα σε συνάρτηση με την προσωπικότητά του πριν την εμφάνιση της νόσου, το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, το είδος της άνοιας, την έκταση και τη χρονιότητα της βλάβης στον εγκέφαλο και άλλων παραγόντων, είναι σκόπιμο να αναφερθούν ορισμένα σημεία τα οποία αξίζει να τραβήξουν την προσοχή μας.
Ένα σύνηθες και αρχικό σύμπτωμα είναι ότι εντείνονται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που έχει ήδη ο ασθενής. Για παράδειγμα, μετά την έναρξη της νόσο είναι πιθανόν το άτομο να γίνει ακόμη πιο οξύθυμο, νευρικό, αγχωμένο ή «ξεροκέφαλο» από ό,τι ήταν πιο πριν. Από την άλλη, μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο συγκαταβατικό, φιλικό, πειθήνιο και χαλαρό συγκριτικά με το πως ήταν πριν την άνοια. Τέτοιες αλλαγές δε ξαφνιάζουν συνήθως τους φροντιστές και τους συγγενείς των ασθενών, όμως τους δημιουργούν απορίες και ανησυχίες.
Στον αντίποδα, δεν είναι σπάνιες οι φορές που μετά την έναρξη της άνοιας βγαίνει στην επιφάνεια ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά που δεν είχε μέχρι πρότινος το άτομο. Ένας ανοϊκός ασθενής μπορεί ξαφνικά να γίνει αγενής, δύστροπος στην επικοινωνία, πεισματάρης και ισχυρογνώμων, να παραποιεί λεγόμενα ή συμβάντα και να μην κρατάει τα προσχήματα, ενώ ενδέχεται να μην ήταν τίποτε από όλα αυτά μέχρι να νοσήσει. Επιπλέον, ένας δραστήριος άνθρωπος, γεμάτος ενέργεια και αποφασιστικότητα είναι πιθανό να καταλήξει σε αδράνεια, να δυσκολεύεται να έχει δική του ξεκάθαρη γνώμη και να εξαρτάται άμεσα από τους άλλους.
Η απάθεια, δηλαδή η ξαφνική απουσία πρωτοβουλιών και η απομάκρυνση του ατόμου από τα ενδιαφέροντά του, μπορεί πολλές φορές να λειτουργήσει ως προειδοποίηση για μεγαλύτερες αλλαγές που έπονται εξαιτίας της άνοιας. Συνεπώς, παρατηρώντας τον ηλικιωμένο άνθρωπό μας να χάνει την όρεξή του να ασχοληθεί με πράγματα που μέχρι πρόσφατα τον ευχαριστούσαν, θα χρειαστεί να καταφύγουμε στις απαραίτητες ενέργειες για τη διερεύνηση και τη διαχείριση μίας πιθανής άνοιας.
Τέλος, η κατάθλιψη και το άγχος είναι συχνά αποτελέσματα των προβλημάτων που έχουν ήδη ξεκινήσει εξ αιτίας της νόσου. Ο ασθενής, όσο είναι ενήμερος και σε θέση να αντιληφθεί ότι η ζωή του αλλάζει σε βαθμό που δε μπορεί ο ίδιος πλέον να ρυθμίσει, καταλήγει σε θλίψη και κοινωνική απομόνωση, κάτι που αποδεδειγμένα επιδεινώνει τα υπόλοιπα γνωστικά και συμπεριφορικά συμπτώματα (προβλήματα στη μνήμη, στην επικοινωνία, στον ύπνο, στη λειτουργικότητα, κ.ά.). Έτσι καταδεικνύεται ο πολύ σημαντικός ρόλος του οικογενειακού περιβάλλοντος ήδη από τα πρώτα στάδια της άνοιας, ώστε να ληφθούν οι πιο χρήσιμες αποφάσεις για τον ασθενή.
Ο ανοϊκός ασθενής αλλάζει, εμφανίζει καινούρια, ασταθή προσωπικότητα, αντιλαμβάνεται τον κόσμο διαφορετικά από ό,τι πριν και αντιδράει με τρόπους που δεν τον αντιπροσώπευαν. Είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό πως η καινούρια κατάσταση προκύπτει δίχως να το επιδιώκει ή να το επιθυμεί ο ίδιος. Συμβαίνει λόγω της άνοιας. Γι’ αυτό δε θα πρέπει να πάψουμε να τον αγαπάμε και να τον φροντίζουμε, ακόμη κι αν άθελά του μας θυμώνει.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΑΣ;
Η άνοια είναι ένα φάσμα διαταραχών στη συμπεριφορά, τις γνωστικές λειτουργίες, τα συναισθήματα και τη λειτουργικότητα του ατόμου που επηρεάζει κάθε άτομο διαφορετικά, ανάλογα με την ηλικία, το επάγγελμά του, το φύλο, το μορφωτικό του επίπεδο. Αν και υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές άνοιας, με πιο συχνές την άνοια τύπου Alzheimer, την άνοια μετά από εγκεφαλικά επεισόδια και τη μετωποκροταφική άνοια, τα πρώτα συμπτώματα είναι σχεδόν κοινά σε όλες μορφές.
Απώλεια μνήμης
Από τα πρώτα και πιο εμφανή συμπτώματα των περισσότερων μορφών άνοιας είναι η μειωμένη απόδοση της μνήμης, και κυρίως της βραχύχρονης και πρόσφατης μνήμης. Το άτομο δυσκολεύεται να συγκρατήσει πληροφορίες μέσα σε μία συζήτηση ή να θυμηθεί τι ήθελε να κάνει στα επόμενα λεπτά. Συνήθως συγκρατούνται πληροφορίες του μακρινού παρελθόντος, έστω και κάπως παραποιημένες, όμως πρόσφατες, όπως ένα καινούριο όνομα, ένας αριθμός τηλεφώνου, η χρήση μίας συσκευής, κ.ά. δεν αποθηκεύονται στον εγκέφαλο και κατά συνέπεια δεν υπάρχει μνήμη γι’ αυτά.
Αποπροσανατολισμός στο χώρο και στο χρόνο
Ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα της άνοιας, ειδικά της Νόσου Alzheimer είναι οι ξαφνικές δυσκολίες του ατόμου να προσανατολιστεί στο χώρο και να βρει το δρόμο του, ακόμη και σε γνώριμα μέρη, και σε κάποιες περιπτώσεις και μέσα στο σπίτι του. Από την άλλη, αν και είναι φυσιολογικό να ξεχνάμε όλοι τη σημερινή ημερομηνία, ένα άτομο στην αρχή της άνοιας πιθανόν θα μπερδευτεί με τις χρονικές έννοιες «τώρα, πριν, μετά, παλιά, στο μέλλον, βράδυ, μέρα» και μπορεί να ξεχάσει μία χρονική αλληλουχία γεγονότων όπως τα έχει ζήσει.
Δυσκολίες στη γλώσσα και την ευφράδεια
Η δυσκολία του ατόμου να βρει και να χρησιμοποιήσει τις κατάλληλες λέξεις για να εκφραστεί, έστω κι εάν είναι πολύ συχνές, εκδηλώνεται συνήθως στα πρώιμα στάδια της άνοιας, με αποτέλεσμα ο ασθενής να προσπαθεί να περιγράψει αυτό που θέλει να πει χρησιμοποιώντας άλλες λέξεις ή κινήσεις.
Έλλειψη πρωτοβουλίας και απόσυρση από τα ενδιαφέροντα
Το άτομο αρχίζει να αποσύρεται δίχως λόγο από τις καθημερινές ασχολίες του, δείχνει να χάνει την όρεξή του και την ευχαρίστηση που έπαιρνε από αυτές. Ενδέχεται να μένει περισσότερες ώρες στο σπίτι, να γίνεται παθητικό και να μπερδεύεται πλέον εύκολα με ασχολίες που διεκπεραίωνε με ευκολία στο παρελθόν.
Αλλαγές στη συμπεριφορά και τη διάθεση
Πέρα από τις δυσκολίες που προκύπτουν σε γνωστικό επίπεδο, γίνονται εμφανείς αλλαγές στην κοινωνική συμπεριφορά του ατόμου και τη διάθεση που εκδηλώνει απέναντι σε καταστάσεις και άτομα. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα των οικείων του πως αλλάζει η προσωπικότητά του και νιώθουν να μην αναγνωρίζουν πολλές φορές τον άνθρωπό τους. Ο ασθενής μπορεί να γίνει ευέξαπτος, να τον ενοχλούν θέματα που μέχρι πρόσφατα τα αντιμετώπιζε με ψυχραιμία ή να έχει λιγότερες αναστολές στη συμπεριφορά του.
Συμπερασματικά, η άνοια είναι μία παθολογική κατάσταση η οποία εντάσσει τον ασθενή και τα άτομα που τον περιθάλπουν σε μία καινούρια και απαιτητική φάση ζωής με αυξημένες ανάγκες και απαιτήσεις προσαρμογής. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, υπάρχουν διαφορετικές μορφές άνοιας, και τα συμπτώματα είναι διαφορετικά για τον κάθε ασθενή.
Η νευροψυχολογική αξιολόγηση που διενεργείται στον ασθενή αποτελείται από μία σειρά από δοκιμασίες, μέσα από τα αποτελέσματα των οποίων εντοπίζουμε τόσο τις αντικειμενικές δυσκολίες και τα ελλείμματα του ασθενή σε γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό και λειτουργικό επίπεδο, αλλά και προβλέπουμε την έκβαση της διαταραχής ώστε να καθοδηγήσουμε τους φροντιστές του ατόμου να εφαρμόσουν τεχνικές διαχείρισης της άνοιας που ταιριάζουν στην κατάσταση.
Απώλεια μνήμης
Από τα πρώτα και πιο εμφανή συμπτώματα των περισσότερων μορφών άνοιας είναι η μειωμένη απόδοση της μνήμης, και κυρίως της βραχύχρονης και πρόσφατης μνήμης. Το άτομο δυσκολεύεται να συγκρατήσει πληροφορίες μέσα σε μία συζήτηση ή να θυμηθεί τι ήθελε να κάνει στα επόμενα λεπτά. Συνήθως συγκρατούνται πληροφορίες του μακρινού παρελθόντος, έστω και κάπως παραποιημένες, όμως πρόσφατες, όπως ένα καινούριο όνομα, ένας αριθμός τηλεφώνου, η χρήση μίας συσκευής, κ.ά. δεν αποθηκεύονται στον εγκέφαλο και κατά συνέπεια δεν υπάρχει μνήμη γι’ αυτά.
Αποπροσανατολισμός στο χώρο και στο χρόνο
Ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα της άνοιας, ειδικά της Νόσου Alzheimer είναι οι ξαφνικές δυσκολίες του ατόμου να προσανατολιστεί στο χώρο και να βρει το δρόμο του, ακόμη και σε γνώριμα μέρη, και σε κάποιες περιπτώσεις και μέσα στο σπίτι του. Από την άλλη, αν και είναι φυσιολογικό να ξεχνάμε όλοι τη σημερινή ημερομηνία, ένα άτομο στην αρχή της άνοιας πιθανόν θα μπερδευτεί με τις χρονικές έννοιες «τώρα, πριν, μετά, παλιά, στο μέλλον, βράδυ, μέρα» και μπορεί να ξεχάσει μία χρονική αλληλουχία γεγονότων όπως τα έχει ζήσει.
Δυσκολίες στη γλώσσα και την ευφράδεια
Η δυσκολία του ατόμου να βρει και να χρησιμοποιήσει τις κατάλληλες λέξεις για να εκφραστεί, έστω κι εάν είναι πολύ συχνές, εκδηλώνεται συνήθως στα πρώιμα στάδια της άνοιας, με αποτέλεσμα ο ασθενής να προσπαθεί να περιγράψει αυτό που θέλει να πει χρησιμοποιώντας άλλες λέξεις ή κινήσεις.
Έλλειψη πρωτοβουλίας και απόσυρση από τα ενδιαφέροντα
Το άτομο αρχίζει να αποσύρεται δίχως λόγο από τις καθημερινές ασχολίες του, δείχνει να χάνει την όρεξή του και την ευχαρίστηση που έπαιρνε από αυτές. Ενδέχεται να μένει περισσότερες ώρες στο σπίτι, να γίνεται παθητικό και να μπερδεύεται πλέον εύκολα με ασχολίες που διεκπεραίωνε με ευκολία στο παρελθόν.
Αλλαγές στη συμπεριφορά και τη διάθεση
Πέρα από τις δυσκολίες που προκύπτουν σε γνωστικό επίπεδο, γίνονται εμφανείς αλλαγές στην κοινωνική συμπεριφορά του ατόμου και τη διάθεση που εκδηλώνει απέναντι σε καταστάσεις και άτομα. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα των οικείων του πως αλλάζει η προσωπικότητά του και νιώθουν να μην αναγνωρίζουν πολλές φορές τον άνθρωπό τους. Ο ασθενής μπορεί να γίνει ευέξαπτος, να τον ενοχλούν θέματα που μέχρι πρόσφατα τα αντιμετώπιζε με ψυχραιμία ή να έχει λιγότερες αναστολές στη συμπεριφορά του.
Συμπερασματικά, η άνοια είναι μία παθολογική κατάσταση η οποία εντάσσει τον ασθενή και τα άτομα που τον περιθάλπουν σε μία καινούρια και απαιτητική φάση ζωής με αυξημένες ανάγκες και απαιτήσεις προσαρμογής. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, υπάρχουν διαφορετικές μορφές άνοιας, και τα συμπτώματα είναι διαφορετικά για τον κάθε ασθενή.
Η νευροψυχολογική αξιολόγηση που διενεργείται στον ασθενή αποτελείται από μία σειρά από δοκιμασίες, μέσα από τα αποτελέσματα των οποίων εντοπίζουμε τόσο τις αντικειμενικές δυσκολίες και τα ελλείμματα του ασθενή σε γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό και λειτουργικό επίπεδο, αλλά και προβλέπουμε την έκβαση της διαταραχής ώστε να καθοδηγήσουμε τους φροντιστές του ατόμου να εφαρμόσουν τεχνικές διαχείρισης της άνοιας που ταιριάζουν στην κατάσταση.
ΦΡΟΝΤΙΖΟΝΤΑΣ ΟΣΟΥΣ ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΝ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΑΝΟΙΑ
Η άνοια είναι το αποτέλεσμα μεγάλων και περίπλοκων νευροβιολογικών αλλαγών που πραγματοποιούνται για διάφορους λόγους στον εγκέφαλο ενός ηλικιωμένου, κυρίως, ατόμου. Υπάρχουν διάφοροι τύποι άνοιας, πιο συχνοί εκ των οποίων είναι η Άνοια τύπου Alzheimer και η άνοια μετά από αγγειακά ή ισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια, και κάθε ένας τύπος έχει διαφορετικές αιτίες και επιπτώσεις στο άτομο. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, τα αποτελέσματα που επιφέρει η άνοια στη ζωή του ασθενούς είναι μη αναστρέψιμα και αυτό, παράλληλα με το γεγονός ότι δεν έχει βρεθεί ακόμη φαρμακευτική αγωγή κατά της άνοιας, δημιουργεί μία νέα πραγματικότητα για το άτομο, αλλά και αυτούς που το φροντίζουν.
Τα κύρια συμπτώματα της άνοια είναι η επιδείνωση της ικανότητας της μνήμης και της μάθησης, των λειτουργιών της σκέψης, της προσοχής, της επικοινωνίας και του προσανατολισμού. Ανάλογα με το στάδιο της άνοιας στο οποίο βρίσκεται ο ασθενής, την ηλικία του και τη γενικότερη υγεία του, είναι πιθανό να εκδηλωθούν και άλλα παράπλευρα συμπτώματα όπως αλλαγή στην προσωπικότητα, διακυμάνσεις στη διάθεση, δυσκολίες στον ύπνο και την όρεξη, προβλήματα στην κινητικότητα και το συντονισμό των κινήσεων, πτώση στην καθημερινή λειτουργικότητα και την αυτοφροντίδα. Όλα τα παραπάνω κάνουν την ανάγκη της φροντίδας του ανοϊκού ασθενή από τρίτους επιτακτική.
Οι φροντιστές, οι άνθρωποι που παρέχουν φροντίδα στον ασθενή, είναι συνήθως ο/η σύζυγος ή/και τα παιδιά του, καθώς και το εξειδικευμένο προσωπικό, όπου υπάρχει οικονομική δυνατότητα. Οι φροντιστές αισθάνονται πως φέρουν μεγάλη ευθύνη για την υγεία και την μέριμνα του ανοϊκού ατόμου και συχνά οδηγούνται οικειοθελώς ή μη, να παραμελούν τις προσωπικές τους ανάγκες προκειμένου να δώσουν βαρύτητα στην αντιμετώπιση της άνοιας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη συνήθως ελλειπή ενημέρωση για τη φύση της άνοιας και των βασικών τεχνικών διαχείρισής της δημιουργεί μία συνεχή πίεση στη ζωή των φροντιστών που δεσμεύει σχεδόν όλες τις πτυχές της καθημερινότητάς τους.
Παρακάτω θα περιγραφούν δέκα τεχνικές οι οποίες μπορούν να υιοθετηθούν από τους φροντιστές ώστε να κάνουν πιο εύκολο το έργο τους και να διευκολύνουν τη μέριμνά τους.
Κάντε πιο απλές τις διαδικασίες:
Η άνοια δυσκολεύει τον ασθενή να θυμάται σύνθετες και περίπλοκες διαδικασίες που χρησιμοποιούσε μέχρι πρότινος, αλλά και να προγραμματίσει στην πράξη την εκτέλεσή τους. Δεν χρειάζεται να αποτρέψετε τον ασθενή να ασχολείται με ό,τι έκανε, αλλά φροντίστε να απλουστεύσετε τις διάφορες διαδικασίες, διευκολύνοντάς τον. Για παράδειγμα, οργανώστε τα ντουλάπια της κουζίνας ώστε να είναι μαζεμένα όλα τα σύνεργα και τα υλικά για τον καφέ, για το πρωινό, για γεύματα που του αρέσουν. Χωρίστε τα φάρμακα σε μικρές θήκες για το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ για κάθε ημέρα.
Καθιερώστε καινούριες ρουτίνες:
Μπορείτε να μάθετε, ακόμη και εάν χρειαστεί προσπάθεια, στον ασθενή να υιοθετεί καινούριες ρουτίνες συμπεριφοράς και να ακολουθεί ένα απαραίτητο πρόγραμμα, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία σας. Για παράδειγμα, καθοδηγήστε τον να απομνημονεύσει τη χρήση και την τοποθέτηση της μασέλας, ή των ακουστικών. Εντάξτε μέσα στη μέρα του ασχολείες που μπορεί να πραγματοποιήσει μέσα στο σπίτι, εάν υπάρχει δυσκολία με την προσαρμογή έξω από αυτό.
Μεριμνίστε για την ασφάλεια:
Μία μεγάλη δυσκολία των ασθενών με άνοια είναι η μειωμένη κρίση τους και η αδύναμη αντίληψη του ενδεχόμενου κινδύνου. Ταυτόχρονα, η προσπάθειά τους να διατηρήσουν τις παλιές τους συνήθειες, αγνοώντας ότι πιθανόν δεν είναι σε θέση να το κάνουν, τους κάνει συχνά έκθετους σε κινδύνους ακόμη και μέσα στο σπίτι. Η απομάκρυνση επικίνδυνων αντικειμένων και η τροποποίηση του χώρου στον οποίο διαμένουν θα μείωνε την ανησυχία των φροντιστών. Για παράδειγμα, αντικαταστείστε το καμινέτο και βάλτε διακόπτες ασφαλείας στην κουζίνα. Τοποθετήστε ένα κάθισμα στη μπανιέρα και αλλάξτε τα χαλιά ή τις καρέκλες στις οποίες μπορεί να σκοντάψει ο ασθενής.
Ενθαρρύνετε τον ασθενή να διατηρήσει τις δεξιότητες που έχει ήδη:
Στην άνοια παρατηρείται σταδιακή αποδυνάμωση των δεξιοτήτων του ασθενή, ενώ κάποιες από τις ικανότητές του παραμένουν για ένα διάστημα σε ικανοποιητικό βαθμό. Οι φροντιστές μπορούν να εντοπίσουν τι μπορεί να κάνει ακόμη καλά ο ασθενής και να τον παροτρύνουν να συνεχίσει να το κάνει. Κάτι τέτοιο θα ενισχύσει από τη μία την ανεξαρτησία και την αυτοεκτίμηση του ατόμου και από την άλλη θα μειώσει το φόρτο εργασιών των φροντιστών.
Καθοδηγήστε τον ασθενή να ασχοληθεί με την άσκηση και την υγεία του:
Η απάθεια και η τάση του ανοϊκού ατόμου να παραιτείται από δραστηριότητες που μπορούν να του προκαλέσουν κόπο είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα ακόμη και από τα αρχικά στάδια της άνοιας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει τον ασθενή σε ακινησία και σε συνακόλουθα σωματικά συμπτώματα. Οι φροντιστές μπορούν να εξασφαλίσουν ότι ο ασθενής ασκείται, έστω και στο ελάχιστο, παροτρύνοντάς τον να περπατάει, να πηγαίνει στο καφενείο ή επισκέψεις ή να ασχολείται με χειρονακτικές εργασίες τις οποίες θυμάται.
Εξασφαλίστε τον καλή διατροφή του ατόμου και κάντε εύκολη τη μαγειρική:
Ο υποσιτισμός και η κακής ποιότητας διατροφή είναι σύνηθες φαινόμενο στους ανοϊκούς ασθενείς, προκαλώντας φυσικά πολλές επιπλοκές στην υγεία τους. Τα άτομα είναι πιθανό να ξεχνάνε να μαγειρέψουν ή να φάνε, να αναφέρουν πως δεν έχουν όρεξη ή πως δεν αισθάνονται τη γεύση μίας τροφής και έτσι να λαμβάνουν ελάχιστες πρωτοβουλίες για να ετοιμάσουν το γεύμα τους. Οι φροντιστές μπορούν να εξασφαλίσουν πως οι ασθενείς θα τραφούν σωστά έχοντας έτοιμα γεύματα στο ψυγεία, ή προετοιμάζοντας από το πρωί το τραπέζι με το φαγητό. Συχνά είναι αναγκαίο να επιβεβαιώνουν τηλεφωνικώς πως ο ασθενής έχει φάει.
Διατηρήστε την επικοινωνία με τον ασθενή:
Οι γνωστικές λειτουργίες οι οποίες επηρεάζονται στην άνοια είναι πολλές, όπως ήδη αναφέρθηκε, και δημιουργούν μία σειρά από δυσκολίες στη γλώσσα και την επικοινωνιακή ικανότητα του ατόμου. Οι φροντιστές θα χρειαστεί να προσαρμοστούν σε αυτές τις νέες συνθήκες και να τις κατανοήσουν ώστε να μη χάνουν τη ψυχραιμία τους και να διασφαλίσουν την όσο το δυνατό πιο πλήρη συζήτηση με τον ασθενή. Για παράδειγμα, σιγουρευτείτε πως έχετε τραβήξει την προσοχή του ατόμου όταν του μιλάτε και επιδιώξτε τη βλεμματική επαφή. Όταν θέλετε να δώσετε κάποια εντολή μιλήστε καθαρά, αργά και με σύντομες προτάσεις, επαναλαμβάνοντας εάν χρειαστεί την πρόταση με τον ίδιο ρυθμό. Προσπαθήστε να μη θυμώσετε.
Χρησιμοποιήστε βοηθήματα μνήμης και υπενθυμίσεις:
Ένα βοήθημα μνήμης είναι χρήσιμο όταν είναι ικανό να τραβήξει την προσοχή του ατόμου και να οδηγήσει στην ανάκληση των πληροφορίων που κάθε φορά χρειάζονται. Τέτοια βοηθήματα μπορούν να αξιοποιηθούν στα πρώτα στάδια της άνοιας και τις σχετικά μικρότερες ηλικίες. Για παράδειγμα, κολλήστε ένα χαρτάκι πάνω στην κουζίνα ως υπενθύμιση για το σβήσιμο του ματιού ή αφήστε σε ένα εμφανές σημείο κοντά στο τηλέφωνο τους πιο χρήσιμους τηλεφωνικούς αριθμούς.
Διαχειριστείτε τα οικονομικά και τους λογαριασμούς:
Γίνεται φανερό ήδη από τα πρώτα συμπτώματα της νόσου ότι το άτομο δεν είναι πλέον σε θέση να διαχειρίζεται με ασφάλεια τα χρήματά του, καθώς μπορεί να υποτιμά ή να υπερεκτιμά την αξία των νομισμάτων, να μην υπολογίζει σωστά τα ρέστα ή να αδυνατεί να κάνει προϋπολογισμό για τα ψώνια και τις υποχρεώσεις του. Συμβαίνει ακόμη το γεγονός τα άτομα με άνοια με θυμώνουν όταν αντιλαμβάνονται ότι κάποιος άλλος προσπαθεί να ελέγξει τα οικονομικά τους και να τους περιορίσει. Οι φροντιστές θα μπορούσαν να αφήνουν ένα μικρό ποσό στο πορτοφόλι του ατόμου, αναγκαίο για τις μικρές καθημερινές αγορές και ασχολίες. Μία τέτοια κίνηση θα εφησύχαζε τα άτομα και θα ενίσχυει το αίσθημα της ανεξαρτησίας.
Αποφύγετε τον εκνευρισμό:
Η κατανόηση της φύσης της άνοιας από τη μεριά του φροντιστή είναι σημαντική για πολλούς λόγους, κυρίως όμως για τη διατήρηση της ψυχικής υγείας του ίδιου. Πολύ συχνά συμβαίνει να προκύπτουν στην άνοια διάφορα προβλήματα που αναπόφευκτα εκνευρίζουν τους φροντιστές οι οποίοι «ξεσπάνε» εν τέλει στους ασθενείς. Έχει αποδειχθεί ότι είναι ανώφελο να εκνευρίζεστε με τους ανοϊκούς ασθενείς όταν κάνουν λάθη, δε θυμούνται ή δεν καταλαβαίνουν και να υψώνετε τη φωνή σας. Ο εκνευρισμός προκαλεί άγχος και αρνητικά συναισθήματα σε εσάς και τους ασθενείς τα οποία δυσκολεύουν περισσότερο την κατάσταση.
Γίνεται προφανές πως ο φροντιστής επωμίζεται πολλές υπευθυνότητες φροντίδας του ανοϊκού ατόμου και αυτό του προξενεί ένα εύλογο βάρος. Είναι πολύ σημαντικό ο φροντιστής να συνεχίσει να φροντίζει τον εαυτό του και να μην αφιερώσει την καθημερινότητά του εξολοκλήρου στη μέριμνα του ασθενούς. Η αναζήτηση βοήθειας, από όποια μεριά και εάν προέρχεται, είτε από την οικογένεια, είτε από φίλους ή τρίτους, είναι απαραίτητη και σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να δημιουργεί τύψεις.
Προτρέπονται οι φροντιστές να μοιράζονται τις σκέψεις και τα προβλήματά τους με ανθρώπους που μπορούν να κατανοήσουν την κατάσταση και να δέχονται συμβουλές από άλλους που έχουν παρόμοιες εμπειρίες. Ο προσωπικός χρόνος είναι πολύτιμος και θα πρέπει να αφιερώνεται στις προσωπικές ανάγκες, σε ευχάριστες στιγμές και την ξεκούραση, βάζοντας τα αντίστοιχα όρια μεταξύ φροντίδας και της μέριμνας του ασθενή και του εαυτού του.
Τέλος, είναι σημαντικό να θυμούνται οι φροντιστές πως δεν ευθύνονται οι ίδιοι για την κατάσταση του ασθενή, αλλά η νόσος, και πως είναι άδικο να κατηγορούν τον εαυτό τους. Πολλές φορές, η κατάσταση της υγείας είναι μη ελέγξιμη και η επιδείνωσής της αναπόφευκτη και το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι το να προβλέψουμε και να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες.
«Αν πιάνεις τον εαυτό σου να φροντίζει έναν συγγενή σου με άνοια, οι πιθανότητες να χρειαστείς βοήθεια είναι μεγάλες» Phyllis Logan.
Τα κύρια συμπτώματα της άνοια είναι η επιδείνωση της ικανότητας της μνήμης και της μάθησης, των λειτουργιών της σκέψης, της προσοχής, της επικοινωνίας και του προσανατολισμού. Ανάλογα με το στάδιο της άνοιας στο οποίο βρίσκεται ο ασθενής, την ηλικία του και τη γενικότερη υγεία του, είναι πιθανό να εκδηλωθούν και άλλα παράπλευρα συμπτώματα όπως αλλαγή στην προσωπικότητα, διακυμάνσεις στη διάθεση, δυσκολίες στον ύπνο και την όρεξη, προβλήματα στην κινητικότητα και το συντονισμό των κινήσεων, πτώση στην καθημερινή λειτουργικότητα και την αυτοφροντίδα. Όλα τα παραπάνω κάνουν την ανάγκη της φροντίδας του ανοϊκού ασθενή από τρίτους επιτακτική.
Οι φροντιστές, οι άνθρωποι που παρέχουν φροντίδα στον ασθενή, είναι συνήθως ο/η σύζυγος ή/και τα παιδιά του, καθώς και το εξειδικευμένο προσωπικό, όπου υπάρχει οικονομική δυνατότητα. Οι φροντιστές αισθάνονται πως φέρουν μεγάλη ευθύνη για την υγεία και την μέριμνα του ανοϊκού ατόμου και συχνά οδηγούνται οικειοθελώς ή μη, να παραμελούν τις προσωπικές τους ανάγκες προκειμένου να δώσουν βαρύτητα στην αντιμετώπιση της άνοιας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη συνήθως ελλειπή ενημέρωση για τη φύση της άνοιας και των βασικών τεχνικών διαχείρισής της δημιουργεί μία συνεχή πίεση στη ζωή των φροντιστών που δεσμεύει σχεδόν όλες τις πτυχές της καθημερινότητάς τους.
Παρακάτω θα περιγραφούν δέκα τεχνικές οι οποίες μπορούν να υιοθετηθούν από τους φροντιστές ώστε να κάνουν πιο εύκολο το έργο τους και να διευκολύνουν τη μέριμνά τους.
Κάντε πιο απλές τις διαδικασίες:
Η άνοια δυσκολεύει τον ασθενή να θυμάται σύνθετες και περίπλοκες διαδικασίες που χρησιμοποιούσε μέχρι πρότινος, αλλά και να προγραμματίσει στην πράξη την εκτέλεσή τους. Δεν χρειάζεται να αποτρέψετε τον ασθενή να ασχολείται με ό,τι έκανε, αλλά φροντίστε να απλουστεύσετε τις διάφορες διαδικασίες, διευκολύνοντάς τον. Για παράδειγμα, οργανώστε τα ντουλάπια της κουζίνας ώστε να είναι μαζεμένα όλα τα σύνεργα και τα υλικά για τον καφέ, για το πρωινό, για γεύματα που του αρέσουν. Χωρίστε τα φάρμακα σε μικρές θήκες για το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ για κάθε ημέρα.
Καθιερώστε καινούριες ρουτίνες:
Μπορείτε να μάθετε, ακόμη και εάν χρειαστεί προσπάθεια, στον ασθενή να υιοθετεί καινούριες ρουτίνες συμπεριφοράς και να ακολουθεί ένα απαραίτητο πρόγραμμα, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία σας. Για παράδειγμα, καθοδηγήστε τον να απομνημονεύσει τη χρήση και την τοποθέτηση της μασέλας, ή των ακουστικών. Εντάξτε μέσα στη μέρα του ασχολείες που μπορεί να πραγματοποιήσει μέσα στο σπίτι, εάν υπάρχει δυσκολία με την προσαρμογή έξω από αυτό.
Μεριμνίστε για την ασφάλεια:
Μία μεγάλη δυσκολία των ασθενών με άνοια είναι η μειωμένη κρίση τους και η αδύναμη αντίληψη του ενδεχόμενου κινδύνου. Ταυτόχρονα, η προσπάθειά τους να διατηρήσουν τις παλιές τους συνήθειες, αγνοώντας ότι πιθανόν δεν είναι σε θέση να το κάνουν, τους κάνει συχνά έκθετους σε κινδύνους ακόμη και μέσα στο σπίτι. Η απομάκρυνση επικίνδυνων αντικειμένων και η τροποποίηση του χώρου στον οποίο διαμένουν θα μείωνε την ανησυχία των φροντιστών. Για παράδειγμα, αντικαταστείστε το καμινέτο και βάλτε διακόπτες ασφαλείας στην κουζίνα. Τοποθετήστε ένα κάθισμα στη μπανιέρα και αλλάξτε τα χαλιά ή τις καρέκλες στις οποίες μπορεί να σκοντάψει ο ασθενής.
Ενθαρρύνετε τον ασθενή να διατηρήσει τις δεξιότητες που έχει ήδη:
Στην άνοια παρατηρείται σταδιακή αποδυνάμωση των δεξιοτήτων του ασθενή, ενώ κάποιες από τις ικανότητές του παραμένουν για ένα διάστημα σε ικανοποιητικό βαθμό. Οι φροντιστές μπορούν να εντοπίσουν τι μπορεί να κάνει ακόμη καλά ο ασθενής και να τον παροτρύνουν να συνεχίσει να το κάνει. Κάτι τέτοιο θα ενισχύσει από τη μία την ανεξαρτησία και την αυτοεκτίμηση του ατόμου και από την άλλη θα μειώσει το φόρτο εργασιών των φροντιστών.
Καθοδηγήστε τον ασθενή να ασχοληθεί με την άσκηση και την υγεία του:
Η απάθεια και η τάση του ανοϊκού ατόμου να παραιτείται από δραστηριότητες που μπορούν να του προκαλέσουν κόπο είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα ακόμη και από τα αρχικά στάδια της άνοιας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει τον ασθενή σε ακινησία και σε συνακόλουθα σωματικά συμπτώματα. Οι φροντιστές μπορούν να εξασφαλίσουν ότι ο ασθενής ασκείται, έστω και στο ελάχιστο, παροτρύνοντάς τον να περπατάει, να πηγαίνει στο καφενείο ή επισκέψεις ή να ασχολείται με χειρονακτικές εργασίες τις οποίες θυμάται.
Εξασφαλίστε τον καλή διατροφή του ατόμου και κάντε εύκολη τη μαγειρική:
Ο υποσιτισμός και η κακής ποιότητας διατροφή είναι σύνηθες φαινόμενο στους ανοϊκούς ασθενείς, προκαλώντας φυσικά πολλές επιπλοκές στην υγεία τους. Τα άτομα είναι πιθανό να ξεχνάνε να μαγειρέψουν ή να φάνε, να αναφέρουν πως δεν έχουν όρεξη ή πως δεν αισθάνονται τη γεύση μίας τροφής και έτσι να λαμβάνουν ελάχιστες πρωτοβουλίες για να ετοιμάσουν το γεύμα τους. Οι φροντιστές μπορούν να εξασφαλίσουν πως οι ασθενείς θα τραφούν σωστά έχοντας έτοιμα γεύματα στο ψυγεία, ή προετοιμάζοντας από το πρωί το τραπέζι με το φαγητό. Συχνά είναι αναγκαίο να επιβεβαιώνουν τηλεφωνικώς πως ο ασθενής έχει φάει.
Διατηρήστε την επικοινωνία με τον ασθενή:
Οι γνωστικές λειτουργίες οι οποίες επηρεάζονται στην άνοια είναι πολλές, όπως ήδη αναφέρθηκε, και δημιουργούν μία σειρά από δυσκολίες στη γλώσσα και την επικοινωνιακή ικανότητα του ατόμου. Οι φροντιστές θα χρειαστεί να προσαρμοστούν σε αυτές τις νέες συνθήκες και να τις κατανοήσουν ώστε να μη χάνουν τη ψυχραιμία τους και να διασφαλίσουν την όσο το δυνατό πιο πλήρη συζήτηση με τον ασθενή. Για παράδειγμα, σιγουρευτείτε πως έχετε τραβήξει την προσοχή του ατόμου όταν του μιλάτε και επιδιώξτε τη βλεμματική επαφή. Όταν θέλετε να δώσετε κάποια εντολή μιλήστε καθαρά, αργά και με σύντομες προτάσεις, επαναλαμβάνοντας εάν χρειαστεί την πρόταση με τον ίδιο ρυθμό. Προσπαθήστε να μη θυμώσετε.
Χρησιμοποιήστε βοηθήματα μνήμης και υπενθυμίσεις:
Ένα βοήθημα μνήμης είναι χρήσιμο όταν είναι ικανό να τραβήξει την προσοχή του ατόμου και να οδηγήσει στην ανάκληση των πληροφορίων που κάθε φορά χρειάζονται. Τέτοια βοηθήματα μπορούν να αξιοποιηθούν στα πρώτα στάδια της άνοιας και τις σχετικά μικρότερες ηλικίες. Για παράδειγμα, κολλήστε ένα χαρτάκι πάνω στην κουζίνα ως υπενθύμιση για το σβήσιμο του ματιού ή αφήστε σε ένα εμφανές σημείο κοντά στο τηλέφωνο τους πιο χρήσιμους τηλεφωνικούς αριθμούς.
Διαχειριστείτε τα οικονομικά και τους λογαριασμούς:
Γίνεται φανερό ήδη από τα πρώτα συμπτώματα της νόσου ότι το άτομο δεν είναι πλέον σε θέση να διαχειρίζεται με ασφάλεια τα χρήματά του, καθώς μπορεί να υποτιμά ή να υπερεκτιμά την αξία των νομισμάτων, να μην υπολογίζει σωστά τα ρέστα ή να αδυνατεί να κάνει προϋπολογισμό για τα ψώνια και τις υποχρεώσεις του. Συμβαίνει ακόμη το γεγονός τα άτομα με άνοια με θυμώνουν όταν αντιλαμβάνονται ότι κάποιος άλλος προσπαθεί να ελέγξει τα οικονομικά τους και να τους περιορίσει. Οι φροντιστές θα μπορούσαν να αφήνουν ένα μικρό ποσό στο πορτοφόλι του ατόμου, αναγκαίο για τις μικρές καθημερινές αγορές και ασχολίες. Μία τέτοια κίνηση θα εφησύχαζε τα άτομα και θα ενίσχυει το αίσθημα της ανεξαρτησίας.
Αποφύγετε τον εκνευρισμό:
Η κατανόηση της φύσης της άνοιας από τη μεριά του φροντιστή είναι σημαντική για πολλούς λόγους, κυρίως όμως για τη διατήρηση της ψυχικής υγείας του ίδιου. Πολύ συχνά συμβαίνει να προκύπτουν στην άνοια διάφορα προβλήματα που αναπόφευκτα εκνευρίζουν τους φροντιστές οι οποίοι «ξεσπάνε» εν τέλει στους ασθενείς. Έχει αποδειχθεί ότι είναι ανώφελο να εκνευρίζεστε με τους ανοϊκούς ασθενείς όταν κάνουν λάθη, δε θυμούνται ή δεν καταλαβαίνουν και να υψώνετε τη φωνή σας. Ο εκνευρισμός προκαλεί άγχος και αρνητικά συναισθήματα σε εσάς και τους ασθενείς τα οποία δυσκολεύουν περισσότερο την κατάσταση.
Γίνεται προφανές πως ο φροντιστής επωμίζεται πολλές υπευθυνότητες φροντίδας του ανοϊκού ατόμου και αυτό του προξενεί ένα εύλογο βάρος. Είναι πολύ σημαντικό ο φροντιστής να συνεχίσει να φροντίζει τον εαυτό του και να μην αφιερώσει την καθημερινότητά του εξολοκλήρου στη μέριμνα του ασθενούς. Η αναζήτηση βοήθειας, από όποια μεριά και εάν προέρχεται, είτε από την οικογένεια, είτε από φίλους ή τρίτους, είναι απαραίτητη και σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να δημιουργεί τύψεις.
Προτρέπονται οι φροντιστές να μοιράζονται τις σκέψεις και τα προβλήματά τους με ανθρώπους που μπορούν να κατανοήσουν την κατάσταση και να δέχονται συμβουλές από άλλους που έχουν παρόμοιες εμπειρίες. Ο προσωπικός χρόνος είναι πολύτιμος και θα πρέπει να αφιερώνεται στις προσωπικές ανάγκες, σε ευχάριστες στιγμές και την ξεκούραση, βάζοντας τα αντίστοιχα όρια μεταξύ φροντίδας και της μέριμνας του ασθενή και του εαυτού του.
Τέλος, είναι σημαντικό να θυμούνται οι φροντιστές πως δεν ευθύνονται οι ίδιοι για την κατάσταση του ασθενή, αλλά η νόσος, και πως είναι άδικο να κατηγορούν τον εαυτό τους. Πολλές φορές, η κατάσταση της υγείας είναι μη ελέγξιμη και η επιδείνωσής της αναπόφευκτη και το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι το να προβλέψουμε και να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες.
«Αν πιάνεις τον εαυτό σου να φροντίζει έναν συγγενή σου με άνοια, οι πιθανότητες να χρειαστείς βοήθεια είναι μεγάλες» Phyllis Logan.
ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΚΑΙ ΠΩς ΤΟ ΠΡΑΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ;
Ο εγκέφαλος είναι το όργανο το οποίο ρυθμίζει όλες τις βασικές λειτουργίες του σώματός μας, όπως την κίνησή μας, τον ύπνο μας και την όρεξή μας για φαγητό. Ακόμη, με τη βοήθεια του εγκεφάλου μαθαίνουμε καινούρια πράγματα, απομνημονεύουμε πληροφορίες, θυμόμαστε πρόσωπα, τηλέφωνα και γεγονότα, καταλαβαίνουμε τον συνομιλητή μας, βρίσκουμε τις κατάλληλες λέξεις για μία συζήτηση, ελέγχουμε τα συναισθήματά μας και εκδηλώνουμε τις επιθυμίες μας και τη συμπεριφορά μας, κ.ά. Κάθε μία από αυτές τις ικανότητες σχετίζεται με διαφορετικό «κέντρο» του εγκεφάλου μας.
Η καλή κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο αποτελεί προϋπόθεση για όλες τις παραπάνω λειτουργίες και είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Η σωστή λειτουργία της καρδιάς, ο υγιεινός τρόπος ζωής, η σωστή (μεσογειακή) διατροφή, η σωματική και ψυχική ευεξία, η απουσία ασθενειών είναι κάποιες από τις προϋποθέσεις που όταν εξασφαλίζονται μπορούμε να συμπεραίνουμε πως η κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο πραγματοποιείται σωστά.
Υπάρχουν όμως καταστάσεις κατά τις οποίες η σωματική μας υγεία αντιμετωπίζει προβλήματα τα οποία μπορούν να επηρεάσουν και την υγεία του εγκεφάλου μας: υψηλή αρτηριακή πίεση, αρρυθμίες της καρδιάς, χοληστερίνη, χρόνιο κάπνισμα, διαβήτης, προηγούμενο ιστορικό καρδιο/αγγειοπάθειας, άγχος, στρες και συμπτώματα κλινικής κατάθλιψης.
Τα παραπάνω μπορούν να εμποδίσουν τη σωστή κυκλοφορία του αίματος και του οξυγόνου στον εγκέφαλό μας προκαλώντας διάφορες επιπλοκές. Όταν δημιουργηθεί κάποια βλάβη σε ένα ή περισσότερα κέντρα του εγκεφάλου, λόγω της μη σωστής αιμάτωσης, η αντίστοιχη ικανότητά μας θα μειωθεί ή θα χαθεί. Τέτοιες βλάβες μπορούν να οδηγήσουν και στην εμφάνιση άνοιας ή άλλων διαταραχών όπως κατάθλιψη και αφασία.
Σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών μία πολύ συχνή αιτία βλάβης των κέντρων του εγκεφάλου είναι το εγκεφαλικό επεισόδιο. Υπάρχουν δύο τύποι εγκεφαλικού επεισοδίου, ανάλογα με το είδος της βλάβης που δημιουργείται στον εγκέφαλο: το ισχαιμικό και το αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ανάλογα με την έκταση της βλάβης και τα κέντρα που έχουν πληγεί από το επεισόδιο μπορούν να προκύψουν διάφορα συμπτώματα, τα οποία ανάλογα με την ηλικία μας, το εκπαιδευτικό μας επίπεδο και το φύλο μας έχουν συνέπειες στην καθημερινή μας ζωή και τη λειτουργικότητά μας.
Τα πιο συνηθισμένα αρχικά συμπτώματα αμέσως μετά από ένα εγκεφαλικό είναι η ζάλη, ο έντονος πονοκέφαλος, η σύγχυση και δυσκολίες στην ομιλία, την επικοινωνία, την κίνηση και τη βάδιση. Είναι πολύ σημαντικό ο ασθενής να δράσει άμεσα στα πρώτα στάδια ενός εγκεφαλικού και να ενημερώσει τον ιατρό του ή να επισκεφθεί ένα κέντρο υγείας. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο ένας ασθενής ο οποίος έχει ήδη ιστορικό εγκεφαλικών ή βρίσκεται σε κάποια από τις παραπάνω καταστάσεις να ενημερώνει τον ιατρό του και να αποφεύγει όλα εκείνα τα οποία μπορούν να τον θέσουν σε κίνδυνο.
Τα συμπτώματα ενός εγκεφαλικού είναι συνήθως πολυεπίπεδα και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. Οι επιπτώσεις στη σωματική υγεία μπορούν να ρυθμιστούν με τη βελτίωση του τρόπου ζωής και ταυτόχρονα με τη λήψη της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής.
Από την άλλη, τα συμπτώματα στη νοητική υγεία δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν με τους παραπάνω τρόπος, συνεπώς είναι αναγκαίες διαφορετικού είδους παρεμβάσεις. Οι βλάβες στη μνήμη, την επικοινωνία, τη διάθεση, την ικανότητα για προσοχή και συγκέντρωση, τη διαχείριση της συμπεριφοράς απαιτούν συγκεκριμένες στρατηγικές αντιμετώπισης που έχουν ως στόχο να βελτιώσουν την κατάσταση του ασθενούς και να τον κάνουν και πάλι λειτουργικό. Τέτοιες στρατηγικές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες και τη ζωή του ασθενούς ώστε να επιτευχθούν τα καλύτερα μακροχρόνια αποτελέσματα και συνήθως προσφέρονται μέσω της γνωστικής αποκατάστασης, της λογοθεραπείας ή της εργοθεραπείας.
Τα αποτελέσματα ενός εγκεφαλικού μπορούν ως ένα βαθμό να είναι αναστρέψιμα· η ζωή του ασθενούς μπορεί να βελτιωθεί και να ξεπεραστούν κάποια προβλήματα, ανάλογα με την ηλικία του, το προηγούμενο ιστορικό του και τη γενική του υγεία.
Γενικά, ο υγιεινός τρόπος ζωής είναι η σημαντικότερη μέθοδος πρόληψης κατά των εγκεφαλικών επεισοδίων. Η διατροφή χαμηλή σε λιπαρά και πλούσια σε φυτικές ίνες είναι ένα καλό παράδειγμα υγείας και ευεξίας. Ακόμη, η σωματική άσκηση και το περπάτημα διατηρούν την καρδιά σε καλή φόρμα και βοηθούν στην ορθή κυκλοφορία του αίματος. Η περιορισμένη (ή ελάχιστη) κατανάλωση αλκοόλ, η αποφυγή του καπνίσματος, η διατήρηση μίας ήρεμης και θετικής διάθεσης, η ρύθμιση μέσω φαρμάκων της χοληστερίνης, της υπέρτασης και του σακχάρου μειώνουν αρκετά τις πιθανότητες ενός εγκεφαλικού.
Το ρητό πως η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία βρίσκει πολύ καλή εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση και μας υπενθυμίζει πως με το πέρας των χρόνων, το σώμα μας γίνεται ευάλωτο κι επιρρεπές σε παθολογικές καταστάσεις, για τις οποίες μπορούμε μέσω του τρόπου ζωής μας να μειώσουμε τις πιθανότητες.
Η καλή κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο αποτελεί προϋπόθεση για όλες τις παραπάνω λειτουργίες και είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Η σωστή λειτουργία της καρδιάς, ο υγιεινός τρόπος ζωής, η σωστή (μεσογειακή) διατροφή, η σωματική και ψυχική ευεξία, η απουσία ασθενειών είναι κάποιες από τις προϋποθέσεις που όταν εξασφαλίζονται μπορούμε να συμπεραίνουμε πως η κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο πραγματοποιείται σωστά.
Υπάρχουν όμως καταστάσεις κατά τις οποίες η σωματική μας υγεία αντιμετωπίζει προβλήματα τα οποία μπορούν να επηρεάσουν και την υγεία του εγκεφάλου μας: υψηλή αρτηριακή πίεση, αρρυθμίες της καρδιάς, χοληστερίνη, χρόνιο κάπνισμα, διαβήτης, προηγούμενο ιστορικό καρδιο/αγγειοπάθειας, άγχος, στρες και συμπτώματα κλινικής κατάθλιψης.
Τα παραπάνω μπορούν να εμποδίσουν τη σωστή κυκλοφορία του αίματος και του οξυγόνου στον εγκέφαλό μας προκαλώντας διάφορες επιπλοκές. Όταν δημιουργηθεί κάποια βλάβη σε ένα ή περισσότερα κέντρα του εγκεφάλου, λόγω της μη σωστής αιμάτωσης, η αντίστοιχη ικανότητά μας θα μειωθεί ή θα χαθεί. Τέτοιες βλάβες μπορούν να οδηγήσουν και στην εμφάνιση άνοιας ή άλλων διαταραχών όπως κατάθλιψη και αφασία.
Σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών μία πολύ συχνή αιτία βλάβης των κέντρων του εγκεφάλου είναι το εγκεφαλικό επεισόδιο. Υπάρχουν δύο τύποι εγκεφαλικού επεισοδίου, ανάλογα με το είδος της βλάβης που δημιουργείται στον εγκέφαλο: το ισχαιμικό και το αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο.
- Ένα ισχαιμικό επεισόδιο προκαλείται όταν ένας θρόμβος φράζει ένα αιμοφόρο αγγείο του εγκεφάλου με αποτέλεσμα να διακόπτεται η συνεχής ροή αίματος προς αυτόν. Το αποτέλεσμα ενός ισχαιμικού επεισοδίου είναι το εγκεφαλικό κέντρο που οξυγονωνόταν από το συγκεκριμένο αγγείο να μην αιματώνεται πλέον σωστά, άρα να υπολειτουργεί.
- Ένα αγγειακό επεισόδιο προκαλείται όταν ένα αιμοφόρο αγγείο το οποίο βρίσκεται είτε στην επιφάνεια, είτε στο εσωτερικό του εγκεφάλου, διαρρηγνύεται με αποτέλεσμα να γεμίσει η γύρω περιοχή με αίμα. Και σε αυτή την περίπτωση, η κυκλοφορία του αίματος στα αντίστοιχα κέντρα διακόπτεται.
Ανάλογα με την έκταση της βλάβης και τα κέντρα που έχουν πληγεί από το επεισόδιο μπορούν να προκύψουν διάφορα συμπτώματα, τα οποία ανάλογα με την ηλικία μας, το εκπαιδευτικό μας επίπεδο και το φύλο μας έχουν συνέπειες στην καθημερινή μας ζωή και τη λειτουργικότητά μας.
Τα πιο συνηθισμένα αρχικά συμπτώματα αμέσως μετά από ένα εγκεφαλικό είναι η ζάλη, ο έντονος πονοκέφαλος, η σύγχυση και δυσκολίες στην ομιλία, την επικοινωνία, την κίνηση και τη βάδιση. Είναι πολύ σημαντικό ο ασθενής να δράσει άμεσα στα πρώτα στάδια ενός εγκεφαλικού και να ενημερώσει τον ιατρό του ή να επισκεφθεί ένα κέντρο υγείας. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο ένας ασθενής ο οποίος έχει ήδη ιστορικό εγκεφαλικών ή βρίσκεται σε κάποια από τις παραπάνω καταστάσεις να ενημερώνει τον ιατρό του και να αποφεύγει όλα εκείνα τα οποία μπορούν να τον θέσουν σε κίνδυνο.
Τα συμπτώματα ενός εγκεφαλικού είναι συνήθως πολυεπίπεδα και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. Οι επιπτώσεις στη σωματική υγεία μπορούν να ρυθμιστούν με τη βελτίωση του τρόπου ζωής και ταυτόχρονα με τη λήψη της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής.
Από την άλλη, τα συμπτώματα στη νοητική υγεία δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν με τους παραπάνω τρόπος, συνεπώς είναι αναγκαίες διαφορετικού είδους παρεμβάσεις. Οι βλάβες στη μνήμη, την επικοινωνία, τη διάθεση, την ικανότητα για προσοχή και συγκέντρωση, τη διαχείριση της συμπεριφοράς απαιτούν συγκεκριμένες στρατηγικές αντιμετώπισης που έχουν ως στόχο να βελτιώσουν την κατάσταση του ασθενούς και να τον κάνουν και πάλι λειτουργικό. Τέτοιες στρατηγικές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες και τη ζωή του ασθενούς ώστε να επιτευχθούν τα καλύτερα μακροχρόνια αποτελέσματα και συνήθως προσφέρονται μέσω της γνωστικής αποκατάστασης, της λογοθεραπείας ή της εργοθεραπείας.
Τα αποτελέσματα ενός εγκεφαλικού μπορούν ως ένα βαθμό να είναι αναστρέψιμα· η ζωή του ασθενούς μπορεί να βελτιωθεί και να ξεπεραστούν κάποια προβλήματα, ανάλογα με την ηλικία του, το προηγούμενο ιστορικό του και τη γενική του υγεία.
Γενικά, ο υγιεινός τρόπος ζωής είναι η σημαντικότερη μέθοδος πρόληψης κατά των εγκεφαλικών επεισοδίων. Η διατροφή χαμηλή σε λιπαρά και πλούσια σε φυτικές ίνες είναι ένα καλό παράδειγμα υγείας και ευεξίας. Ακόμη, η σωματική άσκηση και το περπάτημα διατηρούν την καρδιά σε καλή φόρμα και βοηθούν στην ορθή κυκλοφορία του αίματος. Η περιορισμένη (ή ελάχιστη) κατανάλωση αλκοόλ, η αποφυγή του καπνίσματος, η διατήρηση μίας ήρεμης και θετικής διάθεσης, η ρύθμιση μέσω φαρμάκων της χοληστερίνης, της υπέρτασης και του σακχάρου μειώνουν αρκετά τις πιθανότητες ενός εγκεφαλικού.
Το ρητό πως η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία βρίσκει πολύ καλή εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση και μας υπενθυμίζει πως με το πέρας των χρόνων, το σώμα μας γίνεται ευάλωτο κι επιρρεπές σε παθολογικές καταστάσεις, για τις οποίες μπορούμε μέσω του τρόπου ζωής μας να μειώσουμε τις πιθανότητες.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΩΡΙΜΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
Η αυτοεκτίμηση αφορά το πόσο και το πως εκτιμούμε την αξία των χαρακτηριστικών μας και την αξία που έχουμε ως άνθρωποι γενικά. Όλοι μας έχουμε αυτοεκτίμηση, αλλά διαφέρουμε στο βαθμό στον οποίο αυτή είναι υψηλή ή χαμηλή. Η αυτοεκτίμηση είναι δυνατό να μεταβάλλεται με τον χρόνο και να διαμορφώνεται ανάλογα με το στάδιο της ηλικίας μας και τη φάση ζωής μας.
Στο στάδιο της ώριμης ανάπτυξής του ο άνθρωπος συνήθως κάνει τον απολογισμό του, αναγνωρίζει τις σχέσεις του, αναλογίζεται τα θετικά και τα αρνητικά που έχουν επέλθει (είτε τα επιδίωξε είτε όχι) στη ζωή του. Αυτή η διαδικασία, παρότι πολύ χρήσιμη ψυχολογικά, παραβλέπεται από τους ανθρώπους τρίτης ηλικίας είτε ως κάτι που δεν έχει νόημα, είτε ως κάτι άγνωστο που δε γνωρίζουν πως να το προσεγγίζουν.
Οι παρακάτω ασκήσεις θα σας βοηθήσουν να αναγνωρίζετε το βαθμό ή και να βελτιώσετε την αυτοεκτίμησή σας:
Αν οι παραπάνω ασκήσεις σας φαίνονται δύσκολες ή δυσνόητες, ζητήστε τη βοήθεια ενός ανθρώπου που εμπιστεύεστε για να σας βοηθήσει να τις απαντήσετε. Δοκιμάστε να ασχοληθείτε με μία άσκηση κάθε εβδομάδα και παρατηρήστε πως αλλάζει η διάθεσή σας μετά από κάθε άσκηση.
Στο στάδιο της ώριμης ανάπτυξής του ο άνθρωπος συνήθως κάνει τον απολογισμό του, αναγνωρίζει τις σχέσεις του, αναλογίζεται τα θετικά και τα αρνητικά που έχουν επέλθει (είτε τα επιδίωξε είτε όχι) στη ζωή του. Αυτή η διαδικασία, παρότι πολύ χρήσιμη ψυχολογικά, παραβλέπεται από τους ανθρώπους τρίτης ηλικίας είτε ως κάτι που δεν έχει νόημα, είτε ως κάτι άγνωστο που δε γνωρίζουν πως να το προσεγγίζουν.
Οι παρακάτω ασκήσεις θα σας βοηθήσουν να αναγνωρίζετε το βαθμό ή και να βελτιώσετε την αυτοεκτίμησή σας:
- Ερμηνεία φωτογραφιών
Επίλεξε 5 διαφορετικές φωτογραφίες σου από διαφορετικές φάσεις της ζωής σου. Παρατήρησε το πρόσωπό σου και τη στάση του σώματός σου. Τι θα σκεφτόσουν σήμερα εάν έβλεπες τον εαυτό σου ζωντανά σε αυτές τις φάσεις; Κατάγραψε τα συμπεράσματά σου.
Προσπάθησε να θυμηθείς ένα επίτευγμά σου ή κάτι για το οποίο αισθανόσουν περήφανος/η σε κάθε μία περίοδο της ζωής σου. Σημείωσε και πάλι τις εντυπώσεις σου. - Τα θετικά μου χαρακτηριστικά
Προσπάθησε να σκεφτείς και να γράψεις 5 θετικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς σου που θυμάσαι να έχεις από την παιδική σου ηλικία. Σημείωσε άλλα 4 διαφορετικά χαρακτηριστικά που απέκτησες στην ενήλικη ζωή και άλλα 3 που θεωρείς ότι διαμόρφωσες τώρα, μεγαλώνοντας. Συζήτησέ τα με τον πιο κοντινό σου άνθρωπο, αφού τα καταγράψεις, για να δεις και τη δική του γνώμη. - Διδάγματα ζωής
Αν η ζωή μας μπορούσε να αναπαρασταθεί με ένα δέντρο, στις ρίζες του οποίου θα μπορούσαμε να βάλουμε «τα μαθήματα ζωής»: όλα εκείνα τα σημαντικά που μάθαμε στο βίο μας για τον εαυτό μας και τον κόσμο, και που είναι χρήσιμες γνώσεις ακόμη και σήμερα. Ποια διδάγματα θα έγραφες στις ρίζες του δικού σου δέντρου ζωής; - Τι προσφορές έχω κάνει στους άλλους;
Για κάποιους ανθρώπους θεωρείται αυτονόητο και δεδομένο το ότι θα προσφέρουν στους δικούς τους ψυχολογικά και υλικά αγαθά συνεχώς, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν για να τα καταφέρουν. Διάλεξε 4 κοντινούς σου ανθρώπους και σημείωσε σε ένα χαρτί όσα αισθάνεσαι πως τους έχεις προσφέρει, καθώς και τι χρειάστηκε να κάνεις για να τα καταφέρεις. Προσπάθησε να αναγνωρίσεις συναισθήματα θυμού, αδικίας ή θλίψης, που ίσως προκύψουν σε αυτή τη διαδικασία, κι άφησέ τα να φύγουν. Εστίασε στη χαρά της προσφοράς. - Ευγνωμοσύνη
Για ποια πράγματα που υπάρχουν ή έχουν υπάρξει στη ζωή σου αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη; Πως φαντάζεσαι πως θα ήταν η ζωή σου εάν όλα αυτά τα υπάρχοντα, ή ένα σημαντικό μέρος αυτών, έλειπε; Εξήγησε τις σκέψεις σου στον πιο κοντινό σου άνθρωπο. - Τι έχω καταφέρει στους ρόλους της ζωής μου;
Οι κοινωνικοί ρόλοι που υπηρετούμε σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας αφορούν στο επάγγελμά μας, στο ρόλο που έχουμε ως σύζυγοι, γονείς, παιδιά, παππούδες, νοικοκυρές, κ.ά. Κάποιους από τους ρόλους μας τους επιλέγουμε, κι άλλοι απλώς προκύπτουν. Επίλεξε τους 3 πιο σημαντικούς ρόλους που «υπηρετείς» στη ζωή σου σήμερα και γράψε τα κυριότερα και τα πιο θετικά αποτελέσματα που έχεις καταφέρει σε αυτούς τους ρόλους. - Ο κύκλος της εκτίμησης
Επίλεξε 6 ανθρώπους με τους οποίους έχετε αμοιβαίο αλληλοσεβασμό και γράψε τα ονόματά τους σε μία στήλη. Αν ρωτούσες κάθε έναν από αυτούς τι εκτιμάει σε εσένα, τι θα έλεγε; Γράψε τις απαντήσεις που υποθέτεις ότι θα σου έδιναν δίπλα στα ονόματά τους. Έπειτα, μπορείς να επιβεβαιώσεις τις υποθέσεις σου ρωτώντας τους. - Η προσωπική μου ιστορία
Αν θα μπορούσες να αφηγηθείς την ιστορία της ζωής σου, δίνοντας έμφαση σε όσα έχεις καταφέρει μέχρι σήμερα, στους σημαντικούς ανθρώπους που έχεις γύρω σου και στον τρόπο που αντιμετώπισες τις μεγαλύτερες δυσκολίες σου, πώς θα ήταν αυτή η ιστορία; Αφού τη σκεφτείς και τη συνθέσεις, μπορείς να την αφηγηθείς σε έναν αρκετά μικρότερό σου (π.χ. σε ένα εγγόνι σου) και να παρατηρήσεις πως ένιωθε ή πως αντιδρούσε καθώς την άκουγε.
Αν οι παραπάνω ασκήσεις σας φαίνονται δύσκολες ή δυσνόητες, ζητήστε τη βοήθεια ενός ανθρώπου που εμπιστεύεστε για να σας βοηθήσει να τις απαντήσετε. Δοκιμάστε να ασχοληθείτε με μία άσκηση κάθε εβδομάδα και παρατηρήστε πως αλλάζει η διάθεσή σας μετά από κάθε άσκηση.
Η ΕΥΠΙΣΤΙΑ, Η ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΪΚΕΣ ΙΔΕΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΑ
Μία από τις πρώτες ικανότητες που χάνονται στην άνοια είναι η κριτική σκέψη και η κοινωνική νόηση, δηλαδή το σύνολο των ικανοτήτων που βοηθούν το άτομο να αξιολογήσει μία κοινωνική κατάσταση, να αναγνωρίζει τις παραμέτρους που τη διαμορφώνουν, να πράττει ανάλογα και να κρίνει μετέπειτα και τη δική του συμπεριφορά και των άλλων. Καθώς οι υπόλοιπες γνωστικές δεξιότητες, όπως είναι η μνήμη, η προσοχή, η γλώσσα κ.ά., εξασθενούν κι αυτές σταδιακά με την πάροδο της άνοιας, ο ασθενής ενδέχεται να φτάσει στο σημείο να παρασύρεσαι από τις αυθόρμητες σκέψεις, τις φοβίες και τις επιθυμίες του, δίχως να είναι σε θέση να τις αξιολογήσει ως ορθές, αποτελεσματικές ή ασφαλείς για τον ίδιο και τους άλλους εξαιτίας των γνωστικών του ελλειμμάτων.
Νευροαπεικονιστικές μελέτες σε ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ και Μετωποκροταφική άνοια έχουν διαπιστώσει πως η φθορά των νευρώνων στον μετωπιαίο φλοιό, μία περιοχή του εγκεφάλου η οποία «στεγάζει» τις ανώτερες γνωστικές μας λειτουργίες, όπως είναι η κριτική σκέψη, σχετίζεται με την αυξημένη τάση των ασθενών για ευπιστία. Για την ακρίβεια, τα άτομα δυσκολεύονται να διακρίνουν το ψέμα από την αλήθεια στα λεγόμενα κάποιου, δεν αναγνωρίζουν μικροεκφράσεις και τη γλώσσα του σώματος και αγνοούν τις επιβλαβείς προθέσεις των άλλων, με αποτέλεσμα να γίνονται ευκολόπιστα, είτε να πέφτουν θύματα σε κακοπροαίρετες πράξεις.
Συχνά, οι φροντιστές των ανοϊκών ασθενών διαπιστώνουν με έκπληξη πως ο ηλικιωμένος άνοιξε την πόρτα του σε αγνώστους, δώρισε αντικείμενα ή χρήματα, εμπιστεύτηκε προσωπικές του πληροφορίες, κ.ά. Σε τέτοιες καταστάσεις, η συνεχής παρακολούθηση και επιτήρηση του ασθενή, ή τουλάχιστον η διασφάλιση ότι θα παραμείνει ασφαλής, είναι απαραίτητη.
Ταυτόχρονα, ένα άλλο αρκετά συχνό φαινόμενο στην άνοια είναι δυσπιστία, οι παρερμηνίες και οι παρανοϊκές ιδέες. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω και είναι ήδη γνωστό, οι λειτουργίες της μνήμης γνωρίζουν όλο και μεγαλύτερη φθορά, κι έτσι συναντώνται σημαντικά ελλείμματα στην πρόσφατη επεισοδιακή αυτοβιογραφική μνήμη (η ικανότητα του ατόμου να θυμάται όσα έζησε, άκουσε ή πληροφορήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν), την μνήμη προσώπων και την εργαζόμενη μνήμη (η ικανότητα του ατόμου να επεξεργάζεται, να κατανοεί και κατόπιν να αποθηκεύει πληροφορίες που μόλις έλαβε).
Κατά συνέπεια, δημιουργούνται «κενά» στη μνήμη του ασθενή τα οποία προσπαθεί συχνά να συμπληρώσει με αυθαίρετες πληροφορίες ή εντυπώσεις που του δημιουργούνται εκείνη τη στιγμή και πιθανότατα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Η πιο συνήθης κατάσταση είναι όταν ο ασθενής ξεχνάει που έχει βάλει δικά του αντικείμενα ή τα χάνει, και άμεσα κατηγορεί συγκεκριμένα πρόσωπα για κλοπή και δόλο. Ο ασθενής γίνεται πολύ δύσπιστος ως προς αυτό το πρόσωπο και, ακόμη κι αν είναι ο μοναδικός φροντιστής του, δε συνεργάζεται μαζί του, του φέρνει αντιστάσεις και το κατηγορεί ευθέως. Κατ’ επέκταση, ο φροντιστής ματαιώνεται, πληγώνεται και προσπαθεί συνεχώς να εντοπίσει, εις μάτην, του λόγους για τους οποίους ο ασθενής έχει τέτοια αντιμετώπιση απέναντί του.
Όταν η δυσπιστία του ασθενή παγιώνεται και ο φόβος του γίνεται συστηματικός, εμφανίζονται παρανοϊκές ιδέες που μπορεί να οδηγήσουν τον ασθενή σε μεγάλη αναστάτωση, στην έλλειψη ύπνου, ακόμη και τον τραυματισμό του ιδίου ή άλλων. Οι παρανοϊκες ιδέες είναι διαστρεβλωμένες αντιλήψεις και πεποιθήσεις για την πραγματικότητα και σχετίζονται με φόβους ότι κάποιος θέλει να βλάψει τον ίδιο τον ασθενή. Σε αυτά τα πλαίσια, ο ηλικιωμένος με άνοια ενδέχεται να παρερμηνεύσει λόγια και πράξεις από το κοινωνικό του περιβάλλον, να αναστατωθεί και να οδηγηθεί σε έντονο στρες. Προτείνεται στα πρόσωπα που δέχονται κατηγορίες από τον ηλικιωμένο να κατανοήσουν ότι αυτές δεν είναι προσωπικές προσβολές και ότι στην ουσία δεν απευθύνονται σε αυτούς τους ίδιους. Παράλληλα, είναι χρήσιμο να βρίσκουν τρόπους να κρατούν τον ανοϊκό ασθενή ήρεμο και ασφαλή.
Οι φροντιστές θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για σχετικά φαινόμενα μόλις ο ηλικιωμένος παρουσιάσει άνοια και να επιδιώκουν να ενημερώνονται ορθά και επαρκώς, διαφυλάττοντας πάντα την ασφάλεια και τη ψυχραιμία του ασθενή.
Νευροαπεικονιστικές μελέτες σε ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ και Μετωποκροταφική άνοια έχουν διαπιστώσει πως η φθορά των νευρώνων στον μετωπιαίο φλοιό, μία περιοχή του εγκεφάλου η οποία «στεγάζει» τις ανώτερες γνωστικές μας λειτουργίες, όπως είναι η κριτική σκέψη, σχετίζεται με την αυξημένη τάση των ασθενών για ευπιστία. Για την ακρίβεια, τα άτομα δυσκολεύονται να διακρίνουν το ψέμα από την αλήθεια στα λεγόμενα κάποιου, δεν αναγνωρίζουν μικροεκφράσεις και τη γλώσσα του σώματος και αγνοούν τις επιβλαβείς προθέσεις των άλλων, με αποτέλεσμα να γίνονται ευκολόπιστα, είτε να πέφτουν θύματα σε κακοπροαίρετες πράξεις.
Συχνά, οι φροντιστές των ανοϊκών ασθενών διαπιστώνουν με έκπληξη πως ο ηλικιωμένος άνοιξε την πόρτα του σε αγνώστους, δώρισε αντικείμενα ή χρήματα, εμπιστεύτηκε προσωπικές του πληροφορίες, κ.ά. Σε τέτοιες καταστάσεις, η συνεχής παρακολούθηση και επιτήρηση του ασθενή, ή τουλάχιστον η διασφάλιση ότι θα παραμείνει ασφαλής, είναι απαραίτητη.
Ταυτόχρονα, ένα άλλο αρκετά συχνό φαινόμενο στην άνοια είναι δυσπιστία, οι παρερμηνίες και οι παρανοϊκές ιδέες. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω και είναι ήδη γνωστό, οι λειτουργίες της μνήμης γνωρίζουν όλο και μεγαλύτερη φθορά, κι έτσι συναντώνται σημαντικά ελλείμματα στην πρόσφατη επεισοδιακή αυτοβιογραφική μνήμη (η ικανότητα του ατόμου να θυμάται όσα έζησε, άκουσε ή πληροφορήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν), την μνήμη προσώπων και την εργαζόμενη μνήμη (η ικανότητα του ατόμου να επεξεργάζεται, να κατανοεί και κατόπιν να αποθηκεύει πληροφορίες που μόλις έλαβε).
Κατά συνέπεια, δημιουργούνται «κενά» στη μνήμη του ασθενή τα οποία προσπαθεί συχνά να συμπληρώσει με αυθαίρετες πληροφορίες ή εντυπώσεις που του δημιουργούνται εκείνη τη στιγμή και πιθανότατα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Η πιο συνήθης κατάσταση είναι όταν ο ασθενής ξεχνάει που έχει βάλει δικά του αντικείμενα ή τα χάνει, και άμεσα κατηγορεί συγκεκριμένα πρόσωπα για κλοπή και δόλο. Ο ασθενής γίνεται πολύ δύσπιστος ως προς αυτό το πρόσωπο και, ακόμη κι αν είναι ο μοναδικός φροντιστής του, δε συνεργάζεται μαζί του, του φέρνει αντιστάσεις και το κατηγορεί ευθέως. Κατ’ επέκταση, ο φροντιστής ματαιώνεται, πληγώνεται και προσπαθεί συνεχώς να εντοπίσει, εις μάτην, του λόγους για τους οποίους ο ασθενής έχει τέτοια αντιμετώπιση απέναντί του.
Όταν η δυσπιστία του ασθενή παγιώνεται και ο φόβος του γίνεται συστηματικός, εμφανίζονται παρανοϊκές ιδέες που μπορεί να οδηγήσουν τον ασθενή σε μεγάλη αναστάτωση, στην έλλειψη ύπνου, ακόμη και τον τραυματισμό του ιδίου ή άλλων. Οι παρανοϊκες ιδέες είναι διαστρεβλωμένες αντιλήψεις και πεποιθήσεις για την πραγματικότητα και σχετίζονται με φόβους ότι κάποιος θέλει να βλάψει τον ίδιο τον ασθενή. Σε αυτά τα πλαίσια, ο ηλικιωμένος με άνοια ενδέχεται να παρερμηνεύσει λόγια και πράξεις από το κοινωνικό του περιβάλλον, να αναστατωθεί και να οδηγηθεί σε έντονο στρες. Προτείνεται στα πρόσωπα που δέχονται κατηγορίες από τον ηλικιωμένο να κατανοήσουν ότι αυτές δεν είναι προσωπικές προσβολές και ότι στην ουσία δεν απευθύνονται σε αυτούς τους ίδιους. Παράλληλα, είναι χρήσιμο να βρίσκουν τρόπους να κρατούν τον ανοϊκό ασθενή ήρεμο και ασφαλή.
Οι φροντιστές θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για σχετικά φαινόμενα μόλις ο ηλικιωμένος παρουσιάσει άνοια και να επιδιώκουν να ενημερώνονται ορθά και επαρκώς, διαφυλάττοντας πάντα την ασφάλεια και τη ψυχραιμία του ασθενή.
ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΑΣ
Η εμφάνιση των πρώτων ανοϊκών συμπτωμάτων σε έναν ασθενή τρίτης, ή ακόμη και μέσης ηλικίας, είναι συχνά ένα απροσδόκητο γεγονός το οποίο πιάνει τόσο το ίδιο το άτομο, όσο και την οικογένειά του εξαπίνης. Το οικογενειακό σύστημα ενδέχεται να αντιδράσει μπροστά σε μία τέτοια ανακοίνωση με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς θα μπορούσε να ήταν η μεταφορά του ασθενή σε εξειδικευμένη κλινική περίθαλψης ανοϊκών ασθενών, όμως σε αυτό το άρθρο θα δοθεί εστίαση στις περιπτώσεις όπου η οικογένεια φροντίζει να παραμένει ο ασθενής σε οικείο περιβάλλον, πολύ συχνά -τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της νόσου- στο δικό του σπίτι.
Μία σειρά από μεταβολές στη γενικότερη συμπεριφορά του ασθενή προβληματίζουν τη στενή οικογένεια και της δημιουργούν αμηχανία και ανησυχία. Μέχρι τη στιγμή που οι συγγενείς θα λάβουν ορθή και εμπεριστατωμένη διάγνωση και καθοδήγηση, η οικογένεια αντιδράει συνήθως στις απροσδόκητες αλλαγές που εμφανίζει ο ανοϊκός με προβληματισμό. Ανάλογα με την ποιότητα των σχέσεων που χαρακτηρίζουν τη δομή της εκάστοτε οικογένειας, «κινητοποιείται» κι ο αντίστοιχος αριθμός των μελών της με στόχο τη διαχείριση των συμπτωμάτων.
Όταν ο ασθενής λάβει τη διάγνωση κάποιας μορφής άνοιας, τυπικά τα μέλη της οικογένειας που θα επιφορτιστούν με τη φροντίδα του ασθενή οφείλουν να λάβουν ενημέρωση για το στάδιο της υγείας του, κατευθύνσεις για τη βέλτιστη αντιμετώπιση της καινούριας κατάστασης και ίσως κάποια αδρή πρόβλεψη για τα επόμενα στάδια σε συνάρτηση με το χρόνο. Οι οικογένειες που προνοούν για την έγκαιρη κι έγκυρη διάγνωση και λήψη συμβουλών είναι πάντοτε πιο προετοιμασμένες κι οργανωμένες απέναντι στην εξέλιξη της νόσου.
Η παραμονή ενός ηλικιωμένου ανθρώπου με πρώιμη άνοια στο σπίτι του έχει συνήθως περισσότερα θετικά αποτελέσματα απ’ ό,τι αρνητικά. Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί πως οι αλλαγές στο περιβάλλον, και δη οι ξαφνικές, ενδέχεται να τρομάξουν τον ασθενή και να αυξήσουν τα επίπεδα άγχους του. Έτσι, γίνεται η πρόταση να προσπαθεί η οικογένεια να διατηρήσει, όσο γίνεται, το οικείο περιβάλλον του σπιτιού του ασθενή όπως ήταν πριν την εμφάνιση της νόσου. Το περιβάλλον δεν αποτελείται μόνο από τα έπιπλά, τη διακόσμηση και τους τοίχους, αλλά και από τους ανθρώπους, τις σχέσεις και τις συνήθειες. Η οικογένεια που περιθάλπει αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να διατηρήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σε αυτά που γνώριζε ο ασθενής πριν την έναρξη της ασθένειας, και σε αυτά που η νόσος επιτάσσει να αλλάξουν.
Μία από τις συνθήκες που ωθούν τους συγγενείς σε αλλαγές είναι ο χρόνος που περνάνε με τον ασθενή. Συχνά, ο/η σύζυγος, εάν είναι στη ζωή, είναι κι αυτός/η σε μεγάλη ηλικία και δεν έχει ούτε τις σωματικές και ψυχικές αντοχές για τη διαχείριση της άνοιας, και συχνά ούτε την ευελιξία που απαιτείται. Επιπρόσθετα κινητά και αισθητηριακά προβλήματα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα για παροχή φροντίδας μόνο από τον/την σύζυγο. Αναπόφευκτα, συνεπώς, ένα μερίδιο της περίθαλψης βαραίνει και τους νεώτερους της οικογένειας, συνήθως τα παιδιά και τα εγγόνια.
Δεδομένου ότι και οι πιο νέοι συγγενείς διατηρούν τις δικές τους υποχρεώσεις στη δική τους ζωή, δεν είναι σπάνιο να αισθάνονται πως επιβαρύνονται με μία κατάσταση την οποία δε γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίσουν και τους δαπανάει χρόνο και διάθεση. Στις περιπτώσεις δε, που τα πιο νέα μέλη της οικογένειας είναι απολύτως και πολύ συχνά απαραίτητα στη φροντίδα του ασθενή, είναι πιθανό να δημιουργηθούν ενδοοικογενειακές τριβές και διαφωνίες ως προς το μοίρασμα του χρόνου. Ωστόσο, η θετική στάση και η ύπαρξη θετικών συναισθημάτων, όπως η αγάπη και η συμπόνια, μεταξύ των μελών «απορροφάει» τέτοιους κραδασμούς και διευκολύνει την επικοινωνία.
Μία από τις αλλαγές που καλείται να αντιμετωπίσει η οικογένεια είναι και το οικονομικό κόστος που προκύπτει από την άνοια. Σε όσο πιο μικρή ηλικία εμφανίζεται η άνοια, τόσο πιο έντονα απομακρύνει τον ασθενή από την παραγωγική διαδικασία. Στις μέρες μας που το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί λόγω των ιατρικών επιτευγμάτων, ακόμη κι ένας άνθρωπος ηλικίας 75 ετών ενδέχεται να είναι ικανός να παράξει κάποιου είδους εργασία με τις αντίστοιχες οικονομικές απολαβές. Η εμφάνιση της άνοιας θα στερήσει όχι μόνο από τον ασθενή αυτή τη δυνατότητα, αλλά θα δημιουργήσει δυσκολίες στην εργασία του/της συζύγου και των άλλων συγγενών-φροντιστών.
Τέλος, ένα αποτέλεσμα της εμφάνισης των ανοϊκών συμπτωμάτων είναι οι αλλαγές στην προσωπικότητα, στην επικοινωνία και την καθημερινή λειτουργικότητα του ανθρώπου, σε συνάρτηση φυσικά με τη μορφή και το στάδιο της άνοιας στην εκάστοτε περίπτωση. Είναι σύνηθες φαινόμενο να παρατηρούν οι συγγενείς και οι σύζυγοι πως δεν «αναγνωρίζουν» πια τον άνθρωπό τους. Τα καινούρια δεδομένα που φέρει η άνοια στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του ασθενή είναι απρόβλεπτα και ίσως αντίθετα από αυτά που υπήρχαν πριν την άνοια. Τέτοιες αλλαγές διαταράσσουν τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση και τη μοναξιά του ανθρώπου με άνοια. Οι συζυγικές και γονεϊκές σχέσεις ενδέχεται να είναι επιρρεπής στις μεταβολές της προσωπικότητας και να υποστούν ρήξεις. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είχε σημαντικές συνέπειες στην πορεία της νόσου.
Η άφιξη της άνοιας δεν αφήνει ατάραχη την οικογένεια του ασθενή, αλλά αντίθετα επηρεάζει τις ισορροπίες της και δημιουργεί καινούρια δεδομένα. Η θετική στάση, η ευελιξία, η οικογενειακή συνοχή και η ορθή ενημέρωση είναι κάποιοι από τους σημαντικούς παράγοντες, που όταν υπάρχουν, η οικογένεια αντιμετωπίζει την άνοια ως μία διαχειρίσιμη κατάσταση, κι όχι ως αιτία για προστριβές. Αξίζει να σημειωθεί πως η παραμονή του ασθενή σε ένα σταθερό, ασφαλές, ήρεμο και οικείο περιβάλλον όχι μόνο βοηθάει την ψυχική κατάσταση του ασθενή, αλλά διευκολύνει και τη συνεργασία με τους φροντιστές του.
Μία σειρά από μεταβολές στη γενικότερη συμπεριφορά του ασθενή προβληματίζουν τη στενή οικογένεια και της δημιουργούν αμηχανία και ανησυχία. Μέχρι τη στιγμή που οι συγγενείς θα λάβουν ορθή και εμπεριστατωμένη διάγνωση και καθοδήγηση, η οικογένεια αντιδράει συνήθως στις απροσδόκητες αλλαγές που εμφανίζει ο ανοϊκός με προβληματισμό. Ανάλογα με την ποιότητα των σχέσεων που χαρακτηρίζουν τη δομή της εκάστοτε οικογένειας, «κινητοποιείται» κι ο αντίστοιχος αριθμός των μελών της με στόχο τη διαχείριση των συμπτωμάτων.
Όταν ο ασθενής λάβει τη διάγνωση κάποιας μορφής άνοιας, τυπικά τα μέλη της οικογένειας που θα επιφορτιστούν με τη φροντίδα του ασθενή οφείλουν να λάβουν ενημέρωση για το στάδιο της υγείας του, κατευθύνσεις για τη βέλτιστη αντιμετώπιση της καινούριας κατάστασης και ίσως κάποια αδρή πρόβλεψη για τα επόμενα στάδια σε συνάρτηση με το χρόνο. Οι οικογένειες που προνοούν για την έγκαιρη κι έγκυρη διάγνωση και λήψη συμβουλών είναι πάντοτε πιο προετοιμασμένες κι οργανωμένες απέναντι στην εξέλιξη της νόσου.
Η παραμονή ενός ηλικιωμένου ανθρώπου με πρώιμη άνοια στο σπίτι του έχει συνήθως περισσότερα θετικά αποτελέσματα απ’ ό,τι αρνητικά. Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί πως οι αλλαγές στο περιβάλλον, και δη οι ξαφνικές, ενδέχεται να τρομάξουν τον ασθενή και να αυξήσουν τα επίπεδα άγχους του. Έτσι, γίνεται η πρόταση να προσπαθεί η οικογένεια να διατηρήσει, όσο γίνεται, το οικείο περιβάλλον του σπιτιού του ασθενή όπως ήταν πριν την εμφάνιση της νόσου. Το περιβάλλον δεν αποτελείται μόνο από τα έπιπλά, τη διακόσμηση και τους τοίχους, αλλά και από τους ανθρώπους, τις σχέσεις και τις συνήθειες. Η οικογένεια που περιθάλπει αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να διατηρήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σε αυτά που γνώριζε ο ασθενής πριν την έναρξη της ασθένειας, και σε αυτά που η νόσος επιτάσσει να αλλάξουν.
Μία από τις συνθήκες που ωθούν τους συγγενείς σε αλλαγές είναι ο χρόνος που περνάνε με τον ασθενή. Συχνά, ο/η σύζυγος, εάν είναι στη ζωή, είναι κι αυτός/η σε μεγάλη ηλικία και δεν έχει ούτε τις σωματικές και ψυχικές αντοχές για τη διαχείριση της άνοιας, και συχνά ούτε την ευελιξία που απαιτείται. Επιπρόσθετα κινητά και αισθητηριακά προβλήματα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα για παροχή φροντίδας μόνο από τον/την σύζυγο. Αναπόφευκτα, συνεπώς, ένα μερίδιο της περίθαλψης βαραίνει και τους νεώτερους της οικογένειας, συνήθως τα παιδιά και τα εγγόνια.
Δεδομένου ότι και οι πιο νέοι συγγενείς διατηρούν τις δικές τους υποχρεώσεις στη δική τους ζωή, δεν είναι σπάνιο να αισθάνονται πως επιβαρύνονται με μία κατάσταση την οποία δε γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίσουν και τους δαπανάει χρόνο και διάθεση. Στις περιπτώσεις δε, που τα πιο νέα μέλη της οικογένειας είναι απολύτως και πολύ συχνά απαραίτητα στη φροντίδα του ασθενή, είναι πιθανό να δημιουργηθούν ενδοοικογενειακές τριβές και διαφωνίες ως προς το μοίρασμα του χρόνου. Ωστόσο, η θετική στάση και η ύπαρξη θετικών συναισθημάτων, όπως η αγάπη και η συμπόνια, μεταξύ των μελών «απορροφάει» τέτοιους κραδασμούς και διευκολύνει την επικοινωνία.
Μία από τις αλλαγές που καλείται να αντιμετωπίσει η οικογένεια είναι και το οικονομικό κόστος που προκύπτει από την άνοια. Σε όσο πιο μικρή ηλικία εμφανίζεται η άνοια, τόσο πιο έντονα απομακρύνει τον ασθενή από την παραγωγική διαδικασία. Στις μέρες μας που το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί λόγω των ιατρικών επιτευγμάτων, ακόμη κι ένας άνθρωπος ηλικίας 75 ετών ενδέχεται να είναι ικανός να παράξει κάποιου είδους εργασία με τις αντίστοιχες οικονομικές απολαβές. Η εμφάνιση της άνοιας θα στερήσει όχι μόνο από τον ασθενή αυτή τη δυνατότητα, αλλά θα δημιουργήσει δυσκολίες στην εργασία του/της συζύγου και των άλλων συγγενών-φροντιστών.
Τέλος, ένα αποτέλεσμα της εμφάνισης των ανοϊκών συμπτωμάτων είναι οι αλλαγές στην προσωπικότητα, στην επικοινωνία και την καθημερινή λειτουργικότητα του ανθρώπου, σε συνάρτηση φυσικά με τη μορφή και το στάδιο της άνοιας στην εκάστοτε περίπτωση. Είναι σύνηθες φαινόμενο να παρατηρούν οι συγγενείς και οι σύζυγοι πως δεν «αναγνωρίζουν» πια τον άνθρωπό τους. Τα καινούρια δεδομένα που φέρει η άνοια στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του ασθενή είναι απρόβλεπτα και ίσως αντίθετα από αυτά που υπήρχαν πριν την άνοια. Τέτοιες αλλαγές διαταράσσουν τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση και τη μοναξιά του ανθρώπου με άνοια. Οι συζυγικές και γονεϊκές σχέσεις ενδέχεται να είναι επιρρεπής στις μεταβολές της προσωπικότητας και να υποστούν ρήξεις. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είχε σημαντικές συνέπειες στην πορεία της νόσου.
Η άφιξη της άνοιας δεν αφήνει ατάραχη την οικογένεια του ασθενή, αλλά αντίθετα επηρεάζει τις ισορροπίες της και δημιουργεί καινούρια δεδομένα. Η θετική στάση, η ευελιξία, η οικογενειακή συνοχή και η ορθή ενημέρωση είναι κάποιοι από τους σημαντικούς παράγοντες, που όταν υπάρχουν, η οικογένεια αντιμετωπίζει την άνοια ως μία διαχειρίσιμη κατάσταση, κι όχι ως αιτία για προστριβές. Αξίζει να σημειωθεί πως η παραμονή του ασθενή σε ένα σταθερό, ασφαλές, ήρεμο και οικείο περιβάλλον όχι μόνο βοηθάει την ψυχική κατάσταση του ασθενή, αλλά διευκολύνει και τη συνεργασία με τους φροντιστές του.
ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ
Αν σας ζητηθεί να κλείσετε τα μάτια, και να φέρετε στο νου σας ένα αγαπημένο σας τραγούδι που συνδέεται με όμορφες αναμνήσεις, ποιο τραγούδι θα ήταν αυτό; Κάντε ένα μικρό διάλειμμα από την ανάγνωση αυτού του άρθρου και προχωρήστε στην παραπάνω άσκηση, δίνοντας έμφαση στις αναμνήσεις που διεγείρονται από το συγκεκριμένο τραγούδι.
Ο ήχος, ο ρυθμός, η μελωδία συνοδεύουν τον άνθρωπο ήδη από τις πρώτες του μέρες ως έμβρυο, όταν κυοφορούταν στην κοιλιά της μητέρας του και ερχόταν σε επαφή με τους ήχους του σώματός της, αλλά και τους ήχους του περιβάλλοντος μέσα από το σώμα της. Η ευεργετική επίδραση της μουσικής στα έμβρυα, τα νεογνά, τα βρέφη και τα νήπια (ηλικίες στις οποίες δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί η λογική σκέψη και η γλώσσα) έχει αποδειχθεί ερευνητικά και συνεχίζει να ελκύει την προσοχή των επιστημόνων. Ένα ασφαλές συμπέρασμα όλων των ερευνών είναι πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει εξελιχθεί για να επεξεργάζεται τη μουσική και να επωφελείται από αυτήν.
Πλείστα δεδομένα καταδεικνύουν τη χρησιμότητα της μουσικής στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας και τη συνεισφορά της στις ψυχολογικές λειτουργίες τους. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει δοθεί στις μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις στην άνοια μέσω της μουσικής, καθώς η ακρόαση μουσικής έχει συνδεθεί με την ενεργοποίηση συναισθημάτων η οποία μπορεί να οδηγήσει στην επαναφορά αναμνήσεων και πληροφοριών που συνήθως λόγω των γνωστικών ελλειμμάτων στην άνοια δεν ανακαλούνται εύκολα.
Σε ανθρώπους με φυσιολογικό γήρας η ακρόαση μουσικής έχει συνδεθεί ερευνητικά με συναισθηματική ευφορία, αποβολή του άγχους και των αρνητικών σκέψεων, κοινωνική αλληλεπίδραση με αγαπημένα πρόσωπα, αίσθημα πληρότητας και επίγνωσης του εαυτού, ενθάρρυνση και κινητοποίηση σε δύσκολες καταστάσεις.
Ακόμη, τα οφέλη της μουσικής έχουν αποδειχθεί και αναφορικά με τις γνωστικές λειτουργίες των ατόμων τρίτης ηλικίας, καθώς έχει φανεί πως η μουσική η οποία ενεργοποιεί θετικά συναισθήματα (συνήθως εύθυμη ορχηστρική μουσική) αυξάνει την ταχύτητα νοητικής επεξεργασίας, τη συγκέντρωση και την παραγωγικότητα και ενισχύει τις λειτουργίες της μνήμης. Τέλος, συμβάλλει στις διαδικασίες της αυτοβιογραφικής μνήμης, δηλαδή της ικανότητάς μας αποθηκεύουμε στη μνήμη μας γεγονότα που έχουμε ζήσει και να τα ανασύρουμε από τη μνήμη μας όποτε τα χρειαζόμαστε.
Σημαντικό στοιχείο στις εν λόγω ερευνητικές μελέτες είναι ότι τα οφέλη της μουσικής στους συμμετέχοντες μεγιστοποιούνται όταν αυτοί ακούν εξατομικευμένες λίστες με τα αγαπημένα τους τραγούδια. Φαίνεται πως ο εγκέφαλός μας, και πιο ειδικά ο εγκέφαλος των ανθρώπων στη τρίτη ηλικία, ευεργετείται περισσότερο όταν ακούει μελωδίες που έχει συνηθίσει και αγαπήσει.
Ταυτόχρονα, αξιοσημείωτες είναι οι θετικές συνέπειες της μουσικής σε νευροεκφυλιστικές παθήσεις, όπως η Νόσος Alzheimer και άλλες άνοιες. Η μελωδία συνεισφέρει στην αποβολή του θυμού και της έντασης (συχνά συμπτώματα στην άνοια), βοηθάει στη χαλάρωση και την ηρεμία, καταπραΰνει τη νοητική και συναισθηματική σύγχυση στην οποία μπορεί να βρίσκονται οι ανοϊκοί ασθενείς, συμβάλλει στη θετική διάθεση και την επικοινωνία μεταξύ των ασθενών και των φροντιστών.
Επιπλέον, πρόσφατα ερευνητικά στοιχεία από ασθενείς με κινητικές δυσκολίες ή παθήσεις, όπως η Νόσος Πάρκινσον, εξηγούν πως εξαιτίας των πολλαπλών κέντρων του εγκεφάλου τα οποία συνδέονται με την επεξεργασία της μουσικής, η ακρόαση μίας ρυθμικής μελωδίας υποβοηθάει τη λειτουργία εκείνων των σημείων του εγκεφάλου που συνδέονται με την κίνηση, τη βάδιση και τη στάση του σώματος.
Συνοπτικά, η επίδραση που έχει η μουσική στον εγκέφαλο των ανθρώπων και κυρίως των ηλικιωμένων συνεχίζει να προσελκύει το μεγάλο ενδιαφέρον των ερευνητών, μιας και διαφαίνεται πως οι εφαρμογές της είναι ευρείες. Πιο πρακτικά μπορείτε να ακολουθήσετε τις παρακάτω προτροπές, ή να τις προσαρμόσετε στα δικά σας ενδιαφέροντα:
Ο ήχος, ο ρυθμός, η μελωδία συνοδεύουν τον άνθρωπο ήδη από τις πρώτες του μέρες ως έμβρυο, όταν κυοφορούταν στην κοιλιά της μητέρας του και ερχόταν σε επαφή με τους ήχους του σώματός της, αλλά και τους ήχους του περιβάλλοντος μέσα από το σώμα της. Η ευεργετική επίδραση της μουσικής στα έμβρυα, τα νεογνά, τα βρέφη και τα νήπια (ηλικίες στις οποίες δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί η λογική σκέψη και η γλώσσα) έχει αποδειχθεί ερευνητικά και συνεχίζει να ελκύει την προσοχή των επιστημόνων. Ένα ασφαλές συμπέρασμα όλων των ερευνών είναι πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει εξελιχθεί για να επεξεργάζεται τη μουσική και να επωφελείται από αυτήν.
Πλείστα δεδομένα καταδεικνύουν τη χρησιμότητα της μουσικής στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας και τη συνεισφορά της στις ψυχολογικές λειτουργίες τους. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει δοθεί στις μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις στην άνοια μέσω της μουσικής, καθώς η ακρόαση μουσικής έχει συνδεθεί με την ενεργοποίηση συναισθημάτων η οποία μπορεί να οδηγήσει στην επαναφορά αναμνήσεων και πληροφοριών που συνήθως λόγω των γνωστικών ελλειμμάτων στην άνοια δεν ανακαλούνται εύκολα.
Σε ανθρώπους με φυσιολογικό γήρας η ακρόαση μουσικής έχει συνδεθεί ερευνητικά με συναισθηματική ευφορία, αποβολή του άγχους και των αρνητικών σκέψεων, κοινωνική αλληλεπίδραση με αγαπημένα πρόσωπα, αίσθημα πληρότητας και επίγνωσης του εαυτού, ενθάρρυνση και κινητοποίηση σε δύσκολες καταστάσεις.
Ακόμη, τα οφέλη της μουσικής έχουν αποδειχθεί και αναφορικά με τις γνωστικές λειτουργίες των ατόμων τρίτης ηλικίας, καθώς έχει φανεί πως η μουσική η οποία ενεργοποιεί θετικά συναισθήματα (συνήθως εύθυμη ορχηστρική μουσική) αυξάνει την ταχύτητα νοητικής επεξεργασίας, τη συγκέντρωση και την παραγωγικότητα και ενισχύει τις λειτουργίες της μνήμης. Τέλος, συμβάλλει στις διαδικασίες της αυτοβιογραφικής μνήμης, δηλαδή της ικανότητάς μας αποθηκεύουμε στη μνήμη μας γεγονότα που έχουμε ζήσει και να τα ανασύρουμε από τη μνήμη μας όποτε τα χρειαζόμαστε.
Σημαντικό στοιχείο στις εν λόγω ερευνητικές μελέτες είναι ότι τα οφέλη της μουσικής στους συμμετέχοντες μεγιστοποιούνται όταν αυτοί ακούν εξατομικευμένες λίστες με τα αγαπημένα τους τραγούδια. Φαίνεται πως ο εγκέφαλός μας, και πιο ειδικά ο εγκέφαλος των ανθρώπων στη τρίτη ηλικία, ευεργετείται περισσότερο όταν ακούει μελωδίες που έχει συνηθίσει και αγαπήσει.
Ταυτόχρονα, αξιοσημείωτες είναι οι θετικές συνέπειες της μουσικής σε νευροεκφυλιστικές παθήσεις, όπως η Νόσος Alzheimer και άλλες άνοιες. Η μελωδία συνεισφέρει στην αποβολή του θυμού και της έντασης (συχνά συμπτώματα στην άνοια), βοηθάει στη χαλάρωση και την ηρεμία, καταπραΰνει τη νοητική και συναισθηματική σύγχυση στην οποία μπορεί να βρίσκονται οι ανοϊκοί ασθενείς, συμβάλλει στη θετική διάθεση και την επικοινωνία μεταξύ των ασθενών και των φροντιστών.
Επιπλέον, πρόσφατα ερευνητικά στοιχεία από ασθενείς με κινητικές δυσκολίες ή παθήσεις, όπως η Νόσος Πάρκινσον, εξηγούν πως εξαιτίας των πολλαπλών κέντρων του εγκεφάλου τα οποία συνδέονται με την επεξεργασία της μουσικής, η ακρόαση μίας ρυθμικής μελωδίας υποβοηθάει τη λειτουργία εκείνων των σημείων του εγκεφάλου που συνδέονται με την κίνηση, τη βάδιση και τη στάση του σώματος.
Συνοπτικά, η επίδραση που έχει η μουσική στον εγκέφαλο των ανθρώπων και κυρίως των ηλικιωμένων συνεχίζει να προσελκύει το μεγάλο ενδιαφέρον των ερευνητών, μιας και διαφαίνεται πως οι εφαρμογές της είναι ευρείες. Πιο πρακτικά μπορείτε να ακολουθήσετε τις παρακάτω προτροπές, ή να τις προσαρμόσετε στα δικά σας ενδιαφέροντα:
- Αναζητήστε αγαπημένα σας τραγούδια σε διάφορα ψηφιακά μέσα. Σήμερα, διαδίκτυο δίνει απεριόριστες δυνατότητες μέσω ιστοσελίδων αναζήτησης τραγουδιών όπως το youtube.
- Δημιουργήστε λίστες τραγουδιών στο μέσο ή τη σελίδα που έχετε στη διάθεσή σας. Ταξινομείστε τα τραγούδια που έχετε βρει φτιάχνοντας λίστες οι οποίες συνδέονται με συναισθήματα και ψυχικές καταστάσεις (π.χ. ευθυμία, ηρεμία, ονειροπόληση, ενεργητικότητα), αλλά και αναμνήσεις (π.χ. ημέρα γάμου, σχολικά χρόνια, εκδρομές με οικογένεια, κυριακάτικα τραπέζια).
- Δημιουργήστε μία λίστα τραγουδιών μόνο με ορχηστικά τραγούδια (π.χ. κλασική μουσική) τα οποία μπορούν να σας βοηθήσουν σε κάποιους από τους παρακάτω τομείς: συγκέντρωση, αποβολή στρες, σωματική χαλάρωση, νοητική διαύγεια, κ.ά.
- Δημιουργείστε μία λίστα τραγουδιών η οποία θα παίζει όταν βρίσκεστε παρέα με συγκεκριμένο/α άτομο/α.
- Χρησιμοποιείστε τις παραπάνω λίστες τραγουδιών όταν σας δημιουργείται η ανάγκη για τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις που ενεργοποιούν. Για παράδειγμα, εάν έχετε ανάγκη να ηρεμήσετε παίξτε την αντίστοιχη λίστα και συγκεντρωθείτε στη μουσική.
- Συνδέστε καθημερινές ασχολίες, ή δραστηριότητες για τις οποίες δεν έχετε μεγάλο κίνητρο με συγκεκριμένες λίστες (π.χ. μία λίστα για την καθαριότητα, για το διάβασμα, το μαγείρεμα, κ.ά.).
- Εάν χρειάζεστε βοήθεια για όλα τα παραπάνω, μη διστάσετε να τη ζητήσετε ή αναθέστε σε κάποιον να φτιάξει τις λίστες για εσάς.
- Αφήστε το σώμα σας να παρασυρθεί από τον ρυθμό του κάθε τραγουδιού, προσέχοντας πάντοτε την υγεία σας.
Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ FACEBOOK στισ μεγαλεσ ηλικιεσ
Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται εντυπωσιακά τα ποσοστά των χρηστών της σελίδας κοινωνικής δικτύωσης Facebook που ανήκουν στη μέση και την τρίτη ηλικία. Ειδικά στις χώρες της Ευρώπης και της βορείου Αμερικής τα ποσοστά αυτά διπλασιάζονται χρόνο με το χρόνο. Πιθανόν παρόμοια, αλλά με πιο αργούς ρυθμούς αύξησης, δεδομένα υπάρχουν και στη χώρα μας.
Για ένα σημερινό μεσήλικα και ηλικιωμένο ο οποίος δεν αντιμετωπίζει σοβαρά κινητικά, αισθητηριακά ή γνωστικά προβλήματα η επαφή με την τεχνολογία, το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα είναι πολλές φορές αναπόφευκτη, αν όχι χρήσιμη ή αναγκαία. Το Facebook υπάρχει στη ζωή των πολιτών με πολλούς τρόπους και η πρόσβαση σε αυτό έχει γίνει απλή κι εύκολη, ενώ δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσης χρήσης τεχνολογίας, καθώς και οι ψηφιακά αναλφάβητοι ηλικιωμένοι δύνανται να χρησιμοποιήσουν τις περισσότερες από τις απλές λειτουργίες του. Παρότι οι αρνητικές επιπτώσεις της άμετρης χρήσης του Facebook (και εν γένει του διαδικτύου) έχουν μελετηθεί εκτενώς για τις νέες ηλικίες, η έρευνα έχει στρέψει την προσοχή της στα οφέλη που μπορούν να έχουν από τη χρήση του οι μεγαλύτερες ηλικίες.
Από τα συνηθέστερα ευρήματα είναι η μείωση του αισθήματος της μοναξιάς και της απομόνωσης που συχνά αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι. Το Facebook τους παρέχει τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με τον κόσμο γύρω τους, να ανακτήσουν παλιές σχέσεις ή να διατηρήσουν όσες τους έχουν απομείνει. Ο εύκολος και διασκεδαστικός τρόπος επικοινωνίας που προσφέρει το συγκεκριμένο μέσο (γραπτά μηνύματα, «αντιδράσεις», φωτογραφίες, βιντεοκλήσεις, σχολιασμοί, αναρτήσεις τραγουδιών, κ.ά.) συνεισφέρει στο να αισθάνονται λιγότερο κοινωνικά αποκομμένοι, περισσότερο συνδεδεμένοι και ενεργοί, μέλη ενός μεγάλου (ψηφιακού) συνόλου.
Τα οφέλη αυτά είναι ισχυρότερα για τους ανθρώπους που λόγω κινητικών ή άλλων δυσχερειών δε βγαίνουν από το σπίτι τους ή δεν έχουν επισκέψεις. Η εκ του σύνεγγυς επικοινωνία είναι σε κάθε περίπτωση προτιμητέα, όμως το Facebook μπορεί να φέρει «κοντά» ανθρώπους που τους χωρίζουν χιλιόμετρα. Έτσι, η μειωμένη αίσθηση απομόνωσης βοηθάει στη διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων και κατ’ επέκταση της κατάθλιψης.
Μία πτυχή της διασύνδεσης ατόμων της μέσης και τρίτης ηλικίας μέσω Facebook είναι η συμμετοχή τους σε «ομάδες» με κοινά ενδιαφέροντα. Σε αυτά δεν ανήκουν μόνο η ψυχαγωγία, ο αθλητισμός, η ενημέρωση και οι ιδέες για την καθημερινή ζωή, αλλά ένα σημαντικό μερίδιο του χρόνου που περνούν οι χρήστες στις ομάδες το αφιερώνουν στην υγεία. Ασθενείς, ή συγγενείς ασθενών διαφόρων παθήσεων συγκεντρώνονται διαδικτυακά, ανταλλάσσουν εμπειρίες και πληροφορίες, μοιράζονται την αγωνία και τον πόνο τους και παίρνουν ενθάρρυνση από τις δυνάμεις άλλων ασθενών. Οι ομάδες του Facebook που αφορούν στην υγεία είναι ένας ικανοποιητικός τρόπος για να βρει κάποιος παρηγοριά και ενημέρωση, όμως δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ορθή, υπεύθυνη και εξατομικευμένη καθοδήγηση του προσωπικού θεράποντα ιατρού.
Επιπρόσθετα, αναφορικά με την υγεία, οφέλη μπορούν να έχουν οι χρήστες μεγαλύτερης ηλικίας και από εφαρμογές, παιχνίδια ή άρθρα που εξασκούν τις γνωστικές τους λειτουργίες. Η ψηφιακή τεχνολογία προσφέρει μία ποικιλία λύσεων για ασκήσεις ή ασχολίες που συνεισφέρουν στην ενδυνάμωση της μνήμης, της προσοχής, της γλώσσας, της επίλυσης προβλημάτων, και το Facebook αξιοποιεί αυτή τη τεχνολογία με ευχάριστο και πρακτικό τρόπο.
Ωστόσο, πέρα από τα οφέλη που ενδέχεται να αποκομίσει ένας χρήστης μεγαλύτερης ηλικίας από το συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο, υπάρχουν συγκεκριμένοι κίνδυνοι ο οποίοι αφορούν κυρίως στην κακή χρήση, την εξαπάτηση και τα προσωπικά δεδομένα.
Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν πριν από τη δεκαετία του ‘80 έχουν πολύ λιγότερες γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία στη χρήση διαδικτύου και των μέσω κοινωνικής δικτύωσης από ό,τι οι νεώτεροι. Αυτό οδηγεί σε «χάσμα γενεών» και σε έντονες διαφορές μεταξύ των ψηφιακά ενημερωμένων και των ψηφιακά αναλφάβητων. Οι χρήστες μεγαλύτερης ηλικίας υπολείπονται συνήθως βασικών γνώσεων, για το πως να προστατέψουν τον εαυτό τους διαδικτυακά και να αποφύγουν απάτες, τις οποίες χρειάζεται να αποκτήσουν. Οι συμβουλές από πιο έμπειρους (και ίσως νεώτερους) χρήστες και η ενημέρωση από σχετικούς φορείς, όπως είναι η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος θα βοηθήσουν τους ηλικιωμένους να αποφύγουν τους κινδύνους εξαπάτησης και σφαλμάτων. Πιθανόν, η παρακολούθηση και η εποπτεία από ενημερωμένους χρήστες κατά τη διάρκεια της χρήσης του Facebook από «ψηφιακά αναλφάβητους» να είναι αναγκαία, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια εκμάθησης.
Τέλος, ένα σύγχρονο θέμα στη χρήση του Facebook είναι η διαχείριση των προσωπικών δεδομένων. Οι μεγαλύτερες ηλικίες φαίνεται να είναι περισσότερο ανήσυχες στο να προστατέψουν τον απόρρητο των προσωπικών τους πληροφοριών (π.χ. φωτογραφίες), αλλά δε γνωρίζουν πως να το κάνουν και καταφεύγουν σε λανθασμένες πρακτικές. Και πάλι, είναι αναγκαία η ορθή καθοδήγηση και επίδειξη των «ρυθμίσεων απορρήτου» από πιο έμπειρους.
Το Facebook αποτελεί παγκοσμίως το πιο δημοφιλές μέσο ψηφιακής κοινωνικής δικτύωσης κι έτσι παρέχει πολλές δυνατότητες κοινωνικοποίησης, πληροφόρησης, ψυχαγωγίας και εκπαίδευσης, όπως ενέχει και αρκετούς κινδύνους. Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και οι ηλικιωμένοι που επιθυμούν να γίνουν μέλη αυτού του τεράστιου δικτύου ανθρώπων δε θα πρέπει να αποκλείονται ή να εμποδίζονται. Με υπομονή και προσοχή μπορούν να αποκτήσουν ψηφιακές δεξιότητες που θα τους κάνουν λίγο πιο ενεργά μέλη του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού.
Για ένα σημερινό μεσήλικα και ηλικιωμένο ο οποίος δεν αντιμετωπίζει σοβαρά κινητικά, αισθητηριακά ή γνωστικά προβλήματα η επαφή με την τεχνολογία, το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα είναι πολλές φορές αναπόφευκτη, αν όχι χρήσιμη ή αναγκαία. Το Facebook υπάρχει στη ζωή των πολιτών με πολλούς τρόπους και η πρόσβαση σε αυτό έχει γίνει απλή κι εύκολη, ενώ δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσης χρήσης τεχνολογίας, καθώς και οι ψηφιακά αναλφάβητοι ηλικιωμένοι δύνανται να χρησιμοποιήσουν τις περισσότερες από τις απλές λειτουργίες του. Παρότι οι αρνητικές επιπτώσεις της άμετρης χρήσης του Facebook (και εν γένει του διαδικτύου) έχουν μελετηθεί εκτενώς για τις νέες ηλικίες, η έρευνα έχει στρέψει την προσοχή της στα οφέλη που μπορούν να έχουν από τη χρήση του οι μεγαλύτερες ηλικίες.
Από τα συνηθέστερα ευρήματα είναι η μείωση του αισθήματος της μοναξιάς και της απομόνωσης που συχνά αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι. Το Facebook τους παρέχει τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με τον κόσμο γύρω τους, να ανακτήσουν παλιές σχέσεις ή να διατηρήσουν όσες τους έχουν απομείνει. Ο εύκολος και διασκεδαστικός τρόπος επικοινωνίας που προσφέρει το συγκεκριμένο μέσο (γραπτά μηνύματα, «αντιδράσεις», φωτογραφίες, βιντεοκλήσεις, σχολιασμοί, αναρτήσεις τραγουδιών, κ.ά.) συνεισφέρει στο να αισθάνονται λιγότερο κοινωνικά αποκομμένοι, περισσότερο συνδεδεμένοι και ενεργοί, μέλη ενός μεγάλου (ψηφιακού) συνόλου.
Τα οφέλη αυτά είναι ισχυρότερα για τους ανθρώπους που λόγω κινητικών ή άλλων δυσχερειών δε βγαίνουν από το σπίτι τους ή δεν έχουν επισκέψεις. Η εκ του σύνεγγυς επικοινωνία είναι σε κάθε περίπτωση προτιμητέα, όμως το Facebook μπορεί να φέρει «κοντά» ανθρώπους που τους χωρίζουν χιλιόμετρα. Έτσι, η μειωμένη αίσθηση απομόνωσης βοηθάει στη διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων και κατ’ επέκταση της κατάθλιψης.
Μία πτυχή της διασύνδεσης ατόμων της μέσης και τρίτης ηλικίας μέσω Facebook είναι η συμμετοχή τους σε «ομάδες» με κοινά ενδιαφέροντα. Σε αυτά δεν ανήκουν μόνο η ψυχαγωγία, ο αθλητισμός, η ενημέρωση και οι ιδέες για την καθημερινή ζωή, αλλά ένα σημαντικό μερίδιο του χρόνου που περνούν οι χρήστες στις ομάδες το αφιερώνουν στην υγεία. Ασθενείς, ή συγγενείς ασθενών διαφόρων παθήσεων συγκεντρώνονται διαδικτυακά, ανταλλάσσουν εμπειρίες και πληροφορίες, μοιράζονται την αγωνία και τον πόνο τους και παίρνουν ενθάρρυνση από τις δυνάμεις άλλων ασθενών. Οι ομάδες του Facebook που αφορούν στην υγεία είναι ένας ικανοποιητικός τρόπος για να βρει κάποιος παρηγοριά και ενημέρωση, όμως δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ορθή, υπεύθυνη και εξατομικευμένη καθοδήγηση του προσωπικού θεράποντα ιατρού.
Επιπρόσθετα, αναφορικά με την υγεία, οφέλη μπορούν να έχουν οι χρήστες μεγαλύτερης ηλικίας και από εφαρμογές, παιχνίδια ή άρθρα που εξασκούν τις γνωστικές τους λειτουργίες. Η ψηφιακή τεχνολογία προσφέρει μία ποικιλία λύσεων για ασκήσεις ή ασχολίες που συνεισφέρουν στην ενδυνάμωση της μνήμης, της προσοχής, της γλώσσας, της επίλυσης προβλημάτων, και το Facebook αξιοποιεί αυτή τη τεχνολογία με ευχάριστο και πρακτικό τρόπο.
Ωστόσο, πέρα από τα οφέλη που ενδέχεται να αποκομίσει ένας χρήστης μεγαλύτερης ηλικίας από το συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο, υπάρχουν συγκεκριμένοι κίνδυνοι ο οποίοι αφορούν κυρίως στην κακή χρήση, την εξαπάτηση και τα προσωπικά δεδομένα.
Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν πριν από τη δεκαετία του ‘80 έχουν πολύ λιγότερες γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία στη χρήση διαδικτύου και των μέσω κοινωνικής δικτύωσης από ό,τι οι νεώτεροι. Αυτό οδηγεί σε «χάσμα γενεών» και σε έντονες διαφορές μεταξύ των ψηφιακά ενημερωμένων και των ψηφιακά αναλφάβητων. Οι χρήστες μεγαλύτερης ηλικίας υπολείπονται συνήθως βασικών γνώσεων, για το πως να προστατέψουν τον εαυτό τους διαδικτυακά και να αποφύγουν απάτες, τις οποίες χρειάζεται να αποκτήσουν. Οι συμβουλές από πιο έμπειρους (και ίσως νεώτερους) χρήστες και η ενημέρωση από σχετικούς φορείς, όπως είναι η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος θα βοηθήσουν τους ηλικιωμένους να αποφύγουν τους κινδύνους εξαπάτησης και σφαλμάτων. Πιθανόν, η παρακολούθηση και η εποπτεία από ενημερωμένους χρήστες κατά τη διάρκεια της χρήσης του Facebook από «ψηφιακά αναλφάβητους» να είναι αναγκαία, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια εκμάθησης.
Τέλος, ένα σύγχρονο θέμα στη χρήση του Facebook είναι η διαχείριση των προσωπικών δεδομένων. Οι μεγαλύτερες ηλικίες φαίνεται να είναι περισσότερο ανήσυχες στο να προστατέψουν τον απόρρητο των προσωπικών τους πληροφοριών (π.χ. φωτογραφίες), αλλά δε γνωρίζουν πως να το κάνουν και καταφεύγουν σε λανθασμένες πρακτικές. Και πάλι, είναι αναγκαία η ορθή καθοδήγηση και επίδειξη των «ρυθμίσεων απορρήτου» από πιο έμπειρους.
Το Facebook αποτελεί παγκοσμίως το πιο δημοφιλές μέσο ψηφιακής κοινωνικής δικτύωσης κι έτσι παρέχει πολλές δυνατότητες κοινωνικοποίησης, πληροφόρησης, ψυχαγωγίας και εκπαίδευσης, όπως ενέχει και αρκετούς κινδύνους. Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και οι ηλικιωμένοι που επιθυμούν να γίνουν μέλη αυτού του τεράστιου δικτύου ανθρώπων δε θα πρέπει να αποκλείονται ή να εμποδίζονται. Με υπομονή και προσοχή μπορούν να αποκτήσουν ψηφιακές δεξιότητες που θα τους κάνουν λίγο πιο ενεργά μέλη του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού.
η σχεση του μακροχρονιου σωματικου πονου με τη μοναξια
Ο μακροχρόνιος πόνος (στο εξής ως «πόνος» θα εννοείται ο σωματικός πόνος) έχει μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό από μία πληθώρα ερευνών κι έχει γίνει φανερός ο πολυδιάστατος χαρακτήρας του. Πολλοί, όχι μόνο οργανικοί και βιολογικοί, αλλά και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες έχουν συσχετιστεί με την ένταση, τη διάρκεια και τον τρόπο έκφρασης του μακροχρόνιου πόνου. Το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο για τον πόνο προτείνει ότι μία ασθένεια ή πάθηση που προκαλεί πόνο είναι μία δυναμική κατάσταση, δηλαδή αλλάζει μορφή στο πέρασμα του χρόνου, το ίδιο και ο πόνος που βιώνεται, καθώς βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες επιδρούν πάνω στη σχέση ασθένειας/πάθησης-βιωμένου πόνου.
Καθώς η φύση και η μορφή του πόνου ποικίλει στην εκάστοτε συνθήκη και διαφέρει από άτομο σε άτομο, ο χρονιότητα του πόνου ελέγχεται μέσω ερωτηματολογίων και κλινικών συνεντεύξεων, μιας και ο πόνος είναι ένα καθαρά υποκειμενικό βίωμα και δε μπορεί να αξιολογηθεί με άλλους τρόπους μέτρησης. Σε μία σειρά από ερευνητικές μελέτες, ασθενείς οι οποίοι είχαν υψηλό σκορ σε ερωτήσεις για το μακροχρόνιο πόνο φάνηκε πως βιώνουν υψηλό αίσθημα μοναξιάς, κι έτσι αυτή αναδείχθηκε ως μία διάσταση που παίζει σημαντικό ρόλο στο παραπάνω μοντέλο.
Ορίζοντας τη μοναξιά, θα την περιγράψουμε ως την ακούσια κοινωνική απομόνωση που βιώνει ένα άτομο για διάφορους λόγους οι οποίοι το απομακρύνουν από τις κοινωνικές του επαφές, γεγονός που του προκαλεί δυσφορία. Η σχέση της μοναξιάς με τον πόνο είναι αμφίδρομη. Η μοναξιά μπορεί να ενεργοποιήσει, ή να ενισχύσει το βίωμα του πόνου, κι αντίστροφα, ο μακροχρόνιος πόνος δύναται να επιφέρει το αίσθημα της μοναξιάς.
Ανάμεσα σε άλλους συναισθηματικούς παράγοντες, πεποιθήσεις, αντιλήψεις και χαρακτηριστικά προσωπικότητας, έχει βρεθεί πως στο πέρασμα του χρόνου οι ασθενείς που αισθάνονται μόνοι βιώνουν με μεγαλύτερη ένταση τον πόνο, σε σύγκριση με αυτούς τους ασθενείς που διατηρούν τις κοινωνικές επαφές τους. Τα παραπάνω ευρήματα αναδεικνύουν τη σημαντικότητα της διατήρησης των κοινωνικών, οικογενειακών, φιλικών, ερωτικών σχέσεων, κοκ, από ασθενείς μακροχρόνιων ασθενειών/παθήσεων, ειδικά στις μεγάλες ηλικίες. Φαίνεται πως η ύπαρξη καλών και ποιοτικών σχέσεων λειτουργεί καταπραϋντικά για τον ασθενή, τον ανακουφίζει ψυχολογικά και κατ’ επέκταση τον βοηθάει να διαχειρίζεται το σωματικό πόνο του πιο αποτελεσματικά.
Επιπρόσθετα, ορισμένες μελέτες έχουν επιβεβαιώσει πως το μακροχρόνιο βίωμα του πόνου αυξάνει το αίσθημα της μοναξιάς, γιατί περιορίζει τον ασθενή και του στερεί τη δυνατότητα των κοινωνικών συναναστροφών. Ένας τέτοιος ασθενής είναι πολύ πιθανό να προτιμήσει να μείνει στο σπίτι του παρά να συναντηθεί με φίλους, να μειώσει τις δραστηριότητες ψυχαγωγίας, να αποφύγει επισκέψεις, να συνομιλεί σπάνια με τον γιατρό του, να διατηρεί ένα μόνιμο αίσθημα δυσαρέσκειας, κοκ. Τέτοιες επιλογές οδηγούν συχνά στη μοναξιά.
Συμπερασματικά, η αποτελεσματική διαχείριση του πόνου, τόσο με τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής, όσο και της ψυχοθεραπείας ή συμβουλευτικής αλλά και η διατήρηση των κοινωνικών επαφών, ακόμη κι εάν το βίωμα του πόνου είναι έντονο, έχει φανεί πως λειτουργούν προστατευτικά και καταπραϋντικά σε μακροχρόνιες παθολογικές καταστάσεις. Η αυθόρμητη τάση των ασθενών να απομονώνονται κοινωνικά όταν αισθάνονται πόνο οδηγεί συχνά, κατά την εξέλιξη της πάθησης/ασθένειας, σε μεγαλύτερο πόνο και μικρότερη ανοχή σε αυτόν, αναδεικνύοντας έτσι την ανάγκη για τη λήψη ψυχολογικής υποστήριξης τόσο από τον ίδιο τον ασθενή, όσο και από τους φροντιστές του.
Καθώς η φύση και η μορφή του πόνου ποικίλει στην εκάστοτε συνθήκη και διαφέρει από άτομο σε άτομο, ο χρονιότητα του πόνου ελέγχεται μέσω ερωτηματολογίων και κλινικών συνεντεύξεων, μιας και ο πόνος είναι ένα καθαρά υποκειμενικό βίωμα και δε μπορεί να αξιολογηθεί με άλλους τρόπους μέτρησης. Σε μία σειρά από ερευνητικές μελέτες, ασθενείς οι οποίοι είχαν υψηλό σκορ σε ερωτήσεις για το μακροχρόνιο πόνο φάνηκε πως βιώνουν υψηλό αίσθημα μοναξιάς, κι έτσι αυτή αναδείχθηκε ως μία διάσταση που παίζει σημαντικό ρόλο στο παραπάνω μοντέλο.
Ορίζοντας τη μοναξιά, θα την περιγράψουμε ως την ακούσια κοινωνική απομόνωση που βιώνει ένα άτομο για διάφορους λόγους οι οποίοι το απομακρύνουν από τις κοινωνικές του επαφές, γεγονός που του προκαλεί δυσφορία. Η σχέση της μοναξιάς με τον πόνο είναι αμφίδρομη. Η μοναξιά μπορεί να ενεργοποιήσει, ή να ενισχύσει το βίωμα του πόνου, κι αντίστροφα, ο μακροχρόνιος πόνος δύναται να επιφέρει το αίσθημα της μοναξιάς.
Ανάμεσα σε άλλους συναισθηματικούς παράγοντες, πεποιθήσεις, αντιλήψεις και χαρακτηριστικά προσωπικότητας, έχει βρεθεί πως στο πέρασμα του χρόνου οι ασθενείς που αισθάνονται μόνοι βιώνουν με μεγαλύτερη ένταση τον πόνο, σε σύγκριση με αυτούς τους ασθενείς που διατηρούν τις κοινωνικές επαφές τους. Τα παραπάνω ευρήματα αναδεικνύουν τη σημαντικότητα της διατήρησης των κοινωνικών, οικογενειακών, φιλικών, ερωτικών σχέσεων, κοκ, από ασθενείς μακροχρόνιων ασθενειών/παθήσεων, ειδικά στις μεγάλες ηλικίες. Φαίνεται πως η ύπαρξη καλών και ποιοτικών σχέσεων λειτουργεί καταπραϋντικά για τον ασθενή, τον ανακουφίζει ψυχολογικά και κατ’ επέκταση τον βοηθάει να διαχειρίζεται το σωματικό πόνο του πιο αποτελεσματικά.
Επιπρόσθετα, ορισμένες μελέτες έχουν επιβεβαιώσει πως το μακροχρόνιο βίωμα του πόνου αυξάνει το αίσθημα της μοναξιάς, γιατί περιορίζει τον ασθενή και του στερεί τη δυνατότητα των κοινωνικών συναναστροφών. Ένας τέτοιος ασθενής είναι πολύ πιθανό να προτιμήσει να μείνει στο σπίτι του παρά να συναντηθεί με φίλους, να μειώσει τις δραστηριότητες ψυχαγωγίας, να αποφύγει επισκέψεις, να συνομιλεί σπάνια με τον γιατρό του, να διατηρεί ένα μόνιμο αίσθημα δυσαρέσκειας, κοκ. Τέτοιες επιλογές οδηγούν συχνά στη μοναξιά.
Συμπερασματικά, η αποτελεσματική διαχείριση του πόνου, τόσο με τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής, όσο και της ψυχοθεραπείας ή συμβουλευτικής αλλά και η διατήρηση των κοινωνικών επαφών, ακόμη κι εάν το βίωμα του πόνου είναι έντονο, έχει φανεί πως λειτουργούν προστατευτικά και καταπραϋντικά σε μακροχρόνιες παθολογικές καταστάσεις. Η αυθόρμητη τάση των ασθενών να απομονώνονται κοινωνικά όταν αισθάνονται πόνο οδηγεί συχνά, κατά την εξέλιξη της πάθησης/ασθένειας, σε μεγαλύτερο πόνο και μικρότερη ανοχή σε αυτόν, αναδεικνύοντας έτσι την ανάγκη για τη λήψη ψυχολογικής υποστήριξης τόσο από τον ίδιο τον ασθενή, όσο και από τους φροντιστές του.
το βαροσ τησ ευθυνησ προσ τισ επομενεσ γενιεσ
Τα αγχώδη συμπτώματα κάνουν πολύ συχνά την εμφάνισή της στους ανθρώπους της μέσης και της τρίτης ηλικίας, και κάθε φορά συνδέονται με διαφορετικές καταστάσεις, σκέψεις και συναισθήματα. Συχνά, ένας λόγος εμφάνισης άγχους είναι η ευθύνη που νιώθει ο ηλικιωμένος πλέον γονέας για τα παιδιά του και τη ζωή τους. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και «άγχος παρακαταθήκης», καθώς σχετίζεται με την ευθύνη των γονέων να εξασφαλίσουν την επιβίωση και την ευημερία των παιδιών τους στο μέλλον.
Το άγχος της παρακαταθήκης φαίνεται πως έρχεται σε ανθρώπους που βίωναν ανέκαθεν ως δική τους ευθύνη την υγεία και τη φροντίδα των ενήλικων παιδιών τους, ακόμη κι αν αυτό το άγχος τους προξενούσε έντονη ανησυχία ή ακόμη και ψυχοσωματικά προβλήματα. Οι άνθρωποι που έχουν ένα υπόβαθρο γενικευμένου άγχους (ίσως και να φέρουν τη διάγνωση της Γενικευμένης Αγχώδους Διαταραχής) έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν το άγχος της παρακαταθήκης μεγαλώνοντας.
Ένας φόβος που συνδέεται με το εν λόγω άγχος είναι πιθανόν και ο φόβος του θανάτου. Είτε γίνεται συνειδητός, είτε υποβόσκει στο υποσυνείδητο, η ανησυχία ότι μπορεί να φτάσει το τέλος της ζωής υπάρχει πάντοτε στους ανθρώπους, και δη στα άτομα τρίτης ηλικίας. Ο φόβος του θανάτου ενεργοποιεί εύκολα το άγχος της παρακαταθήκης, καθώς θυμίζει στον ηλικιωμένο ότι ο χρόνος μπροστά του δεν είναι άπλετος κι αυτό κάνει το αίσθημα της ευθύνης του για τη ζωή του παιδιού του να πάρει τη μορφή συμπτωμάτων άγχους. Είναι σα να προσπαθείς να φροντίσεις κάποιον όσο καλύτερα μπορείς, ενώ το ρολόι μετράει αντίστροφα. Σαν ένας μικρός αγώνας δρόμου.
Πιθανόν το άγχος της παρακαταθήκης να είναι μειωμένο, ή και ανύπαρκτο, όταν τα ενήλικα παιδιά έχουν δείξει πως μπορούν να καταφέρουν να φροντίσουν μόνα τους τον εαυτό τους. Η εικόνα ενός (ενήλικου) παιδιού που μπορεί να ρυθμίσει τις προσωπικές του υποθέσεις, κυρίως τις οικονομικές και συνεπώς έχει γίνει ένας αυτόνομος άνθρωπος που δε χρειάζεται την ευθύνη του ηλικιωμένου γονέα του για να επιβιώσει, είναι καθησυχαστική. Όμως αυτές οι περιπτώσεις, ειδικά στην περίοδο της οικονομικής κρίσης δεν είναι πολλές. Αρκετοί νέοι άνθρωποι επιβιώνουν σήμερα (και) μέσω της σύνταξης των γονιών τους ή μέσω της περιουσίας τους, κι αυτό σε συνδυασμό με τα ποσοστά της ανεργίας, μεγιστοποιεί την αίσθηση της ευθύνης που φέρουν οι παλαιότεροι για τους νεώτερους.
Θεωρείται φυσιολογικό και ανθρώπινο οι γονείς να έχουν ανησυχίες για τη ζωή των παιδιών τους, όσο κι αν μεγαλώνουν αμφότεροι. Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι γονείς που επιθυμούν να είναι υπεύθυνοι ως προς τον γονεϊκό τους ρόλο δε θα παραμερίσουν αυτές τους τις ανησυχίες. Όμως το άγχος της παρακαταθήκης δεν είναι απλά μία ανησυχία, αλλά μία σταθερή πεποίθηση πως ένας γονέας οφείλει να φροντίζει κι όχι να φροντίζεται, οφείλει να προσφέρει κι όχι να του προσφέρουν, να καθοδηγεί κι όχι να αποστασιοποιείται. Μία τέτοια αντίληψη, καθώς επέρχεται το γήρας και συνεπώς το σώμα και το πνεύμα δε βοηθάνε πλέον τόσο όσο παλιότερα, ενδέχεται, όπως αναφέρθηκε, να επιφέρει έντονα ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Ακόμη κι αν κάποιοι άνθρωποι μέσης ή τρίτης ηλικίας δυσκολεύονται να απαλλαχθούν από το άγχος της παρακαταθήκης, μπορούν να βοηθηθούν ώστε να το μετριάσουν, αναγνωρίζοντας αρχικά την ανάγκη τους να φροντιστούν κι έπειτα, με τη βοήθεια των παιδιών τους, να αποσυρθούν από συγκεκριμένες ευθύνες που τους βαραίνουν, καθώς πλέον αυτές θα αναλαμβάνονται από την υπόλοιπη οικογένεια.
Το άγχος της παρακαταθήκης φαίνεται πως έρχεται σε ανθρώπους που βίωναν ανέκαθεν ως δική τους ευθύνη την υγεία και τη φροντίδα των ενήλικων παιδιών τους, ακόμη κι αν αυτό το άγχος τους προξενούσε έντονη ανησυχία ή ακόμη και ψυχοσωματικά προβλήματα. Οι άνθρωποι που έχουν ένα υπόβαθρο γενικευμένου άγχους (ίσως και να φέρουν τη διάγνωση της Γενικευμένης Αγχώδους Διαταραχής) έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν το άγχος της παρακαταθήκης μεγαλώνοντας.
Ένας φόβος που συνδέεται με το εν λόγω άγχος είναι πιθανόν και ο φόβος του θανάτου. Είτε γίνεται συνειδητός, είτε υποβόσκει στο υποσυνείδητο, η ανησυχία ότι μπορεί να φτάσει το τέλος της ζωής υπάρχει πάντοτε στους ανθρώπους, και δη στα άτομα τρίτης ηλικίας. Ο φόβος του θανάτου ενεργοποιεί εύκολα το άγχος της παρακαταθήκης, καθώς θυμίζει στον ηλικιωμένο ότι ο χρόνος μπροστά του δεν είναι άπλετος κι αυτό κάνει το αίσθημα της ευθύνης του για τη ζωή του παιδιού του να πάρει τη μορφή συμπτωμάτων άγχους. Είναι σα να προσπαθείς να φροντίσεις κάποιον όσο καλύτερα μπορείς, ενώ το ρολόι μετράει αντίστροφα. Σαν ένας μικρός αγώνας δρόμου.
Πιθανόν το άγχος της παρακαταθήκης να είναι μειωμένο, ή και ανύπαρκτο, όταν τα ενήλικα παιδιά έχουν δείξει πως μπορούν να καταφέρουν να φροντίσουν μόνα τους τον εαυτό τους. Η εικόνα ενός (ενήλικου) παιδιού που μπορεί να ρυθμίσει τις προσωπικές του υποθέσεις, κυρίως τις οικονομικές και συνεπώς έχει γίνει ένας αυτόνομος άνθρωπος που δε χρειάζεται την ευθύνη του ηλικιωμένου γονέα του για να επιβιώσει, είναι καθησυχαστική. Όμως αυτές οι περιπτώσεις, ειδικά στην περίοδο της οικονομικής κρίσης δεν είναι πολλές. Αρκετοί νέοι άνθρωποι επιβιώνουν σήμερα (και) μέσω της σύνταξης των γονιών τους ή μέσω της περιουσίας τους, κι αυτό σε συνδυασμό με τα ποσοστά της ανεργίας, μεγιστοποιεί την αίσθηση της ευθύνης που φέρουν οι παλαιότεροι για τους νεώτερους.
Θεωρείται φυσιολογικό και ανθρώπινο οι γονείς να έχουν ανησυχίες για τη ζωή των παιδιών τους, όσο κι αν μεγαλώνουν αμφότεροι. Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι γονείς που επιθυμούν να είναι υπεύθυνοι ως προς τον γονεϊκό τους ρόλο δε θα παραμερίσουν αυτές τους τις ανησυχίες. Όμως το άγχος της παρακαταθήκης δεν είναι απλά μία ανησυχία, αλλά μία σταθερή πεποίθηση πως ένας γονέας οφείλει να φροντίζει κι όχι να φροντίζεται, οφείλει να προσφέρει κι όχι να του προσφέρουν, να καθοδηγεί κι όχι να αποστασιοποιείται. Μία τέτοια αντίληψη, καθώς επέρχεται το γήρας και συνεπώς το σώμα και το πνεύμα δε βοηθάνε πλέον τόσο όσο παλιότερα, ενδέχεται, όπως αναφέρθηκε, να επιφέρει έντονα ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Ακόμη κι αν κάποιοι άνθρωποι μέσης ή τρίτης ηλικίας δυσκολεύονται να απαλλαχθούν από το άγχος της παρακαταθήκης, μπορούν να βοηθηθούν ώστε να το μετριάσουν, αναγνωρίζοντας αρχικά την ανάγκη τους να φροντιστούν κι έπειτα, με τη βοήθεια των παιδιών τους, να αποσυρθούν από συγκεκριμένες ευθύνες που τους βαραίνουν, καθώς πλέον αυτές θα αναλαμβάνονται από την υπόλοιπη οικογένεια.
τωρα που βλεπω το σωμα μου ν' αλλαζει
Τώρα που βλέπω το σώμα μου ν’ αλλάζει, θα μ’ αγαπάς το ίδιο; Θα μου πιάνεις το χέρι για να κατέβουμε παρέα τα σκαλιά; Θα με φιλάς στο πρόσωπο σα να γεύεσαι τα φρούτα του καλοκαιριού; Θα με σηκώνεις στην αγκαλιά σου για να σου ζεστάνω την καρδιά, όπως τότε;
Τώρα που βλέπω το σώμα μου ν’ αλλάζει θέλω να μην αλλάξει τίποτα και όλα ίδια να μείνουν∙ όπως σε εκείνη τη φωτογραφία που έχεις στο κομοδίνο. Θέλω να παίρνω τα πόδια μου και να αρμενίζω στους δρόμους δίχως να σκέφτομαι τα αρθριτικά. Να κάνω τις δουλειές στο σπίτι, να διώχνω τις αράχνες, να μαζεύω τη σκόνη, να ανοίγω τα παράθυρα για να φεύγει το σκοτάδι. Δε το θέλω το σκοτάδι∙ νιώθω την ψύχρα του, σαν το αίμα μου να κυλάει πιο αργά στις φλέβες.
Και τώρα τι, που βλέπω το σώμα μου ν’ αλλάζει; Ποια δόξα πρέπει να παραδώσω στον παντοκράτορα χρόνο; Δυνάστης των πάντων, καταστροφέας και σατράπης. Δούλοι είμαστε όλοι μας κι ας μου λες πως δε μου φαίνεται η ηλικία. Θα την κάψω τη γη μου για να παραλάβει μόνο στάχτες… θα σκίσω το δέρμα μου για να μην έχει να σπείρει, θα πετάξω τα μαλλιά μου για να μη φέρει τους χειμώνες, θα ζαρώσω τα χείλη μου για να μην προσκυνήσω την ποδιά του. Θα βγω στους δρόμους και στις γειτονιές σημαίες θα απλώσω∙ Δε θα περά.. δε θα περάσει ο μαρασμός…
Μη βλέπεις το σώμα μου να αλλάζει, άφησέ το να κρυφτεί κάτω από τα σκεπάσματα. Μην κοιτάζεις τις αργές μου κινήσεις, τα κιτρινιασμένα μου δόντια, τα αποδυναμωμένα μου δάχτυλα. Στρέψε το βλέμμα σου αλλού γιατί άλλη ενέργεια να τα κρύβω δεν έχω. Πως να μοιάζει τώρα το είδωλό μου στον καθρέφτη που είχες κρεμάσεις στο σαλόνι; Καλύτερα έτσι, με το σεντόνι μπροστά του, να τυλίγει τις ανάγλυφες γωνιές του, να προστατεύει το ξύλο του ανά τους αιώνες… Όπως το σάβανο προστατεύει τις ζάρες του κορμιού.
«Αγάπησε το σώμα σου που αλλάζει» μου λες κάθε μέρα στον πρωινό μας καφέ, μα δε μου δίνεις ραντεβού πια όπως πριν. Σαν τον ύπνο κι εσύ, απομακρύνεσαι λίγο-λίγο από μένα, κι εγώ κουράζομαι όλο και πιο πολύ για να σε φτάσω. Να θυμηθώ να περάσω από το φαρμακείο, να κλείσω ραντεβού με τον γιατρό, να τηλεφωνήσω για τις εξετάσεις, να μαζέψω τον φάκελο και μετά… να θυμηθώ πως κάποτε με αγαπούσες. Τότε που τα μάτια μου είχαν σπιρτάδα και δεν έκρυβαν την θαμπάδα τους πίσω από τα γυαλιά. Τόση κούραση…
«Να αγαπήσω…» σου απαντώ κάθε μέρα και τα κόκκαλά μου τρίζουν, σαν ένας γιγάντιος γερασμένος γερανός που θέλει να κάνει ακόμη περήφανα τη δουλειά του. Που θέλει να είναι χρήσιμος∙ να σου είναι χρήσιμος, γιατί φοβάται να μην έρθει η στιγμή που θα ξυπνήσει στη μάντρα με τα ανταλλακτικά. Πρέπει να αγαπήσω λοιπόν; Πρέπει να φροντίσω; Να νοιαστώ;
Τώρα που πρέπει να νοιαστώ για το σώμα μου που αλλάζει, να είσαι φίλος, παιδί και εραστής μου. Άσε με εμένα να ψηλαφίζω τα καινούρια βαθουλώματα στους γλουτούς μου κάτω από την κουβέρτα και μείνε στο προσκέφαλο να μου διαβάζεις τις ειδήσεις. Κέρασέ με τον καφέ της Παρασκευής κι εγώ θα τον ανταλλάξω με το αγαπημένο σου φαγητό. Πάρε με τηλέφωνο μετά τη σειρά που βλέπω για καληνύχτα κι εγώ για σένα το υπόσχομαι «Το σώμα μου που αλλάζει, θα το αποδεχτώ».
Μόνο, να μ’ αγαπάς το ίδιο!
Τώρα που βλέπω το σώμα μου ν’ αλλάζει θέλω να μην αλλάξει τίποτα και όλα ίδια να μείνουν∙ όπως σε εκείνη τη φωτογραφία που έχεις στο κομοδίνο. Θέλω να παίρνω τα πόδια μου και να αρμενίζω στους δρόμους δίχως να σκέφτομαι τα αρθριτικά. Να κάνω τις δουλειές στο σπίτι, να διώχνω τις αράχνες, να μαζεύω τη σκόνη, να ανοίγω τα παράθυρα για να φεύγει το σκοτάδι. Δε το θέλω το σκοτάδι∙ νιώθω την ψύχρα του, σαν το αίμα μου να κυλάει πιο αργά στις φλέβες.
Και τώρα τι, που βλέπω το σώμα μου ν’ αλλάζει; Ποια δόξα πρέπει να παραδώσω στον παντοκράτορα χρόνο; Δυνάστης των πάντων, καταστροφέας και σατράπης. Δούλοι είμαστε όλοι μας κι ας μου λες πως δε μου φαίνεται η ηλικία. Θα την κάψω τη γη μου για να παραλάβει μόνο στάχτες… θα σκίσω το δέρμα μου για να μην έχει να σπείρει, θα πετάξω τα μαλλιά μου για να μη φέρει τους χειμώνες, θα ζαρώσω τα χείλη μου για να μην προσκυνήσω την ποδιά του. Θα βγω στους δρόμους και στις γειτονιές σημαίες θα απλώσω∙ Δε θα περά.. δε θα περάσει ο μαρασμός…
Μη βλέπεις το σώμα μου να αλλάζει, άφησέ το να κρυφτεί κάτω από τα σκεπάσματα. Μην κοιτάζεις τις αργές μου κινήσεις, τα κιτρινιασμένα μου δόντια, τα αποδυναμωμένα μου δάχτυλα. Στρέψε το βλέμμα σου αλλού γιατί άλλη ενέργεια να τα κρύβω δεν έχω. Πως να μοιάζει τώρα το είδωλό μου στον καθρέφτη που είχες κρεμάσεις στο σαλόνι; Καλύτερα έτσι, με το σεντόνι μπροστά του, να τυλίγει τις ανάγλυφες γωνιές του, να προστατεύει το ξύλο του ανά τους αιώνες… Όπως το σάβανο προστατεύει τις ζάρες του κορμιού.
«Αγάπησε το σώμα σου που αλλάζει» μου λες κάθε μέρα στον πρωινό μας καφέ, μα δε μου δίνεις ραντεβού πια όπως πριν. Σαν τον ύπνο κι εσύ, απομακρύνεσαι λίγο-λίγο από μένα, κι εγώ κουράζομαι όλο και πιο πολύ για να σε φτάσω. Να θυμηθώ να περάσω από το φαρμακείο, να κλείσω ραντεβού με τον γιατρό, να τηλεφωνήσω για τις εξετάσεις, να μαζέψω τον φάκελο και μετά… να θυμηθώ πως κάποτε με αγαπούσες. Τότε που τα μάτια μου είχαν σπιρτάδα και δεν έκρυβαν την θαμπάδα τους πίσω από τα γυαλιά. Τόση κούραση…
«Να αγαπήσω…» σου απαντώ κάθε μέρα και τα κόκκαλά μου τρίζουν, σαν ένας γιγάντιος γερασμένος γερανός που θέλει να κάνει ακόμη περήφανα τη δουλειά του. Που θέλει να είναι χρήσιμος∙ να σου είναι χρήσιμος, γιατί φοβάται να μην έρθει η στιγμή που θα ξυπνήσει στη μάντρα με τα ανταλλακτικά. Πρέπει να αγαπήσω λοιπόν; Πρέπει να φροντίσω; Να νοιαστώ;
Τώρα που πρέπει να νοιαστώ για το σώμα μου που αλλάζει, να είσαι φίλος, παιδί και εραστής μου. Άσε με εμένα να ψηλαφίζω τα καινούρια βαθουλώματα στους γλουτούς μου κάτω από την κουβέρτα και μείνε στο προσκέφαλο να μου διαβάζεις τις ειδήσεις. Κέρασέ με τον καφέ της Παρασκευής κι εγώ θα τον ανταλλάξω με το αγαπημένο σου φαγητό. Πάρε με τηλέφωνο μετά τη σειρά που βλέπω για καληνύχτα κι εγώ για σένα το υπόσχομαι «Το σώμα μου που αλλάζει, θα το αποδεχτώ».
Μόνο, να μ’ αγαπάς το ίδιο!
Ψυχολογία και ανάπτυξη παιδιών
ΟΤΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΠΕΤΥΧΑΙΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΤΟΥΣ
Τα παιδιά είναι οι μικροί επιστήμονες της ζωής που μαθαίνουν τον κόσμο με τη δική τους, μοναδική μέθοδο. Όταν ένα πείραμά τους αποτύχει, είναι ευθύνη των ενηλίκων να τους δώσουμε τα σωστά «συστατικά» ώστε να ξεκινήσουν και πάλι από την αρχή, με διαφορετικούς όρους.
Τα παιδιά έρχονται στον κόσμο ως βρέφη επιφορτισμένα με φόβο κι αγωνία, πλημμυρισμένα από εκατοντάδες ερεθίσματα τα οποία αδυνατούν να επεξεργαστούν και να ερμηνεύσουν, τουλάχιστον όχι όπως οι ενήλικες. Είναι εξοπλισμένα όμως με ένα καταπληκτικό εργαλείο που το μόνο που χρειάζεται για να λειτουργήσει προς όφελός τους είναι υποστήριξη και κατάλληλα ερεθίσματα. Το εργαλείο αυτό είναι ο παιδικός εγκέφαλος: τόσο ικανός για χαρά, ανεμελιά, περιέργεια, ζωντάνια και δράση, όσο και για απογοήτευση, παραίτηση, θλίψη και άγχος.
Ένα παιδί που αισθάνεται ασφάλεια με τις δυνατότητές του είναι πάντα πρόθυμο να προσπαθήσει να εξερευνήσει τον εαυτό του και τα όρια της δύναμής του. Τα παιδιά που χαρακτηρίζονται από υγιή και αποτελεσματική αυτοπεποίθηση γνωρίζουν πως μπορούν να συνεχίσουν να πειραματίζονται, ώστε να μάθουν τον κόσμο και τη θέση τους σε αυτόν, μέχρι το σημείο που φτάνουν τα δικά τους όρια, μέχρι το σημείο που το πείραμα δε θα γίνει επικίνδυνο για τα ίδια ή και τους άλλους και μέχρι εκεί που τους επιτρέπει η ηθική και ο σεβασμός.
Καθώς η παιδική ηλικία χαρακτηρίζεται ως η διαδικασία στην οποία ένας άνθρωπος χτίζει το υπόβαθρο για την ενήλικη ζωή του, είναι χρήσιμο για τους γονείς να κατανοήσουν πως με τις πράξεις και τα λόγια τους διαμορφώνουν τη μελλοντική συμπεριφορά του παιδιού τους, όπως και τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται για τον εαυτό του και τους άλλους. Μία κατάσταση η οποία συχνά προβληματίζει τους γονείς είναι η σχέση του παιδιού με τους στόχους που τίθενται. Κάτι όμως που ενίοτε διαφεύγει του προβληματισμού τους είναι εάν αυτοί οι στόχοι είναι του παιδιού τους ή δικοί τους.
Οι έλλειψη εμπειριών και βιωμάτων, η μη ολοκληρωμένη εικόνα για τον εαυτό τους, ο αναπτυσσόμενος ακόμη εγκέφαλος και ο συνεχής πειραματισμός θέτουν τα παιδιά σε μία μη προνομιακή θέση για να αποφασίσουν τα ίδια για τους στόχους που βάζουν στη ζωή τους. Αυτή η ευθύνη επιβαρύνει τους γονείς. Κάνουν όμως οι γονείς πάντα τις σωστές επιλογές για τα παιδιά τους;
Συναντώ συχνά στην κλινική πράξη γονείς που φτάνουν στο συμπέρασμα πως πιέζουν τα παιδιά τους να ακολουθήσουν και να κατακτήσουν στόχους που είχαν οι ίδιοι ανάγκη ως παιδιά και για κάποιους λόγους έμειναν ανεκπλήρωτοι ή δεν προχώρησαν όσο θα επιθυμούσαν σήμερα. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το παιδί αναγκάζεται να υιοθετήσει στόχους που μπορεί να μην τους πιστεύει, όμως διστάζει να φέρει αντιρρήσεις για να μην απογοητεύσει τους γονείς. Τότε ξεκινάει μία διαδικασία πίεσης και αγωνίας μέσα στην οποία το παιδί αισθάνεται πως αν δεν επιτύχει στον στόχο που του έχει ανατεθεί, θα χάσει την αγάπη και την υποστήριξη του γονέα του. Ακόμη κι αν αυτό ακούγεται αβάσιμο σε έναν ενήλικα, για ένα παιδί μπορεί να είναι συχνά η πραγματικότητά του.
Ωστόσο, δεν είναι η απομάκρυνση από οποιοδήποτε στόχο η λύση στην παραπάνω δυσκολία, αλλά η ανακάλυψη ενός τέτοιου στόχου που να εκφράζει πραγματικά το παιδί και να του δίνει την ευχαρίστηση να εξερευνήσει τη διαδικασία μέχρι να τον επιτύχει. Όταν γονέας και παιδί συνεργάζονται για να βρουν τα πραγματικά ενδιαφέροντα και τις κλίσεις του παιδιού, τότε τίθεται μία καλή βάση για την επίτευξη του εκάστοτε στόχου. Όταν υπάρχει αληθινό ενδιαφέρον και αγάπη γι αυτό που κάνουμε, τότε οι πιθανότητες να πάει καλά είναι μεγαλύτερες.
Φυσικά, δεν είναι αρκετό μόνο το ενδιαφέρον για να τελεσφορήσει μία προσπάθεια του παιδιού, αλλά χρειάζονται επίσης οι δεξιότητες και η συνεχής υποστήριξη. Ένας στόχος λοιπόν θα πρέπει να ταιριάζει πραγματικά με την ιδιοσυγκρασία και τα θέλω του παιδιού, αλλά και επιπλέον να είναι εφικτός και επιτεύξιμος. Ακόμη, ένα καθήκον του γονέα που καλείται να υποστηρίξει το παιδί του, είναι να το αποτρέψει με το να αφιερωθεί σε στόχους για τους οποίους δε διαθέτει ακόμη τις δεξιότητες και συνεπώς οι στόχοι αυτοί δεν είναι εφικτοί. Ένα κορίτσι για παράδειγμα μπορεί να λατρεύει το τραγούδι και η επιθυμία της να αναγνωριστεί ως ταλέντο στην ερμηνεία αγγλόφωνων τραγουδιών να είναι πραγματικά δική της, όμως εάν λείπουν βασικές δεξιότητες όπως η «καλή φωνή» και η ακουστική αντίληψη της σωστής προφοράς της γλώσσας, ίσως θα πρέπει να αναζητήσει κάποιον άλλον στόχο μέχρι να κατακτήσει τις παραπάνω δεξιότητες. Είναι γεγονός πως όταν αφιερωνόμαστε σε μη εφικτούς στόχους, όσο κι αν αγαπάμε αυτό που κάνουμε, η απογοήτευση δεν αργεί να έρθει.
Τέλος, όταν πληρούνται τα παραπάνω, η υποστήριξη από τη μεριά του γονέα θα πρέπει να είναι διαρκής και άνευ όρων. Θα τύχει πολλές φορές στη ζωή του παιδιού, μέσα στη διαδικασία ενασχόλησης με τον στόχο του, να απογοητευτεί, να μετανιώσει για την απόφασή του, να φοβηθεί και να παραιτηθεί. Είναι επίσης πιθανό να αποτύχει και να αισθανθεί άσχημα με τον εαυτό του και να βιώσει ενοχές. Ένας γονέας όμως που κατανοεί πως μέσα από τα λάθη και τις αποτυχίες μαθαίνουμε καλύτερα τον εαυτό μας, που φροντίζει να μη ξεχνάει πως μία αποτυχία δε φέρνει κανένα τέλος και που δε σταματάει να δείχνει την αληθινή του αγάπη, ακόμη και στην αποτυχία, είναι ο γονέας ο οποίος θα διδάξει στο παιδί του να μην τα παρατάει μπροστά στις δυσκολίες της ζωής, αλλά να συνεχίζει να πειραματίζεται και να μαθαίνει με τη δική του ιδιαίτερη μέθοδο, συνεισφέροντας από τη μεριά του (ο γονέας) με καινούρια ερεθίσματα και προτροπές.
Φράσεις όπως «Τι θα μπορούσε να γίνει καλύτερα την επόμενη φορά;», «Τι έμαθες από αυτή την εμπειρία που θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις στην επόμενη προσπάθειά σου;», «Πόσο καλά αισθάνεσαι με την προσπάθειά σου, αν αφήσουμε στην άκρη το αποτέλεσμα;» βοηθούν τα παιδιά να μετατρέψουν την εμπειρία μίας αποτυχίας σε μία εμπειρία μάθησης που έχει θετικό πρόσημο.
Άλλωστε, η ρήση ότι πολλές φορές δεν έχει σημασία ο προορισμός αλλά το ταξίδι, μπορεί να φανεί η πιο ορθή συμβουλή για ένα παιδί που τώρα μαθαίνει πώς να τα καταφέρνει στη ζωή του.
Τα παιδιά έρχονται στον κόσμο ως βρέφη επιφορτισμένα με φόβο κι αγωνία, πλημμυρισμένα από εκατοντάδες ερεθίσματα τα οποία αδυνατούν να επεξεργαστούν και να ερμηνεύσουν, τουλάχιστον όχι όπως οι ενήλικες. Είναι εξοπλισμένα όμως με ένα καταπληκτικό εργαλείο που το μόνο που χρειάζεται για να λειτουργήσει προς όφελός τους είναι υποστήριξη και κατάλληλα ερεθίσματα. Το εργαλείο αυτό είναι ο παιδικός εγκέφαλος: τόσο ικανός για χαρά, ανεμελιά, περιέργεια, ζωντάνια και δράση, όσο και για απογοήτευση, παραίτηση, θλίψη και άγχος.
Ένα παιδί που αισθάνεται ασφάλεια με τις δυνατότητές του είναι πάντα πρόθυμο να προσπαθήσει να εξερευνήσει τον εαυτό του και τα όρια της δύναμής του. Τα παιδιά που χαρακτηρίζονται από υγιή και αποτελεσματική αυτοπεποίθηση γνωρίζουν πως μπορούν να συνεχίσουν να πειραματίζονται, ώστε να μάθουν τον κόσμο και τη θέση τους σε αυτόν, μέχρι το σημείο που φτάνουν τα δικά τους όρια, μέχρι το σημείο που το πείραμα δε θα γίνει επικίνδυνο για τα ίδια ή και τους άλλους και μέχρι εκεί που τους επιτρέπει η ηθική και ο σεβασμός.
Καθώς η παιδική ηλικία χαρακτηρίζεται ως η διαδικασία στην οποία ένας άνθρωπος χτίζει το υπόβαθρο για την ενήλικη ζωή του, είναι χρήσιμο για τους γονείς να κατανοήσουν πως με τις πράξεις και τα λόγια τους διαμορφώνουν τη μελλοντική συμπεριφορά του παιδιού τους, όπως και τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται για τον εαυτό του και τους άλλους. Μία κατάσταση η οποία συχνά προβληματίζει τους γονείς είναι η σχέση του παιδιού με τους στόχους που τίθενται. Κάτι όμως που ενίοτε διαφεύγει του προβληματισμού τους είναι εάν αυτοί οι στόχοι είναι του παιδιού τους ή δικοί τους.
Οι έλλειψη εμπειριών και βιωμάτων, η μη ολοκληρωμένη εικόνα για τον εαυτό τους, ο αναπτυσσόμενος ακόμη εγκέφαλος και ο συνεχής πειραματισμός θέτουν τα παιδιά σε μία μη προνομιακή θέση για να αποφασίσουν τα ίδια για τους στόχους που βάζουν στη ζωή τους. Αυτή η ευθύνη επιβαρύνει τους γονείς. Κάνουν όμως οι γονείς πάντα τις σωστές επιλογές για τα παιδιά τους;
Συναντώ συχνά στην κλινική πράξη γονείς που φτάνουν στο συμπέρασμα πως πιέζουν τα παιδιά τους να ακολουθήσουν και να κατακτήσουν στόχους που είχαν οι ίδιοι ανάγκη ως παιδιά και για κάποιους λόγους έμειναν ανεκπλήρωτοι ή δεν προχώρησαν όσο θα επιθυμούσαν σήμερα. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το παιδί αναγκάζεται να υιοθετήσει στόχους που μπορεί να μην τους πιστεύει, όμως διστάζει να φέρει αντιρρήσεις για να μην απογοητεύσει τους γονείς. Τότε ξεκινάει μία διαδικασία πίεσης και αγωνίας μέσα στην οποία το παιδί αισθάνεται πως αν δεν επιτύχει στον στόχο που του έχει ανατεθεί, θα χάσει την αγάπη και την υποστήριξη του γονέα του. Ακόμη κι αν αυτό ακούγεται αβάσιμο σε έναν ενήλικα, για ένα παιδί μπορεί να είναι συχνά η πραγματικότητά του.
Ωστόσο, δεν είναι η απομάκρυνση από οποιοδήποτε στόχο η λύση στην παραπάνω δυσκολία, αλλά η ανακάλυψη ενός τέτοιου στόχου που να εκφράζει πραγματικά το παιδί και να του δίνει την ευχαρίστηση να εξερευνήσει τη διαδικασία μέχρι να τον επιτύχει. Όταν γονέας και παιδί συνεργάζονται για να βρουν τα πραγματικά ενδιαφέροντα και τις κλίσεις του παιδιού, τότε τίθεται μία καλή βάση για την επίτευξη του εκάστοτε στόχου. Όταν υπάρχει αληθινό ενδιαφέρον και αγάπη γι αυτό που κάνουμε, τότε οι πιθανότητες να πάει καλά είναι μεγαλύτερες.
Φυσικά, δεν είναι αρκετό μόνο το ενδιαφέρον για να τελεσφορήσει μία προσπάθεια του παιδιού, αλλά χρειάζονται επίσης οι δεξιότητες και η συνεχής υποστήριξη. Ένας στόχος λοιπόν θα πρέπει να ταιριάζει πραγματικά με την ιδιοσυγκρασία και τα θέλω του παιδιού, αλλά και επιπλέον να είναι εφικτός και επιτεύξιμος. Ακόμη, ένα καθήκον του γονέα που καλείται να υποστηρίξει το παιδί του, είναι να το αποτρέψει με το να αφιερωθεί σε στόχους για τους οποίους δε διαθέτει ακόμη τις δεξιότητες και συνεπώς οι στόχοι αυτοί δεν είναι εφικτοί. Ένα κορίτσι για παράδειγμα μπορεί να λατρεύει το τραγούδι και η επιθυμία της να αναγνωριστεί ως ταλέντο στην ερμηνεία αγγλόφωνων τραγουδιών να είναι πραγματικά δική της, όμως εάν λείπουν βασικές δεξιότητες όπως η «καλή φωνή» και η ακουστική αντίληψη της σωστής προφοράς της γλώσσας, ίσως θα πρέπει να αναζητήσει κάποιον άλλον στόχο μέχρι να κατακτήσει τις παραπάνω δεξιότητες. Είναι γεγονός πως όταν αφιερωνόμαστε σε μη εφικτούς στόχους, όσο κι αν αγαπάμε αυτό που κάνουμε, η απογοήτευση δεν αργεί να έρθει.
Τέλος, όταν πληρούνται τα παραπάνω, η υποστήριξη από τη μεριά του γονέα θα πρέπει να είναι διαρκής και άνευ όρων. Θα τύχει πολλές φορές στη ζωή του παιδιού, μέσα στη διαδικασία ενασχόλησης με τον στόχο του, να απογοητευτεί, να μετανιώσει για την απόφασή του, να φοβηθεί και να παραιτηθεί. Είναι επίσης πιθανό να αποτύχει και να αισθανθεί άσχημα με τον εαυτό του και να βιώσει ενοχές. Ένας γονέας όμως που κατανοεί πως μέσα από τα λάθη και τις αποτυχίες μαθαίνουμε καλύτερα τον εαυτό μας, που φροντίζει να μη ξεχνάει πως μία αποτυχία δε φέρνει κανένα τέλος και που δε σταματάει να δείχνει την αληθινή του αγάπη, ακόμη και στην αποτυχία, είναι ο γονέας ο οποίος θα διδάξει στο παιδί του να μην τα παρατάει μπροστά στις δυσκολίες της ζωής, αλλά να συνεχίζει να πειραματίζεται και να μαθαίνει με τη δική του ιδιαίτερη μέθοδο, συνεισφέροντας από τη μεριά του (ο γονέας) με καινούρια ερεθίσματα και προτροπές.
Φράσεις όπως «Τι θα μπορούσε να γίνει καλύτερα την επόμενη φορά;», «Τι έμαθες από αυτή την εμπειρία που θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις στην επόμενη προσπάθειά σου;», «Πόσο καλά αισθάνεσαι με την προσπάθειά σου, αν αφήσουμε στην άκρη το αποτέλεσμα;» βοηθούν τα παιδιά να μετατρέψουν την εμπειρία μίας αποτυχίας σε μία εμπειρία μάθησης που έχει θετικό πρόσημο.
Άλλωστε, η ρήση ότι πολλές φορές δεν έχει σημασία ο προορισμός αλλά το ταξίδι, μπορεί να φανεί η πιο ορθή συμβουλή για ένα παιδί που τώρα μαθαίνει πώς να τα καταφέρνει στη ζωή του.
Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ
Η έννοια της «Συναισθηματικής Νοημοσύνης» (Σ.Ν.) εισήχθη στον τομέα της μελέτης της Νοημοσύνης το 1964 κι έπειτα, κυρίως με αφορμή τη θεωρία της «Πολλαπλής Νοημοσύνης» του H. Gardner, θεωρήθηκε ότι αποτελεί ένα είδος νοημοσύνης από τις πολλές, η οποία, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, αφορά στην ικανότητα κατανόησης και χειρισμού των συναισθημάτων.
Αν και η επιστημονική κοινότητα δεν παρουσιάζει ομοφωνία ως προς την ύπαρξη της Σ.Ν., ή τουλάχιστον την ανεξάρτητη λειτουργία της, τα τελευταία χρόνια κυρίως μέσω της δουλειάς και του συγγραφικού έργου του D. Goleman, η ενασχόληση με τη Σ.Ν. έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και φαίνεται να απασχολεί επιστήμονες και επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, από την υγεία και την εκπαίδευση, μέχρι την οικονομία και τη διαφήμιση.
Σύμφωνα με το επικρατέστερο μοντέλο ερμηνείας της Σ.Ν., αυτή περιλαμβάνει τέσσερις θεμελιώδεις ικανότητες: 1. την αντίληψη, την ανίχνευση και την περιγραφή των συναισθημάτων, 2. την κατανόηση των συναισθημάτων και το πώς αυτά προκύπτουν μέσα από τις σχέσεις και άλλες καταστάσεις, 3. τον χειρισμό και τη ρύθμιση των συναισθημάτων, 4. τη χρήση και την αξιοποίηση των συναισθημάτων και των αντιδράσεων στις γνωστικές λειτουργίες, όπως η λύση προβλημάτων και η λήψη αποφάσεων. Όλα τα παραπάνω αφορούν τόσο τα συναισθήματα του ίδιου του ατόμου που τα βιώνει, όσα και τα συναισθήματα των άλλων, πρόκειται λοιπόν για μία μεγάλη ομάδα από ικανότητες και δεξιότητες, μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται και η ενσυναίσθηση, η ικανότητα κατανόησης της σκέψης και των συναισθημάτων ενός άλλου ανθρώπου.
Η έρευνα πάνω στον συγκεκριμένο τομέα έχει καταδείξει τη συμβολή της Σ.Ν. πάνω στα θέματα της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής ζωής. Υποστηρίζει πως η υψηλή Σ.Ν. σχετίζεται τόσο με τη ψυχική υγεία, τη θετική σταδιοδρομία και την καλή σχολική επίδοση των μαθητών, όσο και αργότερα με τον επιτυχημένο επαγγελματικό προσανατολισμό, την ικανοποίηση από την εργασία, τις καλές επαγγελματικές σχέσεις και την επιτυχία.
Ένας μαθητής με ανεπτυγμένη Σ.Ν. είναι σε θέση να αντιληφθεί τα συναισθήματά του κατά την ώρα της μελέτης του ή το πως ένιωσε μετά από μία αποτυχία ή επιτυχία και να ρυθμίσει τις αντιδράσεις του ώστε να επαναφέρει και πάλι μία ισορροπία. Ακόμη, δημιουργεί με ευκολία κίνητρα για μάθηση και καλή επίδοση στον εαυτό του, παρακινώντας τον ίδιο ή τους συμμαθητές του. Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι η Σ.Ν. διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση φιλικών σχέσεων και μίας υγιούς παρέας σε σχολικά και εξωσχολικά πλαίσια, βοηθώντας τα παιδιά να αποφύγουν δυσάρεστες καταστάσεις βίας και εκφοβισμού.
Μεγάλη έμφαση έχει δοθεί στη συμβολή της Σ.Ν. στον τομέα της επιλογής ενός κατάλληλου επαγγέλματος, στη διαμόρφωση επιτυχημένων εργασιακών σχέσεων και ενός πλαισίου που θα βοηθήσει τον εργαζόμενο/επαγγελματία να αναπτυχθεί. Ένας ενήλικας με ανεπτυγμένη Σ.Ν. διαμορφώνει υγιείς και αποτελεσματικές σχέσεις, αποφεύγει τις συγκρούσεις και κατανοεί τον σημαντικό ρόλο που παίζουν τα συναισθήματα στις συμπεριφορές και τις αποφάσεις των ανθρώπων.
Μεγάλο τμήμα της βιβλιογραφίας υποστηρίζει πως η Σ.Ν. μπορεί να βελτιωθεί με εξάσκηση και εμπειρία θέτοντας τις βάσεις για τη δημιουργία ελπιδοφόρων προγραμμάτων ανάπτυξης κοινωνικών δεξιοτήτων σε σχολικά και ακαδημαϊκά πλαίσια τα οποία στοχεύουν να μειώσουν φαινόμενα όπως ο σχολικός εκφοβισμός, η υποτίμηση, η κοινωνική απομόνωση και η απόσυρση μαθητών με συναισθηματικές δυσκολίες.
Αν και η επιστημονική κοινότητα δεν παρουσιάζει ομοφωνία ως προς την ύπαρξη της Σ.Ν., ή τουλάχιστον την ανεξάρτητη λειτουργία της, τα τελευταία χρόνια κυρίως μέσω της δουλειάς και του συγγραφικού έργου του D. Goleman, η ενασχόληση με τη Σ.Ν. έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και φαίνεται να απασχολεί επιστήμονες και επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, από την υγεία και την εκπαίδευση, μέχρι την οικονομία και τη διαφήμιση.
Σύμφωνα με το επικρατέστερο μοντέλο ερμηνείας της Σ.Ν., αυτή περιλαμβάνει τέσσερις θεμελιώδεις ικανότητες: 1. την αντίληψη, την ανίχνευση και την περιγραφή των συναισθημάτων, 2. την κατανόηση των συναισθημάτων και το πώς αυτά προκύπτουν μέσα από τις σχέσεις και άλλες καταστάσεις, 3. τον χειρισμό και τη ρύθμιση των συναισθημάτων, 4. τη χρήση και την αξιοποίηση των συναισθημάτων και των αντιδράσεων στις γνωστικές λειτουργίες, όπως η λύση προβλημάτων και η λήψη αποφάσεων. Όλα τα παραπάνω αφορούν τόσο τα συναισθήματα του ίδιου του ατόμου που τα βιώνει, όσα και τα συναισθήματα των άλλων, πρόκειται λοιπόν για μία μεγάλη ομάδα από ικανότητες και δεξιότητες, μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται και η ενσυναίσθηση, η ικανότητα κατανόησης της σκέψης και των συναισθημάτων ενός άλλου ανθρώπου.
Η έρευνα πάνω στον συγκεκριμένο τομέα έχει καταδείξει τη συμβολή της Σ.Ν. πάνω στα θέματα της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής ζωής. Υποστηρίζει πως η υψηλή Σ.Ν. σχετίζεται τόσο με τη ψυχική υγεία, τη θετική σταδιοδρομία και την καλή σχολική επίδοση των μαθητών, όσο και αργότερα με τον επιτυχημένο επαγγελματικό προσανατολισμό, την ικανοποίηση από την εργασία, τις καλές επαγγελματικές σχέσεις και την επιτυχία.
Ένας μαθητής με ανεπτυγμένη Σ.Ν. είναι σε θέση να αντιληφθεί τα συναισθήματά του κατά την ώρα της μελέτης του ή το πως ένιωσε μετά από μία αποτυχία ή επιτυχία και να ρυθμίσει τις αντιδράσεις του ώστε να επαναφέρει και πάλι μία ισορροπία. Ακόμη, δημιουργεί με ευκολία κίνητρα για μάθηση και καλή επίδοση στον εαυτό του, παρακινώντας τον ίδιο ή τους συμμαθητές του. Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι η Σ.Ν. διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση φιλικών σχέσεων και μίας υγιούς παρέας σε σχολικά και εξωσχολικά πλαίσια, βοηθώντας τα παιδιά να αποφύγουν δυσάρεστες καταστάσεις βίας και εκφοβισμού.
Μεγάλη έμφαση έχει δοθεί στη συμβολή της Σ.Ν. στον τομέα της επιλογής ενός κατάλληλου επαγγέλματος, στη διαμόρφωση επιτυχημένων εργασιακών σχέσεων και ενός πλαισίου που θα βοηθήσει τον εργαζόμενο/επαγγελματία να αναπτυχθεί. Ένας ενήλικας με ανεπτυγμένη Σ.Ν. διαμορφώνει υγιείς και αποτελεσματικές σχέσεις, αποφεύγει τις συγκρούσεις και κατανοεί τον σημαντικό ρόλο που παίζουν τα συναισθήματα στις συμπεριφορές και τις αποφάσεις των ανθρώπων.
Μεγάλο τμήμα της βιβλιογραφίας υποστηρίζει πως η Σ.Ν. μπορεί να βελτιωθεί με εξάσκηση και εμπειρία θέτοντας τις βάσεις για τη δημιουργία ελπιδοφόρων προγραμμάτων ανάπτυξης κοινωνικών δεξιοτήτων σε σχολικά και ακαδημαϊκά πλαίσια τα οποία στοχεύουν να μειώσουν φαινόμενα όπως ο σχολικός εκφοβισμός, η υποτίμηση, η κοινωνική απομόνωση και η απόσυρση μαθητών με συναισθηματικές δυσκολίες.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΖΩΗ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ
Πολλές διαχρονικές έρευνες διεθνώς επιβεβαιώνουν συστηματικά πως ο σχολικός εκφοβισμός (και γενικά ο εκφοβισμός στην παιδική ηλικία – γνωστός κυρίως ως bullying) έχει μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του θύματος και του θύτη, ακόμη και στην ενήλικη ζωή τους. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν πως ο σχολικός εκφοβισμός δεν είναι ένα απλό φαινόμενο το οποίο κάποιος μπορεί να συνηθίσει να ζει με αυτό και πως αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στη ψυχική κατάσταση του ατόμου.
Ως σχολικός εκφοβισμός νοείται η παραβατική συμπεριφορά εντός σχολικών πλαισίων η οποία στοχεύει στην πρόκληση σωματικού ή ψυχικού πόνου προς το θύμα μέσω της εκδήλωσης βίαιων συμπεριφορών. Ας σημειωθεί πως η βία μπορεί να λάβει πολλές μορφές, μία εκ των οποίων είναι η σωματική, στις οποίες εντάσσεται και η λεκτική, η κοινωνική, η σεξουαλική-γενετίσια και η ψυχολογική βία. Οι διακρίσεις σε βάρος μαθητών, οι ύβρεις και η λεκτική ταπείνωση, η κοινωνική απομόνωση κι ο σκόπιμος στιγματισμός, οι απειλές και η εκδικητικότητα είναι ορισμένες από τις εκφάνσεις του σχολικού εκφοβισμού στη σύγχρονη κοινωνία.
Μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη και σε χώρες με προηγμένο εκπαιδευτικό σύστημα και εγκαθιδρυμένους μηχανισμούς κοινωνικής πρόνοιας, όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, καταδεικνύουν πως το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν κάνει διακρίσεις ως προς την ηλικία, το φύλο, το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, καθώς συμπεριφορές σκόπιμου και συνειδητού εκφοβισμού συναντώνται ακόμη και σε τάξεις των Νηπίων ή και σε εξωσχολικά πλαίσια, κάθε φορά που το θύμα έρχεται αντιμέτωπο με το θύτη.
Παρά την αντίληψη πως ο σχολικός εκφοβισμός είναι ικανός να θωρακίσει το θύμα, να το κάνει να αισθάνεται περισσότερο δυναμικό και να το οδηγήσει σε πρακτικές άμυνας απέναντι σε οποιονδήποτε θα του επιτεθεί εφεξής, τις περισσότερες φορές αυτό δεν είναι αλήθεια. Ένα σημαντικό εύρημα των προαναφερθέντων ερευνών είναι ότι τα παιδιά-θύματα είναι πολύ συχνά μέλη οικογένειας η οποία είτε αντιμετωπίζει δυσκολίες, είτε παραμελεί τα παιδιά ή τα κακοποιεί. Συμπεραίνεται πως ένα θύμα σχολικού εκφοβισμού έχει υψηλές πιθανότητες να δέχεται παρόμοια συμπεριφορά ακόμη κι από την οικογένειά του, γεγονός που κάνει το τραυματικό γεγονός της υφιστάμενης κακοποίησης ακόμη πιο έντονο και δυσβάσταχτο.
Φυσικά, το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να γενικευτεί. Συμβαίνει κάποιες φορές τα παιδιά-θύματα να μεγαλώνουν σε γαλήνιες και αρμονικές οικογένειες, αλλά κυρίως λόγω της εσωστρέφειάς τους και της ντροπαλότητάς τους να μην προχωρούν σε κάποιο βήμα ενημέρωσης της οικογένειας ή των δασκάλων. Εντούτοις, οι σκέψεις και τα συναισθήματα που γεννιούνται στο μυαλό του παιδιού μπορούν να παραμείνουν εκεί για πολλά χρόνια και να το «συντροφεύουν» ακόμη και στην ενήλικη ζωή του.
Για να γίνει αντιληπτός ο μηχανισμός επίδρασης του εκφοβισμού στη ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού, αρκεί μία προσπάθεια κατανόησης της θέσης του παιδιού που είναι δέκτης του εκφοβισμού.
Κάποια από τα σημαντικότερα συμπτώματα στη ζωή του παιδιού είναι η μειωμένη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, καθώς και η αρνητική αντίληψη για το σώμα του, η οποία έρχεται ως αποτελέσμα της λεκτικής βίας και του στιγματισμού. Η αίσθηση ότι δεν είναι επιθυμητός/η, δεν αξίζει τη φιλία και την αγάπη των άλλων, είναι ανίκανος/η να κάνει συμμάχους ή συντρόφους και ότι δεν μπορεί να μοιραστεί τις δυσκολίες του/ης με κάποιον που μπορεί να εμπιστευτεί είναι χαρακτηριστικά της εικόνας που διαμορφώνει το παιδί για τον εαυτό του. Παράλληλα, το θύμα αντιμετωπίζει αυξημένο άγχος και φόβο έχοντας συνεχώς την αίσθηση πως πρόκειται να του συμβεί κάτι κακό, όπως το να γίνει περίγελος, να υπάρξει εκμετάλλευση ή σωματική βία εναντίον του. Καταθλιπτικά συμπτώματα, φοβίες και κρίσεις πανικού είναι πιθανό να εμφανιστούν και να επιμείνουν για μία μεγάλη περίοδο έως ότου αντιμετωπιστούν με ένα συστηματικό και θεραπευτικό τρόπο.
Με βάση τα παραπάνω, ένα σημαντικό ποσοστό των παιδιών που έχουν εμπλακεί σε σχολικό εκφοβισμό, τόσο από τη μεριά του θύματος, όσο και από αυτή του θύτη, θα εκδηλώσει κάποια στιγμή στην ενήλικη ζωή του ή στην εφηβεία κάποια ψυχιατρική διαταραχή όπως είναι η κατάθλιψη, διαταραχές άγχους, δυσκολίες προσωπικότητας και διαταραχές πρόσληψης τροφής. Αξίζει να σημειωθεί πως τα παιδιά που έχουν λάβει το διπλό ρόλο θύτη και θύματος, δηλαδή έχουν εκδηλώσει αλλά και έχουν δεχτεί εκφοβισμό, αντιμετωπίζουν υψηλότερες πιθανότητες εκδήλωσης ψυχιατρικών παθήσεων μελλοντικά συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες των παιδιών.
Γίνεται σαφές πως ο δέκτης του εκφοβισμού διαμορφώνει μία εικόνα για τον εαυτό του, τις ικανότητες και το μέλλον του που δεν είναι υγιής και λειτουργική. Η εικόνα αυτή είναι ικανή να τον οδηγήσει σε δυσάρεστες καταστάσεις κατά την ενηλικίωσή του που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την κοινωνική απομόνωση, δυσκολίες στις σχέσεις, δυσπροσαρμοστικότητα, χαμηλούς στόχους ή εύκολη απογοήτευση, κ.α.
Με κάθε ευκαιρία είναι σκόπιμο να υπενθυμίζουμε στα παιδιά, όλων των ηλικιών, σε όλο το χρόνο, ακόμη και με το πέρας του σχολικού έτους, πως η πράξη του εκφοβισμού δεν είναι παιχνίδι και δεν έχει πλάκα για κανέναν, σε οποιαδήποτε μεριά του «γηπέδου» κι αν βρίσκονται.
Ως σχολικός εκφοβισμός νοείται η παραβατική συμπεριφορά εντός σχολικών πλαισίων η οποία στοχεύει στην πρόκληση σωματικού ή ψυχικού πόνου προς το θύμα μέσω της εκδήλωσης βίαιων συμπεριφορών. Ας σημειωθεί πως η βία μπορεί να λάβει πολλές μορφές, μία εκ των οποίων είναι η σωματική, στις οποίες εντάσσεται και η λεκτική, η κοινωνική, η σεξουαλική-γενετίσια και η ψυχολογική βία. Οι διακρίσεις σε βάρος μαθητών, οι ύβρεις και η λεκτική ταπείνωση, η κοινωνική απομόνωση κι ο σκόπιμος στιγματισμός, οι απειλές και η εκδικητικότητα είναι ορισμένες από τις εκφάνσεις του σχολικού εκφοβισμού στη σύγχρονη κοινωνία.
Μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη και σε χώρες με προηγμένο εκπαιδευτικό σύστημα και εγκαθιδρυμένους μηχανισμούς κοινωνικής πρόνοιας, όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, καταδεικνύουν πως το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν κάνει διακρίσεις ως προς την ηλικία, το φύλο, το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, καθώς συμπεριφορές σκόπιμου και συνειδητού εκφοβισμού συναντώνται ακόμη και σε τάξεις των Νηπίων ή και σε εξωσχολικά πλαίσια, κάθε φορά που το θύμα έρχεται αντιμέτωπο με το θύτη.
Παρά την αντίληψη πως ο σχολικός εκφοβισμός είναι ικανός να θωρακίσει το θύμα, να το κάνει να αισθάνεται περισσότερο δυναμικό και να το οδηγήσει σε πρακτικές άμυνας απέναντι σε οποιονδήποτε θα του επιτεθεί εφεξής, τις περισσότερες φορές αυτό δεν είναι αλήθεια. Ένα σημαντικό εύρημα των προαναφερθέντων ερευνών είναι ότι τα παιδιά-θύματα είναι πολύ συχνά μέλη οικογένειας η οποία είτε αντιμετωπίζει δυσκολίες, είτε παραμελεί τα παιδιά ή τα κακοποιεί. Συμπεραίνεται πως ένα θύμα σχολικού εκφοβισμού έχει υψηλές πιθανότητες να δέχεται παρόμοια συμπεριφορά ακόμη κι από την οικογένειά του, γεγονός που κάνει το τραυματικό γεγονός της υφιστάμενης κακοποίησης ακόμη πιο έντονο και δυσβάσταχτο.
Φυσικά, το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να γενικευτεί. Συμβαίνει κάποιες φορές τα παιδιά-θύματα να μεγαλώνουν σε γαλήνιες και αρμονικές οικογένειες, αλλά κυρίως λόγω της εσωστρέφειάς τους και της ντροπαλότητάς τους να μην προχωρούν σε κάποιο βήμα ενημέρωσης της οικογένειας ή των δασκάλων. Εντούτοις, οι σκέψεις και τα συναισθήματα που γεννιούνται στο μυαλό του παιδιού μπορούν να παραμείνουν εκεί για πολλά χρόνια και να το «συντροφεύουν» ακόμη και στην ενήλικη ζωή του.
Για να γίνει αντιληπτός ο μηχανισμός επίδρασης του εκφοβισμού στη ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού, αρκεί μία προσπάθεια κατανόησης της θέσης του παιδιού που είναι δέκτης του εκφοβισμού.
Κάποια από τα σημαντικότερα συμπτώματα στη ζωή του παιδιού είναι η μειωμένη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, καθώς και η αρνητική αντίληψη για το σώμα του, η οποία έρχεται ως αποτελέσμα της λεκτικής βίας και του στιγματισμού. Η αίσθηση ότι δεν είναι επιθυμητός/η, δεν αξίζει τη φιλία και την αγάπη των άλλων, είναι ανίκανος/η να κάνει συμμάχους ή συντρόφους και ότι δεν μπορεί να μοιραστεί τις δυσκολίες του/ης με κάποιον που μπορεί να εμπιστευτεί είναι χαρακτηριστικά της εικόνας που διαμορφώνει το παιδί για τον εαυτό του. Παράλληλα, το θύμα αντιμετωπίζει αυξημένο άγχος και φόβο έχοντας συνεχώς την αίσθηση πως πρόκειται να του συμβεί κάτι κακό, όπως το να γίνει περίγελος, να υπάρξει εκμετάλλευση ή σωματική βία εναντίον του. Καταθλιπτικά συμπτώματα, φοβίες και κρίσεις πανικού είναι πιθανό να εμφανιστούν και να επιμείνουν για μία μεγάλη περίοδο έως ότου αντιμετωπιστούν με ένα συστηματικό και θεραπευτικό τρόπο.
Με βάση τα παραπάνω, ένα σημαντικό ποσοστό των παιδιών που έχουν εμπλακεί σε σχολικό εκφοβισμό, τόσο από τη μεριά του θύματος, όσο και από αυτή του θύτη, θα εκδηλώσει κάποια στιγμή στην ενήλικη ζωή του ή στην εφηβεία κάποια ψυχιατρική διαταραχή όπως είναι η κατάθλιψη, διαταραχές άγχους, δυσκολίες προσωπικότητας και διαταραχές πρόσληψης τροφής. Αξίζει να σημειωθεί πως τα παιδιά που έχουν λάβει το διπλό ρόλο θύτη και θύματος, δηλαδή έχουν εκδηλώσει αλλά και έχουν δεχτεί εκφοβισμό, αντιμετωπίζουν υψηλότερες πιθανότητες εκδήλωσης ψυχιατρικών παθήσεων μελλοντικά συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες των παιδιών.
Γίνεται σαφές πως ο δέκτης του εκφοβισμού διαμορφώνει μία εικόνα για τον εαυτό του, τις ικανότητες και το μέλλον του που δεν είναι υγιής και λειτουργική. Η εικόνα αυτή είναι ικανή να τον οδηγήσει σε δυσάρεστες καταστάσεις κατά την ενηλικίωσή του που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την κοινωνική απομόνωση, δυσκολίες στις σχέσεις, δυσπροσαρμοστικότητα, χαμηλούς στόχους ή εύκολη απογοήτευση, κ.α.
Με κάθε ευκαιρία είναι σκόπιμο να υπενθυμίζουμε στα παιδιά, όλων των ηλικιών, σε όλο το χρόνο, ακόμη και με το πέρας του σχολικού έτους, πως η πράξη του εκφοβισμού δεν είναι παιχνίδι και δεν έχει πλάκα για κανέναν, σε οποιαδήποτε μεριά του «γηπέδου» κι αν βρίσκονται.
ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ: ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ 'Η ΕΘΙΣΜΟΣ;
Το καλοκαίρι αποτελεί μία περίοδο στην οποία η μεγάλη ενασχόληση των παιδιών με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια μπορεί να ευδοκιμήσει, καθώς το σχολείο και πολλές δραστηριότητες των παιδιών έχουν τελειώσει. Τα παιδιά βλέπουν ξαφνικά τον ελεύθερο χρόνο τους να αυξάνεται ραγδαία, και δεδομένου ότι οι γονείς πολλές φορές εργάζονται και δεν είναι σε θέση να τα απασχολήσουν, προσπαθούν να γεμίσουν τα κενά στον χρόνο τους με την εύκολη διασκέδαση της ψηφιακής πραγματικότητας.
Η εικόνα ενός παιδιού να κάθεται προσηλωμένο για πολλές ώρες μπροστά από μία οθόνη υπολογιστή ή τηλεόρασης, με το τηλεχειριστήριο στο χέρι γίνεται όλο και πιο συχνή τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με πρόσφατες, επαναλαμβανόμενες έρευνες ένας στους έξι εφήβους παρουσιάζει υπερβολική ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και δυο στους δέκα εμφανίζει συμπτώματα εθισμού.
Είναι γεγονός, ότι οι νέοι σήμερα βρίσκονται αντιμέτωποι με καταστάσεις έντονων αντιθέσεων: η ραγδαία έκρηξη της τεχνολογίας σε αντίθεση με τις συντηρητικές μεθόδους διδασκαλίας, τα εντυπωσιακότατα οπτικο-ακουστικά εφέ σε αντίθεση με τους μονότονους ήχους του σπιτιού και της γειτονίας είναι μόνο δύο από τα πολλά παραδείγματα. Οι γονείς ή κηδεμόνες από την άλλη, αισθάνονται αδυναμία στο να ελέγξουν αυτές τις καταστάσεις και έτσι μετατρέπονται σε απλούς παρατηρητές.
Ο εθισμός στα ηλεκτρονικά παιχνίδια είναι μία παγκοσμίως αποδεκτή ψυχική / ψυχιατρική κατάσταση η οποία θα μπορούσε να ανιχνευτεί με βάση τη συμπεριφορά του παιδιού. Πιο συγκεκριμένα, το παιδί (ή ο έφηβος) τείνει να παρατείνει όλο και περισσότερο το χρόνο ενασχόλησής του με τα παιχνίδια (διαδικτυακά/online ή όχι) χάνοντας την αίσθηση του χρόνου. Πολύ συχνά, ξεπερνάει το χρονικό περιθώριο το οποίο έχει συμφωνήσει αισθάνοντας αδυναμία να αποδεσμευτεί από το παιχνίδι κάτι που μπορεί να το οδηγήσει στο να πει ψέματα ή να αποκρύψει την αλήθεια για την υπερβολική χρήση του παιχνιδιού. Ένα συχνό επακόλουθο της εξάρτησης από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια είναι το αίσθημα ότι το παιδί δεν μπορεί να διαχειριστεί τη διέγερση που του προσφέρει το παιχνίδι, ακόμη και αν αυτή το οδηγήσει στην εκδήλωση κατάθλιψης. Το παιδί γίνεται με κάποιο τρόπο «δέσμαιο» της απόλαυσης που το προσφέρει το παιχνίδι και συνεπώς, προκειμένου να αποφύγει τα αρνητικά συναισθήματα από τη μη χρήση, ασχολείται όλο και περισσότερο με αυτό. Τέτοιες συμπεριφορές μπορούν να οδηγήσουν αναπόφευκτα τα παιδί στην κοινωνική και συναισθηματική απομόνωση, στο να χάσει σχέσεις ή άλλες ευκαιρίες που του προσφέρονται (σχολικά, οικογενειακά, φιλικά, κοινωνικά).
Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να δαιμονοποιήσουμε τη χρήση του διαδικτύου και την ανάπτυξη της τεχνολογίας, απαγορεύοντας στα παιδιά να έρχονται σε επαφή μαζί τους. Είναι χρήσιμο όμως οι γονείς να προσπαθούν να καρτάνε ισορροπίες στη συμπεριφορά του παιδιού τους μεταξύ της λελογισμένης και της αλόγιστης χρήσης.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και η ψηφιακή ψυχαγωγία είναι εκ των πραγμάτων κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να προσφέρουν ένα «εμπλουτισμένο» (όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πληθώρα εξελιγμένων οπτικο-ακουστικών εφέ) περιβάλλον, αδρεναλίνη, κίνητρα για την κατάκτηση ενός στόχου, διαφυγή από τον πραγματικό κόσμο, ενίσχυση της αυτοπεποίθησης, κ.ά. Κυρίως τα αγόρια, προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας που κατοικούν στην επαρχεία είναι στατιστικά πιο επιρρεπή σε όλα τα παραπάνω.
Προτρέπονται οι γονείς που υποπτεύονται πως τα παιδιά τους τείνουν να εκδηλώσουν, ή έχουν ήδη εκδηλώσει, συμπεριφορές εθισμού στα ηλεκτρονικά παιχνίδια να αναζητήσουν την κατάλληλη βοήθεια και να λάβουν τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να παραμείνει η ενασχόληση με τη ψηφιακή ψυχαγωγία σε υγιές επίπεδο.
Η εικόνα ενός παιδιού να κάθεται προσηλωμένο για πολλές ώρες μπροστά από μία οθόνη υπολογιστή ή τηλεόρασης, με το τηλεχειριστήριο στο χέρι γίνεται όλο και πιο συχνή τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με πρόσφατες, επαναλαμβανόμενες έρευνες ένας στους έξι εφήβους παρουσιάζει υπερβολική ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και δυο στους δέκα εμφανίζει συμπτώματα εθισμού.
Είναι γεγονός, ότι οι νέοι σήμερα βρίσκονται αντιμέτωποι με καταστάσεις έντονων αντιθέσεων: η ραγδαία έκρηξη της τεχνολογίας σε αντίθεση με τις συντηρητικές μεθόδους διδασκαλίας, τα εντυπωσιακότατα οπτικο-ακουστικά εφέ σε αντίθεση με τους μονότονους ήχους του σπιτιού και της γειτονίας είναι μόνο δύο από τα πολλά παραδείγματα. Οι γονείς ή κηδεμόνες από την άλλη, αισθάνονται αδυναμία στο να ελέγξουν αυτές τις καταστάσεις και έτσι μετατρέπονται σε απλούς παρατηρητές.
Ο εθισμός στα ηλεκτρονικά παιχνίδια είναι μία παγκοσμίως αποδεκτή ψυχική / ψυχιατρική κατάσταση η οποία θα μπορούσε να ανιχνευτεί με βάση τη συμπεριφορά του παιδιού. Πιο συγκεκριμένα, το παιδί (ή ο έφηβος) τείνει να παρατείνει όλο και περισσότερο το χρόνο ενασχόλησής του με τα παιχνίδια (διαδικτυακά/online ή όχι) χάνοντας την αίσθηση του χρόνου. Πολύ συχνά, ξεπερνάει το χρονικό περιθώριο το οποίο έχει συμφωνήσει αισθάνοντας αδυναμία να αποδεσμευτεί από το παιχνίδι κάτι που μπορεί να το οδηγήσει στο να πει ψέματα ή να αποκρύψει την αλήθεια για την υπερβολική χρήση του παιχνιδιού. Ένα συχνό επακόλουθο της εξάρτησης από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια είναι το αίσθημα ότι το παιδί δεν μπορεί να διαχειριστεί τη διέγερση που του προσφέρει το παιχνίδι, ακόμη και αν αυτή το οδηγήσει στην εκδήλωση κατάθλιψης. Το παιδί γίνεται με κάποιο τρόπο «δέσμαιο» της απόλαυσης που το προσφέρει το παιχνίδι και συνεπώς, προκειμένου να αποφύγει τα αρνητικά συναισθήματα από τη μη χρήση, ασχολείται όλο και περισσότερο με αυτό. Τέτοιες συμπεριφορές μπορούν να οδηγήσουν αναπόφευκτα τα παιδί στην κοινωνική και συναισθηματική απομόνωση, στο να χάσει σχέσεις ή άλλες ευκαιρίες που του προσφέρονται (σχολικά, οικογενειακά, φιλικά, κοινωνικά).
Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να δαιμονοποιήσουμε τη χρήση του διαδικτύου και την ανάπτυξη της τεχνολογίας, απαγορεύοντας στα παιδιά να έρχονται σε επαφή μαζί τους. Είναι χρήσιμο όμως οι γονείς να προσπαθούν να καρτάνε ισορροπίες στη συμπεριφορά του παιδιού τους μεταξύ της λελογισμένης και της αλόγιστης χρήσης.
- Η σωστή εφαρμογή των ορίων που τίθενται μέσα στο σπίτι γίνεται ευκολότερη όταν οι γονείς έχουν αναπτύξει ήδη μία ποιοτική σχέση με τα παιδιά τους. Το χρονικό όριο των δύο ωρών καθημερινής ενασχόλησης με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια είναι ένας γενικά αποδεκτός κανόνας που μπορεί να τηρηθεί. Οι γονείς προτρέπονται να μην φανούν υποχωρητικοί μπροστά σε πιθανά παράπονα ή συναισθηματικές εξάρσεις του παιδιού. Η θέσπιση των ορίων είναι προτιμότερη από την ανεξέλεγκτη χρήση, και για το παιδί και για το γονέα.
- Είναι απαραίτητο για τα παιδιά να κατανοήσουν πως τα όρια τίθενται για τη δική τους ασφάλεια και όχι για το πείσμα των γονέων. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, η διαδικασία θέσπισης κανόνων και ορίων θα πρέπει να συζητιέται όλο και πιο πολύ και όποτε είναι δυνατόν, τα όρια να συμφωνούνται από όλες τις πλευρές πριν επιβληθούν.
- Η διεκδίκηση χρόνου χρήσης από τα αδέλφια γίνεται πάντα θέμα διαφωνιών και καυγάδων. Ο χρόνος χρήσης θα πρέπει να είναι προσυμφωνημένος για όλα τα παιδιά μέσα στο σπίτι και να μην υπερβαίνει τα όρια, κυρίως σε βάρος των άλλων. Η τοποθέτηση του υπολογιστή, της τηλεόρασης ή της κονσόλας σε έναν κοινόχρηστο χώρο μέσα στο σπίτι αποτρέπει το παιδί από την απομόνωση και την ανεξέλεγκτη χρήση.
- Είναι καλό να αποφεύγουν οι γονείς να χρησιμοποιούν τη χρήση του υπολογιστή, της τηλεόρασης, των κονσόλων παιχνιδιών για τιμωρία ή επιβράβευση μίας συμπεριφοράς.
- Όσο πιο νωρίς ενημερώνονται τα παιδιά για τις ενδεχόμενες συμπεριφορές εθισμού, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να γίνεται λελογισμένη και ελεγχόμενη χρήση από τη μεριά τους στο μέλλον. Έρευνες έχουν δείξει πως οι γονείς που αφιερώνουν δημιουργικό χρόνο στο διαδίκτυο μαζί με τα παιδιά τους, μειώνουν τις πιθανότητες εθισμού.
- Οι αντιπροτάσεις δημιουργούν κίνητρα στα παιδιά να αφήσουν για λίγο τα πληκτρολόγια και τα τηλεχειριστήρια και να στρέψουν την προσοχή τους αλλού. Όσο πιο θελκτική και δελεαστική είναι η απασχόληση η οποία προτείνεται στο παιδί, τόσο πιο εύκολα θα αποδεσμευτεί, έστω και παροδικά, από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια.
- Ως ένα βαθμό, οι γονείς μπορούν να ελέγχουν διακριτικά, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, το περιεχόμενο του παιχνιδιού ή της ψηφιακής δραστηριότητας. Με τη χρήση ειδικών φίλτρων ασφαλείας, την καθοδήγηση στην επιλογή του παιχνιδιού, την προτροπή για τη χρήση ενός παιχνιδιού έναντι κάποιου άλλου, είναι δυνατό να αποκλειστούν παιχνίδια που περιέχουν βία, ανάρμοστες για την ηλικία συμπεριφορές ή μπορούν να οδηγήσουν το παιδί σε συμπεριφορικές και συναισθηματικές εξάρσεις.
- Η ανάπτυξη εμπιστοσύνης στη σχέση γονέα-παιδιού είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για να μπορεί από τη μία ο γονέας να εποπτεύει το υλικό και το χρόνο χρήσης των παιχνιδιών και από την άλλη το παιδί να παραμείνει ειλικρινές και να τηρεί τα όρια που έχουν τεθεί.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και η ψηφιακή ψυχαγωγία είναι εκ των πραγμάτων κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να προσφέρουν ένα «εμπλουτισμένο» (όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πληθώρα εξελιγμένων οπτικο-ακουστικών εφέ) περιβάλλον, αδρεναλίνη, κίνητρα για την κατάκτηση ενός στόχου, διαφυγή από τον πραγματικό κόσμο, ενίσχυση της αυτοπεποίθησης, κ.ά. Κυρίως τα αγόρια, προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας που κατοικούν στην επαρχεία είναι στατιστικά πιο επιρρεπή σε όλα τα παραπάνω.
Προτρέπονται οι γονείς που υποπτεύονται πως τα παιδιά τους τείνουν να εκδηλώσουν, ή έχουν ήδη εκδηλώσει, συμπεριφορές εθισμού στα ηλεκτρονικά παιχνίδια να αναζητήσουν την κατάλληλη βοήθεια και να λάβουν τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να παραμείνει η ενασχόληση με τη ψηφιακή ψυχαγωγία σε υγιές επίπεδο.
ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΔΕΙΣ!
Η Ηλέκτρα θύμωσε πολύ με την έφηβη κόρη της, την Ιφιγένεια, γιατί ενώ της είχε πει ότι δεν πρέπει να γυρίσει στο σπίτι μετά τις 11, η Ιφιγένεια επέστρεψε στις 11:20 δίχως να ειδοποιήσει. Καθώς οι δυό τους τσακώνονται για το ποιά είναι τα όρια τα οποία η Ιφιγένεια μπορεί να ξεπερνάει και για το πότε η Ηλέκτρα ανησυχεί υπερβολικά, η μητέρα λέει στην κόρη της «Εντάξει Ιφιγένεια, δεν πειράζει… όταν θα κάνεις κι εσύ παιδιά θα δεις πως είναι να μη σε ακούνε και να σε αγνοούν». «Εγώ δε θα γίνω σαν κι εσένα» της απάντησε. Κάτι άλλαξε στη σχέση τους από τη στιγμή που ειπώθηκαν αυτές οι φράσεις.
Η πρώτη είναι μια φράση που ακούγεται πολύ συχνά από το στόμα των γονέων όταν θέλουν να απευθυνθούν στα παιδιά τους και να τους δείξουν πως το να μεγαλώνεις παιδιά ενέχει πολλές ευθύνες. Γίνεται όμως αυτό αντιληπτό και από τα παιδιά; Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στο μυαλό και των δύο ανθρώπων, της μητέρας και της κόρης.
Πράγματι, το να μεγαλώνει ένας γονέας σωστά και υπεύθυνα τα παιδιά του δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Οφείλει να λαμβάνει σημαντικές ευθύνες, να βάζει συνεχώς νέα όρια να αποτρέπει και να απαγορεύει, να τιμωρεί, ακόμη και αν γίνεται δυσάρεστος, με απώτερο σκοπό τη σωστή διαπαιδαγώγηση και την ευημερία του παιδιού και της οικογένειας. Για πολλά χρόνια χρειάζεται να παραμερίσει τις προσωπικές του ανάγκες για να είναι αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στη φροντίδα του παιδιού. Μέσα σε όλα αυτά, προκύπτει η ανθρώπινη ανάγκη του το παιδί του να κατανοεί τις προσπάθειές του και να είναι υπάκουο στους κανόνες που βάζει ο ίδιος. Συχνά, ο γονέας θεωρεί αυτονόητο πως το παιδί πρέπει να ακολουθήσει τις συμβουλές του ή να υπακούσει τους κανόνες του, από σεβασμό, από πειθαρχεία ή και από φόβο.
Ταυτόχρονα, το παιδί, ανάλογα φυσικά με το φύλο του και την ηλικία του, έχει την ανάγκη να αισθάνεται αδέσμευτο, ανεξάρτητο από την προστασία των γονέων, δοκιμάζοντας συχνά τα όρια τους. Ειδικά στην εφηβεία, τα παιδιά αντιλαμβάνονται τους περιορισμούς που θέτουν οι γονείς τους (είτε είναι δικαιολογημένοι είτε όχι) ως παράλογους και ως μία ξεκάθαρη απόπειρα ελέγχου στην οποία θέλουν αυθόρμητα να εναντιωθούν. Προσπαθώντας να αναπτύξουν τη δική τους προσωπικότητα και δυνατότητα επιλογών, μπαίνουν στον πειρασμό να εναντιωθούν στο γονέα, υποβιβάζοντάς τον κάποιες φορές ακόμη και ως αντι-πρότυπο. Σε καμία περίπτωση όμως αυτό δε σημαίνει ότι το παιδί σταμάτησε να αγαπάει το γονέα ή να αισθάνεται μέλος της οικογένειας. Η εναντίωση, ακόμη και αυτή που διακρίνεται από πείσμα και απερισκεψία, είναι τυπικό τμήμα της διαδικασίας ωρίμανσης του παιδικού νου.
Ωστόσο, και οι δύο άνθρωποι, η Ηλέκτρα και η Ιφιγένεια, δυσκολεύονται να μπουν στη θέση του άλλου, η κάθε μία για διαφορετικούς λόγους. Αυτό οδηγεί στη ρίξη η οποία καταλήγει στην παραπάνω στοιχομυθεία.
Λέγοντας σε ένα παιδί «όταν κάνεις κι εσύ παιδιά θα δεις» ο γονέας μπορεί να του προκαλέσει άθελά του διάφορες σκέψεις: α) να το αφήσει αδιάφορο και η φράση αυτή να μην έχει κανένα νόημα για το παιδί β) να το νουθετήσει, το παιδί να κατανοήσει τη θέση του γονέα και εν τέλει να συμμορφωθεί γ) να το πεισμώσει και το παιδί να αρχίσει να σκέφτεται πως θα γίνει πολύ καλύτερος γονέας από το γονέα του για να μην επαναλάβει τα λάθη του δ) να θεωρήσει πως τα παιδιά είναι τιμωρία, πως ο γονέας του τιμωρείται που έχει αυτό το παιδί και συνεπώς να αποκτήσει αρνητική εικόνα για τη γονεϊκότητα.
Όταν δύο διαφορετικοί κόσμοι, αυτός του γονέα και αυτός του παιδιού, βρίσκονται σε σύγκρουση, η μόνη λύση είναι ο συμβιβασμός και οι αμοιβαίες προσπάθειες κατανόησης της θέσης του άλλου.
Ο γονέας από τη μία οφείλει να εξηγήσει στο παιδί του τις ευθύνες που ο ίδιος φέρει για τη φροντίδα του, δίχως υπερβολές και χωρίς να του προκαλεί τύψεις, και από την άλλη να μπαίνει στη θέση του παιδιού του και να καταλαβαίνει τις σκέψεις του και τις επιθυμίες του με γνώμονα την ηλικία του και την έλλειψη εμπειρίας (ή και κατανόησης των κινδύνων).
Το παιδί από την άλλη, οφείλει να εκφράζει τις ανάγκες του με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο, δείχνοντας διάθεση για επικοινωνία, και από την άλλη να συναισθάνεται τις καλές προθέσεις, την αγωνία και τους στόχους του γονέα για να βελτιωθεί μία κατάσταση.
Καθώς οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες κάνουν το ρόλο του γονέα όλο και πιο απαιτητικό και το ρόλο του γιού/της κόρης όλο και πιο σύνθετο, η διατήρηση των ισορροπίων και από τις δύο πλευρές είναι το μεγάλο ζητούμενο για την ομαλή λειτουργία της οικογενειακής σχέσης.
Γονείς: Προσπαθήστε να εξηγήσετε παρά να επιβληθείτε
Παιδιά: Προσπαθήστε να κατανοήσετε παρά να εναντιωθείτε
Η πρώτη είναι μια φράση που ακούγεται πολύ συχνά από το στόμα των γονέων όταν θέλουν να απευθυνθούν στα παιδιά τους και να τους δείξουν πως το να μεγαλώνεις παιδιά ενέχει πολλές ευθύνες. Γίνεται όμως αυτό αντιληπτό και από τα παιδιά; Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στο μυαλό και των δύο ανθρώπων, της μητέρας και της κόρης.
Πράγματι, το να μεγαλώνει ένας γονέας σωστά και υπεύθυνα τα παιδιά του δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Οφείλει να λαμβάνει σημαντικές ευθύνες, να βάζει συνεχώς νέα όρια να αποτρέπει και να απαγορεύει, να τιμωρεί, ακόμη και αν γίνεται δυσάρεστος, με απώτερο σκοπό τη σωστή διαπαιδαγώγηση και την ευημερία του παιδιού και της οικογένειας. Για πολλά χρόνια χρειάζεται να παραμερίσει τις προσωπικές του ανάγκες για να είναι αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στη φροντίδα του παιδιού. Μέσα σε όλα αυτά, προκύπτει η ανθρώπινη ανάγκη του το παιδί του να κατανοεί τις προσπάθειές του και να είναι υπάκουο στους κανόνες που βάζει ο ίδιος. Συχνά, ο γονέας θεωρεί αυτονόητο πως το παιδί πρέπει να ακολουθήσει τις συμβουλές του ή να υπακούσει τους κανόνες του, από σεβασμό, από πειθαρχεία ή και από φόβο.
Ταυτόχρονα, το παιδί, ανάλογα φυσικά με το φύλο του και την ηλικία του, έχει την ανάγκη να αισθάνεται αδέσμευτο, ανεξάρτητο από την προστασία των γονέων, δοκιμάζοντας συχνά τα όρια τους. Ειδικά στην εφηβεία, τα παιδιά αντιλαμβάνονται τους περιορισμούς που θέτουν οι γονείς τους (είτε είναι δικαιολογημένοι είτε όχι) ως παράλογους και ως μία ξεκάθαρη απόπειρα ελέγχου στην οποία θέλουν αυθόρμητα να εναντιωθούν. Προσπαθώντας να αναπτύξουν τη δική τους προσωπικότητα και δυνατότητα επιλογών, μπαίνουν στον πειρασμό να εναντιωθούν στο γονέα, υποβιβάζοντάς τον κάποιες φορές ακόμη και ως αντι-πρότυπο. Σε καμία περίπτωση όμως αυτό δε σημαίνει ότι το παιδί σταμάτησε να αγαπάει το γονέα ή να αισθάνεται μέλος της οικογένειας. Η εναντίωση, ακόμη και αυτή που διακρίνεται από πείσμα και απερισκεψία, είναι τυπικό τμήμα της διαδικασίας ωρίμανσης του παιδικού νου.
Ωστόσο, και οι δύο άνθρωποι, η Ηλέκτρα και η Ιφιγένεια, δυσκολεύονται να μπουν στη θέση του άλλου, η κάθε μία για διαφορετικούς λόγους. Αυτό οδηγεί στη ρίξη η οποία καταλήγει στην παραπάνω στοιχομυθεία.
Λέγοντας σε ένα παιδί «όταν κάνεις κι εσύ παιδιά θα δεις» ο γονέας μπορεί να του προκαλέσει άθελά του διάφορες σκέψεις: α) να το αφήσει αδιάφορο και η φράση αυτή να μην έχει κανένα νόημα για το παιδί β) να το νουθετήσει, το παιδί να κατανοήσει τη θέση του γονέα και εν τέλει να συμμορφωθεί γ) να το πεισμώσει και το παιδί να αρχίσει να σκέφτεται πως θα γίνει πολύ καλύτερος γονέας από το γονέα του για να μην επαναλάβει τα λάθη του δ) να θεωρήσει πως τα παιδιά είναι τιμωρία, πως ο γονέας του τιμωρείται που έχει αυτό το παιδί και συνεπώς να αποκτήσει αρνητική εικόνα για τη γονεϊκότητα.
Όταν δύο διαφορετικοί κόσμοι, αυτός του γονέα και αυτός του παιδιού, βρίσκονται σε σύγκρουση, η μόνη λύση είναι ο συμβιβασμός και οι αμοιβαίες προσπάθειες κατανόησης της θέσης του άλλου.
Ο γονέας από τη μία οφείλει να εξηγήσει στο παιδί του τις ευθύνες που ο ίδιος φέρει για τη φροντίδα του, δίχως υπερβολές και χωρίς να του προκαλεί τύψεις, και από την άλλη να μπαίνει στη θέση του παιδιού του και να καταλαβαίνει τις σκέψεις του και τις επιθυμίες του με γνώμονα την ηλικία του και την έλλειψη εμπειρίας (ή και κατανόησης των κινδύνων).
Το παιδί από την άλλη, οφείλει να εκφράζει τις ανάγκες του με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο, δείχνοντας διάθεση για επικοινωνία, και από την άλλη να συναισθάνεται τις καλές προθέσεις, την αγωνία και τους στόχους του γονέα για να βελτιωθεί μία κατάσταση.
Καθώς οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες κάνουν το ρόλο του γονέα όλο και πιο απαιτητικό και το ρόλο του γιού/της κόρης όλο και πιο σύνθετο, η διατήρηση των ισορροπίων και από τις δύο πλευρές είναι το μεγάλο ζητούμενο για την ομαλή λειτουργία της οικογενειακής σχέσης.
Γονείς: Προσπαθήστε να εξηγήσετε παρά να επιβληθείτε
Παιδιά: Προσπαθήστε να κατανοήσετε παρά να εναντιωθείτε
δυο κοριτσια θυματα μασ συμβουλευουν
Τον τελευταίο καιρό η προσοχή μας στράφηκε δικαιολογημένα στο φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού (γνωστό ως bullying, μπούλιγκ). Τέτοιες καταστάσεις συνέβαιναν εδώ και δεκαετίες στα ελληνικά σχολεία και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ένα σύγχρονο φαινόμενο. Ωστόσο, σήμερα είμαστε πλέον περισσότερο ευαισθητοποιημένοι και πιο κατάλληλα ενημερωμένοι για το υπόβαθρο, την έκταση και τις επιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού.
Ένα παιδί το οποίο γίνεται θύμα εκφοβισμού από συμμαθητές του, βιώνει μία σειρά από αρνητικά συναισθήματα τα οποία εύκολα μπορούν να ριζώσουν στην «καρδιά» του και να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο θα σκέφτεται και θα αισθάνεται καθώς μεγαλώνει. Αδυναμία, θυμός, απελπισία, φόβος, αυτοτιμωρία, απομόνωση, θλίψη, ματαίωση είναι μόνο μερικές από τις εικόνες που εναλλάσσονται στο μυαλό του παιδιού θύματος μέσα σε μία σχολική μέρα.
Αξίζει να στρέψουμε το βλέμμα μας σε αυτά τα παιδιά και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε πως νιώθουν. Αξίζει να τους δώσουμε μία ευκαιρία να μιλήσουν για όσα έχουν βιώσει. Να τους επιτρέψουμε να μοιραστούν τις εμπειρίες τους μαζί μας και να μας διδάξουν από όσα έχουν μάθει για τη ζωή.
Στα κείμενα που ακολουθούν, δύο κορίτσια τα οποία έχουν υπάρξει θύματα εκφοβισμού μας δείχνουν με το δικό τους, προσωπικό τρόπο, πως σκέφτονται για ό,τι τους συνέβη. Το περιεχόμενο των κειμένων είναι αυτούσιο και έχει συνταχθεί από τα κορίτσια όταν τους ζήτησα να γράψουν ένα γράμμα προς τα παιδιά τα οποία είναι θύματα εκφοβισμού και να τους δώσουν συμβουλές για το πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση του εκφοβισμού. Για λόγους απορρήτου, τα πραγματ&io
Ένα παιδί το οποίο γίνεται θύμα εκφοβισμού από συμμαθητές του, βιώνει μία σειρά από αρνητικά συναισθήματα τα οποία εύκολα μπορούν να ριζώσουν στην «καρδιά» του και να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο θα σκέφτεται και θα αισθάνεται καθώς μεγαλώνει. Αδυναμία, θυμός, απελπισία, φόβος, αυτοτιμωρία, απομόνωση, θλίψη, ματαίωση είναι μόνο μερικές από τις εικόνες που εναλλάσσονται στο μυαλό του παιδιού θύματος μέσα σε μία σχολική μέρα.
Αξίζει να στρέψουμε το βλέμμα μας σε αυτά τα παιδιά και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε πως νιώθουν. Αξίζει να τους δώσουμε μία ευκαιρία να μιλήσουν για όσα έχουν βιώσει. Να τους επιτρέψουμε να μοιραστούν τις εμπειρίες τους μαζί μας και να μας διδάξουν από όσα έχουν μάθει για τη ζωή.
Στα κείμενα που ακολουθούν, δύο κορίτσια τα οποία έχουν υπάρξει θύματα εκφοβισμού μας δείχνουν με το δικό τους, προσωπικό τρόπο, πως σκέφτονται για ό,τι τους συνέβη. Το περιεχόμενο των κειμένων είναι αυτούσιο και έχει συνταχθεί από τα κορίτσια όταν τους ζήτησα να γράψουν ένα γράμμα προς τα παιδιά τα οποία είναι θύματα εκφοβισμού και να τους δώσουν συμβουλές για το πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση του εκφοβισμού. Για λόγους απορρήτου, τα πραγματ&io